Διεθνή
Γερμανία: Πολιτική κρίση-ωρολογιακή βόμβα

Διαδήλωση στο Βερολίνο για φθηνή κατοικία

Η αρθρογραφία για τη Γερμανία και τα αποτελέσματα των εκλογών έχει συρρικνωθεί σε μια ατελείωτη σεναριολογία. Θα καταφέρουν οι «Σοσιαλδημοκράτες» του Όλαφ Σολτς να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους «Πράσινους» και τους «Ελεύθερους Δημοκράτες»; Ή θα έχουμε ξανά μια κυβέρνηση με κέντρο τους «Χριστιανοδημοκράτες» του Άρμιν Λάσετ, του διαδόχου της Άνγκελα Μέρκελ; Η σεναριολογία, όμως, χάνει από τα μάτια το πιο βασικό στοιχείο των τελευταίων γερμανικών εκλογών: την πολιτική κρίση.

Η Γερμανία, πολιτικά, είναι μια ωρολογιακή βόμβα. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) που καταποντίστηκαν από το 32,9% το 2017 στο 24,1% είναι το παραδοσιακό κόμμα του γερμανικού κεφαλαίου. Έχει κυβερνήσει τη Γερμανία στο μεγαλύτερο κομμάτι της μεταπολεμικής της ιστορίας. Τώρα, όπως δείχνουν τα πρώτα μετεκλογικά γκάλοπ, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Το 2013 η Άνγκελα Μέρκελ είχε κερδίσει τις εκλογές με 41,5%. Το 24,1% που πήρε τώρα ο Λάσετ είναι το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του. Τώρα βρίσκεται, με βάση τα γκάλοπ, οριακά πάνω από το 20%.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) είναι τυπικά ο «νικητής» των εκλογών. Αλλά 25,7% που πήρε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία. Το SPD κέρδισε 5 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2017. Όσες ακριβώς είχε χάσει ανάμεσα στις εκλογές του 2013 και του 2017 δηλαδή. Το SPD είναι το αρχαιότερο κόμμα του γερμανικού κοινοβουλίου. Ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τους σοσιαλιστές της εποχής -ανάμεσα στα ιδρυτικά του στελέχη ήταν και ο Φρίντριχ Ένγκελς- σαν ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λήμπκνεχτ, η Κλάρα Τσέτκιν υπήρξαν μέλη και στελέχη του SPD. Αλλά τώρα δεν έχει καμιά πλέον σχέση με τον σοσιαλισμό. Το SPD έσωσε τον γερμανικό καπιταλισμό από την επανάσταση του 1918. Από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα ήταν το δεύτερο κόμμα του «γερμανικού δικομματισμού». Η κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, η κυβέρνηση που έβαλε τις βάσεις για το «οικονομικό θαύμα» της Γερμανίας του 21ου αιώνα πετσοκόβοντας μισθούς, συντάξεις, επιδόματα και εργατικά δικαιώματα ήταν σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Ο Σρέντερ είχε κερδίσει τις εκλογές του 1998 με 41%.

Στις εκλογές του 2002 τα δυο μεγάλα κόμματα είχαν πάρει αθροιστικά το 79% των ψήφων. Το 2021 έπεσαν κάτω από το 50%. Ακόμα χειρότερα και για τα δυο κόμματα, η επιρροή τους στηρίζεται κύρια στις μεγάλες ηλικίες. Όπως έδειξαν τα γκάλοπ και τα exit polls στις ηλικίες άνω των 70 ετών τα δυο κόμματα εξακολουθούν να μοιράζονται μεταξύ τους το 70%. Στην ηλικιακή ομάδα 18 – 24 όμως βρίσκονται κάτω από το 25%. 

