Ιστορία
28 Οκτωβρίου 1940: Υπήρχαν αντιφασίστες και “αντιφασίστες”

Οι επίσημοι εορτασμοί επικεντρώνονται στο Όχι της 28ης Οκτωβρίου, σε ύμνους για το «έπος της Αλβανίας» και σε εκκλήσεις για εθνική ενότητα: όλοι οι έλληνες μεγαλουργήσαμε τότε ενωμένοι και σήμερα να κάνουμε το ίδιο, είναι το μήνυμα. Θα το ακούσουμε και φέτος από τον Μητσοτάκη και τους υπουργούς του. Το ότι δεν είμαστε «όλοι μαζί» με την κυβέρνηση της καταστροφής και τα αφεντικά που υπηρετεί, το φωνάζουν εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαία που τη μισούν. 

Όμως, ούτε και το 1940 ήμασταν «όλοι μαζί». O πόλεμος του 1940-41 ανέδειξε το χωρισμό της κοινωνίας σε δυο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα που θα αναμετριόνταν τα επόμενα χρόνια. Κι η πολεμική αναμέτρηση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από το συνολικότερο πλαίσιό της: δηλαδή ως επεισοδίου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Όταν ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον Σεπτέμβρη του 1939, η δικτατορία του Μεταξά που κυβερνούσε με τις ευλογίες του Παλατιού, κράτησε στάση «ουδετερότητας». Ο ένας λόγος ήταν οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. O «Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός», το δημόσιο κάψιμο «αντεθνικών βιβλίων», η υποχρεωτική ένταξη των νέων στην ΕΟΝ, τα «τάγματα σκαπανέων», ήταν όλα δάνεια από τον φασισμό, τον ιταλικό και τον γερμανικό. Οι γερμανικές επιχειρήσεις εντωμεταξύ, εισέδυαν στα Βαλκάνια. Στο τέλος του 1937 το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών (καπνά, μεταλλεύματα) πήγαιναν στην Γερμανία.

Όμως, η ουδετερότητα της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών βόλευε και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Η δικτατορία είχε επιβληθεί το 1936 με τις ευλογίες του. Τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών (πχ τραπεζικό, εφοπλιστικό κεφάλαιο) ήταν δεμένα με εκείνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία δεν είχε δυνάμεις να ανοίξει ένα μέτωπο εδώ και επίσης για πολλούς μήνες μετά το ξέσπασμα του πολέμου επεδίωκε την «ευμενή ουδετερότητα» του… Μουσολίνι.  

Αντεπίθεση

Τελικά ο Μουσολίνι αποφάσισε να επιτεθεί για διάφορους λόγους. Είχε καταπιεί την Αλβανία, και είχε βλέψεις για τη Ρουμανία με τα πετρέλαιά της. Αλλά οι «απόγονοι των Ρωμαίων λεγεωνάριων», όπως τους παρουσίαζε, δηλαδή η ρουμάνικη μοναρχία, παζάρευε με τους Άγγλους και τελικά αποφάσισε να μπει κάτω από την ομπρέλα του Χίτλερ. 

Όμως, η επίθεση που εξαπέλυσε ο ιταλικός στρατός ήταν και κακά οργανωμένη και με ανεπαρκείς δυνάμεις. Αποκρούστηκε από τις πρώτες μέρες και από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος. 

Ένας μύθος είναι ότι η επιτυχία εκείνης της αντεπίθεσης στηριζόταν στην «ελληνική ψυχή», στην «πολεμική αρετή των Ελλήνων» για να θυμηθούμε τα εμετικά κηρύγματα της χούντας. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή το ελληνικό γενικό επιτελείο είχε αποκτήσει το αριθμητικό πλεονέκτημα. 

Η πραγματικότητα του πολέμου κρύβεται από τις ηρωικές περιγραφές των εφορμήσεων με την ξιφολόγχη. Αυτές οι εφορμήσεις σταμάτησαν σιγά-σιγά καθώς το μέτωπο πάγωνε στην κυριολεξία πάνω στις κορυφογραμμές της Αλβανίας. Περίπου σαν το δυτικό μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου μόνο που τις γραμμές των χαρακωμάτων τις διέκοπτε το άγριο τοπίο.

