Διεθνή
Γερμανία: Ποιός θα αξιοποιήσει την πολιτική κρίση;

Τα πρώτα σχόλια για τα αποτελέσματα των εκλογών για το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο στα ελληνικά ΜΜΕ περιορίζονται στην επισήμανση ότι ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης θα πάρει βδομάδες ή και μήνες και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων. Κατά τ’ άλλα όλα κινούνται ομαλά είναι το συμπέρασμα. Όμως, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Οι εκλογές ανέδειξαν τη μακρόσυρτη πολιτική κρίση του γερμανικού καπιταλισμού. 

Καταρχήν, για την CDU/CSU, την γερμανική δεξιά, οι εκλογές της 26 Σεπτέμβρη έφεραν το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία της. Συγκέντρωσε το 24,5% των ψήφων έναντι του 33% των εκλογών του 2017. Η πτώση σχεδόν 9 μονάδων κόστισε 50 έδρες. 

Το CDU/CSU είναι το αγκωνάρι του γερμανικού καπιταλισμού. Είναι το κόμμα που επέβλεψε το γερμανικό «οικονομικό θαύμα», έφερε σε πέρας την γερμανική ενοποίηση το 1990. Η Μέρκελ, καγκελάριος για 16 χρόνια, παρουσιαζόταν ως η «ήρεμη δύναμη» που πέρασε τη Γερμανία από τις δοκιμασίες της κρίσης, του προσφυγικού κύματος και της πανδημίας. 

Όλα αυτά τα παράσημα δεν άρκεσαν για να γλυτώσουν τη Δεξιά από το μαύρισμα στις κάλπες. Η κοινωνική ανισότητα έχει απογειωθεί, η φτώχεια έχει εξαπλωθεί, η θέση των εργαζόμενων έχει χειροτερέψει. Στον ισχυρότερο καπιταλισμό της ΕΕ διακόσιοι άνθρωποι πνίγηκαν στις πλημμύρες του καλοκαιριού. 

Αντίθετα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, SPD, είχε άνοδο 5.5 μονάδων που το έφερε στην πρώτη θέση με 25,7%. Με άλλα λόγια κέρδισε από την κρίση της Δεξιάς δίνοντας αναιμικές και ασαφείς υποσχέσεις για κοινωνική δικαιοσύνη. Το SPD ήταν ο μικρότερος συνεταίρος της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού της Μέρκελ και τώρα ο ηγέτης του και αναπληρωτής καγκελάριος Όλαφ Σολτζ διεκδικεί το χρίσμα για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. 

Η σοσιαλδημοκρατία παρουσιάστηκε ταυτόχρονα και σαν το κόμμα της υπευθυνότητας, της «αλλαγής με σιγουριά». Για ένα κόμμα που το καλοκαίρι οι δημοσκοπήσεις του δίνανε μόλις 15%, το σημερινό ποσοστό φαίνεται άλμα. Αλλά εξακολουθεί να είναι το δεύτερο χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του.

Κάτω από το 50%

Για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας τα δυο μεγάλα «σίγουρα» κόμματα συγκεντρώνουν μαζί κάτω από το 50% των ψήφων. Υπάρχουν δυο υποψήφια κόμματα για τους διάφορους κυβερνητικούς συνδυασμούς που συζητιούνται. Το πρώτο είναι το κόμμα των Πρασίνων, που έφτασε το 14,8%, το καλύτερο αποτέλεσμά τους. Το δεύτερο είναι το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών που ανέβηκε ελάχιστα στο 11,5%. 

Οι Πράσινοι κέρδισαν παρουσιαζόμενοι ως το κατεξοχήν κόμμα που στέκεται απέναντι στην κλιματική καταστροφή και υπέρ της «πράσινης μετάβασης». Αλλά στην ουσία αυτό που λένε είναι ότι η κλιματική αλλαγή θα αντιμετωπιστεί με την συνεργασία με τους καπιταλιστές που υποτίθεται νοιάζονται και αυτοί για το περιβάλλον. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν ένα σταθερό μήνυμα προεκλογικά: μην φορολογήσετε τους πλούσιους. 

Ένα ευχάριστο γεγονός των εκλογών ήταν η πτώση της ακροδεξιάς της Εναλλακτικής για την Γερμανία AfD. Είναι ένα κόμμα που έχει στην ηγεσία του φασίστες και που χύνει δηλητήριο κατά των προσφύγων. Αυτό το κόμμα βρέθηκε από την τρίτη στην πέμπτη θέση χάνοντας 2,3 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2017. 

Το δυσάρεστο γεγονός όμως είναι η πτώση της Αριστεράς, της Die Linke. Έχασε σχεδόν τη μισή εκλογική της δύναμη του 2017 και με περίπου 5% μόλις και κατάφερε να μπει στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Ένας λόγος ήταν ότι πολλοί ψηφοφόροι της επέλεξαν να ψηφίσουν SPD για να μαυρίσουν το κόμμα της Δεξιάς. Όμως, υπάρχουν πιο βαθιά προβλήματα. 

Η Die Linke είχε απορροφηθεί στις συζητήσεις για την προοπτική να συμμετέχει σε κυβερνητικό συνασπισμό με το SPD και τους Πράσινους, αντί να ρίξει το βάρος στην ριζοσπαστική αντιπολίτευση από το «πεζοδρόμιο» και το κίνημα. Η αποτυχία στις εκλογές έδωσε ευκαιρία για κριτικές από τα δεξιά. Η Σάρα Βάγκενεχτ, πρώην ηγετικό στέλεχος, βγήκε και δήλωσε πριν καλά-καλά κλείσουν οι κάλπες ότι η Αριστερά απομακρύνθηκε από τους «καθημερινούς» εργαζόμενους επειδή ασχολείται με τον «δικαιωματισμό», δηλαδή τον αντιρατσισμό και την πάλη ενάντια στο σεξισμό. Όμως μια Αριστερά που δεν είναι πρωτοπόρα στη μάχη ενάντια στο ρατσισμό δεν μπορεί να διεκδικήσει την οργή του κόσμου για τη χειροτέρευση της ζωής του. 

Οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης θα διαρκέσουν όντως πολύ. Η Γερμανία θα είναι σε «ημι-παράλυση» όπως γράφουν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Όμως, την ίδια στιγμή οι πιέσεις στο γερμανικό καπιταλισμό εντείνονται. Ο κόσμος είναι οργισμένος, αλλά η άρχουσα τάξη θέλει «εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας», δηλαδή νέες αντεργατικές επιθέσεις. Και ταυτόχρονα οξύνονται οι πιέσεις από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας και την περιβαλλοντική κρίση.