Στις 25 Δεκέμβρη του 1991 η σοβιετική σημαία έπαψε να ανεμίζει στο Κρεμλίνο και αντικαταστάθηκε από τη ρώσικη σημαία. Ήταν η συμβολική ολοκλήρωση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, μιας διαδικασίας που είχε συγκλονίσει το Ανατολικό Μπλοκ τα τρία προηγούμενα χρόνια. Το ιδεολόγημα που χρησιμοποίησαν οι απολογητές του καπιταλισμού ήταν αυτό του «τέλους της ιστορίας», όπως το διατύπωσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η προπαγάνδα των απολογητών του καπιταλισμού έλεγε ότι «η αγορά είναι ανώτερη» και ότι ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που αντικατοπτρίζει καλύτερα «την ανθρώπινη φύση». Με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θεώρησαν ότι δικαιώθηκαν. «Τέλος της ιστορίας» σήμαινε ότι θα τελείωναν πια οι πόλεμοι και οι ανταγωνισμοί, ότι η αγορά θα κατέκλυζε όλο τον πλανήτη, θα ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο και θα εξάλειφε τις ανισότητες.
Σήμερα, 30 χρόνια μετά, βαθιά μέσα σε μια παγκόσμια οικονομική, υγειονομική και πολιτική κρίση, η θεωρία αυτή αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση σαν ένα κακόγουστο αστείο. Το 2019 όλος ο πλανήτης συγκλονίστηκε από μεγάλες εξεγέρσεις, μαζικές διαδηλώσεις και κινήματα τα οποία μόνο προσωρινά ανέκοψε η πανδημία στις αρχές του 2020. Με δυο χρόνια πανδημίας, πεντέμιση εκατομμύρια νεκρούς και έναν ολόκληρο κόσμο στα κάγκελα, λίγοι τολμούν να γράψουν τις ίδιες φανφάρες για τη φετινή επέτειο.
Κρατικός καπιταλισμός
Παρόλα αυτά δεν παραιτούνται από την προσπάθεια να αναβιώσουν τη θεωρία των δυο άκρων, να συγκρίνουν τη Σοβιετική Ένωση με το ναζιστικό καθεστώς. Όμως, το καθεστώς που ανέτρεψε την επανάσταση στην ΕΣΣΔ μετά την επικράτηση του Στάλιν ήταν ένας κρατικός καπιταλισμός -καθρέφτης του καπιταλισμού στη Δύση.
Η ακραία εντατικοποίηση της εργασίας στην ΕΣΣΔ μετά την επικράτηση του σταλινισμού, το ξερίζωμα των αγροτών, οι λιμοί, οι μαζικοί εκτοπισμοί δεν είναι φαινόμενα άγνωστα στον καπιταλισμό. Αντίθετα, όλες οι μεγάλες καπιταλιστικές αυτοκρατορίες στήθηκαν πάνω σε τέτοια εγκλήματα, τρομακτικότερων μάλιστα διαστάσεων. Τα εγκλήματα της συσσώρευσης του κεφάλαιου στη Βρετανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ αφαιρούν από τους απολογητές του καπιταλισμού το δικαίωμα να μιλάνε για το πώς εγκαθιδρύθηκε ο κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ.
Η ανάδειξη όμως των εγκλημάτων του καπιταλισμού δεν μπορεί να οδηγεί στην υπεράσπιση του σταλινισμού. Χρειάζεται συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς για το τι ήταν αυτό που κατέρρευσε πριν 30 χρόνια. Ο Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου 18-19 Δεκέμβρη κυκλοφόρησε με ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ την οποία ονομάζει «καπιταλιστική παλινόρθωση».
Το αφιέρωμα με μια σειρά άρθρα υποστηρίζει ότι «τόσο από τη θετική, όσο και από την αρνητική πείρα του 20ού αιώνα» αποδεικνύεται η «υπεροχή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας». Δεν παραλείπει βέβαια να συμπεριλάβει μια επίθεση σε αυτό που ονομάζει «αντισοβιετισμό του οπορτουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα», εννοώντας την κριτική στο σταλινικό καθεστώς μιας σειράς οργανώσεων και τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού στην οποία βασίζει την ανάλυσή του για το ανατολικό μπλοκ το ΣΕΚ.