Όπως αναφέρει ο Θανάσης Χατζής που βρέθηκε στο μέτωπο φαντάρος και μετά έγινε ο πρώτος γραμματέας του ΕΑΜ: «Ήταν και κάτι άλλο που ερέθιζε τους φαντάρους. Οι ηγέτες των μετόπισθεν και των καταφυγίων και οι καλαμαράδες της Αθήνας, παρουσίαζαν τον πόλεμο σαν τρικούβερτο γλέντι με χαρές και τραγούδια για τους Έλληνες φαντάρους και τους Ιταλούς τρομοκρατημένους λαγούς που φεύγανε μονάχα με το άκουσμα της ιαχής ‘Αέρα’. Κρύβανε την πραγματικότητα…». Κι αυτή η πραγματικότητα ήταν βομβαρδισμοί, προβλήματα στον εφοδιασμό, ψείρες, κρυοπαγήματα.

Ο Ελ. Ειμαρμένος που ήταν επιστρατευμένος σε ειδική υπηρεσία στο μέτωπο περιγράφει την κατάσταση στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων: «Από είκοσι ημερών, 4-5 γιατροί του νοσοκομείου Ιωαννίνων χειρουργούσαν αδιάκοπα μέρα νύχτα, χωρίς να ξέρουν ποιον, χωρίς να ρωτάνε αν θέλει, πώς και πού τραυματίσθηκε, χωρίς αναισθητικά, χωρίς αρκετά φάρμακα, με εργαλεία ελλιπή, χωρίς γάντια, χωρίς να λένε λέξη. Ένας νοσοκόμος με ματωμένη ποδιά κουβαλούσε μέσα σε κουτιά τα κομμένα μέλη, δάκτυλα, πόδια, χέρια, μαυροκόκκινα. Κάθε γιατρός πριν τελειώσει καλά-καλά την εγχείριση φώναζε: Άλλος, εμπρός...»

Ο Δ. Λουκάτος, είχε βρεθεί στο μέτωπο στις αρχές του 1941 και έχει αφήσει ένα ενδιαφέρον ημερολόγιο με τις εμπειρίες του. Να ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο: «Ήρθανε, επί τέλους, και άρβυλα για τους ξυπόλυτους. Καλά άρβυλα. Καταφθάνουνε στον επιτελή οι Μεταγωγικοί, που έχουν λειώσει από τους δρόμους τα άρβυλά τους, και ζητάνε καινούργια. Το μάτι τους τα λαχταράει σαν θησαυρό. Επί τέλους, τα μοιράζουν. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Μετά τρεις ώρες, τους τα παίρνουν πίσω, και τα δίνουν στους αξιωματικούς. Οι φαντάροι παίρνουν τα παλιά των αξιωματικών». Ένα ζευγάρι γερές αρβύλες ήταν αυτό που σε χώριζε από το κρυοπάγημα με πιθανότατη κατάληξη τον ακρωτηριασμό.

Η «καλή κοινωνία» έκανε «πατριωτικούς εράνους» αλλά βασικά γλεντούσε. Στις εργατογειτονιές όμως άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της πείνας που σε λίγους μήνες θα γινόταν ο τρομερός λιμός του 1941-42. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος οι έφεδροι έτρεχαν να καταταγούν πράγματι «με το χαμόγελο στα χείλη» με πλήθη να τους αποχαιρετούν. Όμως, όσο συνεχιζόταν η σφαγή στα βουνά της Αλβανίας, το ταξικό χάσμα, η ανικανότητα και η υποκρισία των «από πάνω» γίνονταν οδυνηρά φανερά στα μάτια των πολλών. 

Όταν έγινε σαφές ότι η ναζιστική Γερμανία θα εισέβαλε στα Βαλκάνια, στην άρχουσα τάξη επικράτησε πανικός. Από νικήτρια κινδύνευε να βρεθεί ηττημένη. Αντί να κερδίσει τη νότια Αλβανία (Βόρειο Ήπειρο) κινδύνευε να χάσει τη Μακεδονία και τη Θράκη στον «προαιώνιο» εχθρό, τη Βουλγαρία (από την 1 Μάρτη η 12η γερμανική στρατιά είχε αρχίσει να στήνει βάσεις στο έδαφός της). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τμήματα του «πολιτικού προσωπικού» του καθεστώτος και των στρατηγών άρχισαν να καλοβλέπουν μια «συνεννόηση» με την Γερμανία. 

Οι στρατηγοί που τον Δεκέμβρη ονειρεύονταν την προσάρτηση της Νότιας Αλβανίας τον Απρίλη έτρεξαν να υπογράψουν τη συνθηκολόγηση και να υποδεχτούν τον ναζιστικό στρατό. Σχημάτισαν την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου. H «επίσημη» κυβέρνηση, δηλαδή η συνέχεια της 4ης Αυγούστου, η βασιλική οικογένεια μαζί με όλο το σκυλολόι των παρατρεχάμενων και τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας πήγαν στην Αίγυπτο υπό την προστασία των Άγγλων. 

Οι φαντάροι, με τις τρομακτικές εμπειρίες του μετώπου χαραγμένες στο μυαλό και τα κορμιά τους, γύρισαν σε πόλεις και χωριά που ζούσαν τα χτυπήματα της πείνας, του θανάτου και της φασιστικής καταπίεσης. Ολόκληρη η άρχουσα τάξη βρέθηκε στην απέναντι πλευρά. Θα συνεργαζόταν είτε με τους ναζί, είτε με τους Εγγλέζους συμμάχους -συχνά και με τους δυο- ενώ κερδοσκοπούσε ασύστολα στην «κανονική» και στη «μαύρη» αγορά. Ο πόλεμος γέννησε την Αντίσταση και η αντιφασιστική Αντίσταση γέννησε την επανάσταση στην Ελλάδα.

Ο μεγάλος μαρξιστής επαναστάτης Παντελής Πουλιόπουλος, σημείωνε, απ’ τη φυλακή της Ακροναυπλίας, μετά το ξέσπασμα του ελληνο-ιταλικού πολέμου:

«Ο ιταλοελληνικός πόλεμος είναι απλώς ένας τομέας του μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου που γίνεται παγκόσμιος, είναι δηλαδή πόλεμος ιμπεριαλιστικός. Σε αυτόνε κρίνεται η κυριαρχία των μεσογειακών βάσεων και διαβάσεων του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην σύγκρουσή του με τον Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική και μ’ αυτόν οι έλληνες ιμπεριαλιστές υπερασπίζοντας το έδαφος της εκμετάλλευσής τους, διεκδικούν συνάμα την επέκτασή τους στην Βαλκανική, στα νησιά της ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου και αλλού».

Οι επαναστάτες στην πάλη ενάντια στο φασισμό έλεγαν, για χρόνια, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να βασίζεται σε αυτόν τον αγώνα σε δυνάμεις που θέλουν να την πνίξουν: τις αστικές τάξεις και τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις. Tο ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη είχε διαφορετική γραμμή. Στις 2 Νοέμβρη, δημοσιεύεται η περίφημη «Ανοιχτή Επιστολή» του: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη...» έγραφε. Ήταν ο προάγγελος μιας γραμμής που θα αφόπλιζε το κίνημα, ιδεολογικά και κυριολεκτικά τα επόμενα χρόνια: η γραμμή που έλεγε ότι αυτό που προέχει είναι η «Εθνική Ενότητα» στον «μεγάλο πόλεμο των Συμμάχων». Ήταν η πολιτική που έφερε τους συμβιβασμούς που οδήγησαν σε συντριβή το συγκλονιστικό κίνημα της Αντίστασης. Το κίνημα που έδιωξε τους ναζί, αλλά προδώθηκε από τη συμμαχία Τσώρτσιλ-Ρούζβελτ-Στάλιν.