Ελεύθεροι Δημοκράτες και Πράσινοι

Οι Πράσινοι αναδείχτηκαν με ένα 14,8% στο τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο νέο γερμανικό κοινοβούλιο. Οι ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή -που ενισχύθηκαν το φετινό καλοκαίρι στη Γερμανία από τις φονικές πλημμύρες- έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην στροφή των ψηφοφόρων προς το κόμμα της «οικολογίας». Οι Πράσινοι έχουν τις ρίζες τους στο αντιπυρηνικό και αντιπολεμικό κίνημα της δεκαετίας του 1980, στο κίνημα ενάντια στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στο έδαφος της τότε Δυτικής Γερμανίας. Το 1998, όμως, οι Πράσινοι μπήκαν στην κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο «πράσινος» Γιόσκα Φίσερ έγινε υπουργός Εξωτερικών. Το 1999 η Γερμανία της συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου γερμανικά στρατεύματα επιχειρούσαν σε μια ξένη χώρα. Από τότε μέχρι σήμερα οι Πράσινοι έχουν κινηθεί ακόμα πιο δεξιά. Η «οικολογία» τους δεν έχει καμιά σχέση πια με τα κινήματα. Είναι μια «οικολογία» της αγοράς: την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του περιβάλλοντος θα την σταματήσουμε με «πράσινες επενδύσεις» και «πράσινη τεχνολογία». 

Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) είναι ένα μικρό ακραία νεοφιλελεύθερο κόμμα. Ο ηγέτης τους, ο Κρίσταν Λίντνερ είχε καταγγείλει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον διαβόητο πρώην υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης της Μέρκελ  για την «απαράδεκτα ανεκτική» στάση που είχε κρατήσει την περίοδο της κρίσης απέναντι στην Ελλάδα. Το FDP ήταν για πολλά χρόνια το παραδοσιακό δεξί δεκανίκι της εξουσίας: με εξαίρεση δυο χρονιές το FDP ήταν συνεχώς στην εξουσία στη Γερμανία από το 1945 μέχρι το 1998 συμμαχώντας άλλοτε με τους Χριστιανοδημοκράτες και άλλοτε με τους Σοσιαλδημοκράτες. Την επιτυχία του στις τελευταίες εκλογές, όπου αναδείχτηκε σε τέταρτο κόμμα, τη χρωστάει πολύ περισσότερο στην κρίση της «παραδοσιακής δεξιάς» (CDU/CSU) παρά στο ίδιο του τον εαυτό. Η επιρροή του είναι -όπως και των Πράσινων- πολύ μεγαλύτερη στις νέες ηλικίες από ότι στους μεγαλύτερους. 


Πού οφείλεται η ήττα του Die Linke;

Για το Die Linke, το Κόμμα της Αριστεράς, οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ήταν πανωλεθρία. Έχασε τη μισή σχεδόν της δύναμη, έπεσε (οριακά) κάτω από το 5% και μπήκε τελικά στη Βουλή μόνο χάρη στο πολύπλοκο εκλογικό σύστημα της Γερμανίας και τις τρεις έδρες που κέρδισαν οι «άμεσοι υποψήφιοί» του στη Δρέσδη και το Βερολίνο.

Το Die Linke δημιουργήθηκε το 2007 από την συνένωση δυο αριστερών κομμάτων, του PDS και του WASG. Το PDS ήταν ο κληρονόμος του παλιού κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας. Το WASG είχε δημιουργηθεί την περίοδο της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης του Γκέρχαρντ  Σρέντερ από μια αριστερή διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (στην οποία είχαν πρωτοστατήσει οι συνδικαλιστές). Η δημιουργία του Die Linke γέννησε μεγάλες ελπίδες μέσα στο κίνημα και μετατράπηκε γρήγορα σε μια «ομπρέλα» στην οποία εντάχθηκαν όλες σχεδόν οι οργανώσεις της αριστεράς. Η ήττα της στις τελευταίες εκλογές ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για εκατομμύρια αγωνιστές σε όλο τον πλανήτη.