Το σχετικό άρθρο χαρακτηρίζει τη στάση αυτή «σοβαρό ανάχωμα για τον εγκλωβισμό εργαζόμενων και νεολαίας που τείνουν προς την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος», ενώ ο συντάκτης του εκπλήσσεται που θεωρούνται μορφές εντατικοποίησης της εργασίας τα «κόκκινα Σάββατα» (ημέρες εθελοντικής εργασίας που έγιναν υποχρεωτικές αργότερα από το σταλινικό καθεστώς) και το σταχανοβικό κίνημα (ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών για το ποιος θα παράξει περισσότερο, που ιδεολογικοποιήθηκε με τη δικαιολογία ότι βοηθάει στη «σοσιαλιστική οικοδόμηση»)!
Οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη προσπερνούν το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, με το οποίο η σταλινική Ρωσία συμφώνησε προσωρινά με τον Χίτλερ τη “μη επίθεση” και το μοίρασμα της Πολωνίας και έσπειρε την απόγνωση και τη διάλυση στο εργατικό και αντιφασιστικό κίνημα της εποχής, αλλά και την υπονόμευση της Αντίστασης σε μια σειρά χώρες προκειμένου να μη διακινδυνεύσει την συμμαχία του Στάλιν με τον Τσώρτσιλ και τον Ρούζβελτ.
Στο ίδιο άρθρο, χαρακτηρίζεται «κρίσιμη μάχη για την επιβίωση του σοσιαλισμού» η επέμβαση των ρώσικων τανκς στην Ουγγαρία το ’56 και την Τσεχοσλοβακία το ’68. Όπως αναφέρεται, ένα σοσιαλιστικό κράτος οφείλει να έχει κατασταλτική λειτουργία απέναντι «στους αντιπάλους του» -εννοώντας ακόμη και τους εργάτες που ξεσηκώνονται! Το Ανατολικό Μπλοκ γνώρισε μια σειρά εξεγέρσεις που είχαν όλες τις μεθόδους πάλης που χρησιμοποιεί η εργατική τάξη: τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις δημόσιων κτιρίων. Το ’53 στο ανατολικό Βερολίνο οι εργάτες ξεσηκώνονταν με το σύνθημα «Είμαστε εργάτες, όχι σκλάβοι». Το ‘56 ακολούθησε η Πολωνία και η Ουγγαρία. Το ’68 η Πράγα. Στην Πολωνία έγιναν ξανά εξεγέρσεις το 1970 και το ’76, ενώ το αποκορύφωμα ήταν το 1980, με 10 εκατομμύρια εργάτες/τριες να γράφονται στο συνδικάτο της «Αλληλεγγύης» σε ένα τεράστιο εργατικό κίνημα.
Πρωταγωνιστής στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν η εργατική τάξη. Από το 1987, ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την χτυπημένη από την κρίση σοβιετική οικονομία με την Περεστρόικα («ανασυγκρότηση»). Όμως, οι απόπειρες αποτύγχαναν, και οι αποτυχίες προκαλούσαν από τη μια την αγανάκτηση των «από κάτω» και από την άλλη καυγάδες μέσα στην ίδια την άρχουσα τάξη. Το 1988 άρχισαν να ξεσπάνε τα ζητήματα της εθνικής καταπίεσης και μια σειρά εθνότητες που αρχικά στήριζαν τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ προχώρησαν να ζητούν ανεξαρτησία. Η ωμή καταστολή δεν έφερε αποτέλεσμα, ενώ οι λίγες παραχωρήσεις έδιναν ώθηση στις διεκδικήσεις.