Πού οφείλεται αυτή η ήττα; Η Σάρα Βάγκενεχτ, ένα από τα ιστορικά στελέχη του Die Linke έτρεξε να ρίξει τις ευθύνες στην κατεύθυνση που έχει δώσει στο κόμμα η σημερινή της ηγεσία. Η Βάγκενεχτ έχει δημιουργήσει πριν από μερικά χρόνια μια δική της «κίνηση» που ονομάζεται Aufstehen («Ξεσηκωθείτε») η οποία κινείται στην ουσία αντιπαραθετικά με το ίδιο της το κόμμα. Το Die Linke, ισχυρίζεται η Βάγκεκνεχτ, έχει εγκαταλείψει την εργατική τάξη και τον αγώνα για την καθημερινότητα και έχει μετατραπεί σε ένα κόμμα που μάχεται μόνο για τα δικαιώματα των μεταναστών και των LGBTQ και αναλώνεται σε αγώνες ενάντια στο ΝΑΤΟ, τον πόλεμο και το ακροδεξιό AfD. 

Στην πραγματικότητα όμως η Βάγκενεχτ και η κίνησή της ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της αποτυχίας του Die Linke. Στα μάτια πολλών αριστερών η θέση της ενάντια στον «δικαιωματισμό» του Die Linke ήταν απλά μια υπόκλιση στον ρατσισμό. Αυτό που ζητούσε (και ζητάει) δεν ήταν να προβάλει το κόμμα περισσότερο τα αιτήματα της εργατικής τάξης αλλά να πάψει να τάσσεται στο πλευρό των προσφύγων, των μειονοτήτων και των κατατρεγμένων – να ευθυγραμμιστεί δηλαδή με την κυρίαρχη ρατσιστική πολιτική. 

Προς τη συγκυβέρνηση

Ο κυριότερος λόγος, όμως, της αποτυχίας της αριστεράς δεν ήταν η Βάγκενεχτ. Ήταν ο ίδιος ο προσανατολισμός της ηγεσίας του κόμματος προς την συγκυβέρνηση. Η δημοσκοπική καθίζηση των δυο μεγάλων κομμάτων είχε ανοίξει τη συζήτηση για τα πιθανά μετεκλογικά κυβερνητικά σενάρια από νωρίς. Ένα από αυτά τα σενάρια ήταν και η «Κόκκινη, κόκκινη, πράσινη» συμμαχία, μια κυβέρνηση SPD, Die Linke και Πράσινων. (το SPD εξακολουθεί να έχει σαν χρώμα το κόκκινο). Ένα κομμάτι της ηγεσίας του Die Linke έπεσε κυριολεκτικά με τα μούτρα σε αυτή την προοπτική. Το σενάριο αυτό μετατράπηκε στον κεντρικό μπούσουλα της πολιτικής όλου του κόμματος. Στα ντιμπέιτ, στα προεκλογικά φυλλάδια, στις συνεντεύξεις η ηγεσία του Die Linke απέφευγε συστηματικά να κάνει κριτική στο SPD και τους Πράσινους για να μην υπονομεύσει τη μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία. Αντί για αυτό μιλούσε συνεχώς για τα κοινά τους σημεία. Ο Dietmar Bartsch, ο ένας από τους δυο κορυφαίους υποψηφίους του Die Linke στις τελευταίες εκλογές εμφανιζόταν πρόθυμος να εγκαταλείψει κάθε «κόκκινη» γραμμή του κόμματος (πχ για το ΝΑΤΟ, τις γερμανικές δυνάμεις στο εξωτερικό, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν κλπ) προκειμένου να στήσει τις απαραίτητες γέφυρες με το SPD. 

Το Die Linke σπαράσσεται από την αρχή σχεδόν από εσωτερικές έριδες και διαφωνίες. Η δεξιά πτέρυγα (στην οποία ανήκει ο Bartsch) επιδιώκει την συμμετοχή του κόμματος στην εξουσία. Η αριστερή πτέρυγα θεωρεί ότι το Die Linke θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα κόμμα της εργατικής αντίστασης και των κινημάτων. Στις εκλογές της 26 Σεπτέμβρη η δεξιά πτέρυγα έδωσε τον τόνο. Τα αποτελέσματα είναι δικό της «κατόρθωμα».