Απεργιακό κίνημα
Τον Ιούλη-Αύγουστο του 1989 ένα μαζικό απεργιακό κίνημα ανθρακωρύχων στην ΕΣΣΔ έληξε νικηφόρα. Το κίνημα απλώθηκε και στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Ανάμεσα στον Αύγουστο του 1989 και τον Απρίλη του 1990 πραγματοποιήθηκαν 2.600 διαδηλώσεις, 300 συγκεντρώσεις 200 απεργίες και δεκάδες καταλήψεις σε εργοστάσια. Τα οικονομικά αιτήματα μετατρέπονταν σε πολιτικά. Αυτά δεν τα έκαναν πράκτορες της Δύσης. Αυτό που έλειπε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν ήταν η εργατική τάξη, ήταν η επαναστατική ηγεσία που θα μπορούσε να οδηγήσει αυτές τις εξεγέρσεις στη νίκη.
Οι ερμηνείες που δίνει ο Ριζοσπάστης για την κατάρρευση περιορίζονται σε μεταγενέστερες του Στάλιν περιόδους και σε αιτίες λίγο πολύ ιδεολογικές. «Η ζωή έδειξε ότι δεν υπήρχε από το ΚΚΣΕ κατακτημένη θεωρητική δυναμική… Τα βήματα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή…» αναφέρει ένα άρθρο, ενώ ένα ολόκληρο μέρος του αφιερώματος παρουσιάζει τις εκδοτικές προσπάθειες του ΚΚΕ προκειμένου να αναλύσει τις αδυναμίες αυτές. Επιπλέον, σε συνέντευξή της η Αλέκα Παπαρήγα προσπαθεί να αιτιολογήσει τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ -που δεν είχε αρθρώσει ούτε κιχ ενάντια στη γραμμή της Μόσχας μέχρι να είναι πια οφθαλμοφανής η πτώση- με την ύπαρξη της «οπορτουνιστικής ομάδας» που αργότερα αποχώρησε προς τον Συνασπισμό.
Αυτές οι αναλύσεις ωστόσο δεν τολμούν να φτάσουν στην ουσία. Ο σοσιαλισμός δεν ορίζεται με βάση την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ούτε ως ένα καθεστώς με κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Σοσιαλισμός σημαίνει να έχει την εξουσία η εργατική τάξη και να οργανώνει την παραγωγή με βάση τις ανάγκες της. Ο χαρακτηρισμός της ΕΣΣΔ ως «σοσιαλιστικής» μετά την επικράτηση του σταλινισμού δεν δίνει επαρκείς εξηγήσεις γιατί όλες οι κατακτήσεις της Οκτωβριανής επανάστασης είχαν ξηλωθεί μέσα στη δεκαετία του ’30 -κι αυτή η κριτική δεν κοιτάει το σταλινικό καθεστώς «από τη σκοπιά μιας ιδανικής κομμουνιστικής κοινωνίας», όπως λέει ο Ριζοσπάστης, αλλά από τη σκοπιά των πρώτων χρόνων της προσπάθειας των εργατών/τριών να οργανώσουν τη ζωή τους.
Οι θεωρίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά τον Στάλιν, αποδίδουν τους ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ΕΣΣΔ και των ανατολικών καθεστώτων στην «οικοδόμηση» και στο «θαύμα» του σοσιαλισμού, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν την κρίση που ακολούθησε. Την ανάπτυξη τα καθεστώτα την πέτυχαν μέσα από την υπερεκμετάλλευση των εργατών. Όμως οι υψηλοί ρυθμοί συσσώρευσης και ανάπτυξης δεν είχαν σαν στόχο την καλυτέρευση της ζωής της εργατικής τάξης αλλά τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το χαρακτηριστικό που καπιταλισμού είναι η ανταγωνιστική συσσώρευση κεφαλαίου -και είναι η αιτία τόσο πίσω από τη γρήγορη ανάπτυξη, όσο και πίσω από την καταστροφική κρίση.
Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού ήταν αυτή που έκανε το ΣΕΚ να μη θρηνεί για την κατάρρευση του «υπαρκτού» αλλά να ριχτεί με όλες του τις δυνάμεις στις μάχες της εργατικής τάξης που συνεχίζονταν. Τριάντα χρόνια μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η επιμονή στην κεντρικότητα της εργατικής τάξης στην αλλαγή της κοινωνίας είναι αυτό που μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στην Αριστερά να μετατρέψει την οργή που συσσωρεύεται σε οργανωμένη δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού.