Το Ευρώ έκλεισε τα 20 την πρώτη Γενάρη. Με εξαίρεση τους «επισήμους» - σαν τους υπουργούς Οικονομικών των χωρών της Ευρωζώνης, τον Σαρλ Μισέλ, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή τον Κώστα Σημίτη, τον πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας που «έβαλε» τη χώρα μας στο Ευρώ και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που «γλύφουν» την εξουσία- κανένας δεν βγήκε να γιορτάσει τα γενέθλια του «κοινού μας ευρωπαϊκού νομίσματος».
Το ευρώ δεν έφερε την ευημερία. Ούτε τη σταθερότητα έφερε. Το ευρώ δεν κατάφερε να μας προστατεύσει από την οικονομική κρίση του 2008-9. Η «ευρωπαϊκή οικογένεια» στην οποία μπήκαμε αποδείχτηκε όχι μόνο άκαρδη και σπαγγοραμένη αλλά και εκβιαστική και εκδικητική. Και το ευρώ έγινε βασικό εργαλείο αυτής της άθλιας «οικογένειας» -ποιος μπορεί να ξεχάσει το κλείσιμο της στρόφιγγας της χρηματοδότης της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όταν ο ελληνικός λαός ψήφισε «λάθος» στις εκλογές του 2015;
«Το ευρώ έγινε… μαζί με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων… ένα από τα απτά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», γράφουν, με μια προκλητική «αφέλεια» στην ανακοίνωσή τους οι υπουργοί Οικονομικών. Οι πραγματικές πρωτεύουσες της ευρωπαϊκής «ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων» βρίσκονται όμως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις Βρυξέλες. Βρίσκονται στα ανοιχτά της Λαμπεντούζα. Βρίσκονται στα στενά ανάμεσα στα τουρκικά παράλια και τη Λέσβο όπου πνίγονται κάθε χρόνο χιλιάδες πρόσφυγες στο όνομα του «ευρωπαϊκού κεκτημένου». Και οι πραγματικές «επιτυχίες» του Ευρώ βρίσκονται πολύ μακριά από τα γραφεία της Κομισιόν -στις εργατογειτονιές της Ευρώπης εκεί όπου οι απλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όλο και πιο πολύ να «τα βγάλουν πέρα».
Ταξικό
Το ευρώ δεν είναι φυσικά υπεύθυνο από μόνο του για όλα αυτά τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι εργάτες και οι φτωχοί και εδώ στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα δεν είναι ότι «χάσαμε το δικό μας εθνικό νόμισμα». Ούτε θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν στην κορυφή της κεντρικής «μας» τράπεζας βρισκόταν ένας «Έλληνας». Ο Λουκάς Παπαδήμος, ο πρώην κεντρικός μας τραπεζίτης και «τεχνοκράτης» πρωθυπουργός της μνημονιακής κυβέρνησης του 2011-12 δεν έχει να ζηλέψει τίποτα σε σκληρότητα και αναλγησία από την Κριστίν Λαγκάρντ, τη σημερινή επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ούτε ο Γιάννης Στουρνάρας έχει να ζηλέψει τίποτα (εκτός, ίσως, από την ευφυία της).
Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό. Είναι ταξικό. Το ευρώ είναι άμεσα δεμένο με την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι το νόμισμα μιας ακραία νεοφιλελεύθερης, ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής υπερδύναμης.
Τα «σοβαρά» δημοσιεύματα αυτών των ημερών συνδέουν την υιοθέτηση του ευρώ με τις ισορροπίες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές «μεγάλες δυνάμεις» και κύρια ανάμεσα στους δυο βασικούς άξονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το ευρώ, σύμφωνα με την Ναυτεμπορική, ήταν το αντάλλαγμα που ζήτησε ο Φρανσουά Μιτεράν, ο πρόεδρος της Γαλλίας από τον Χέλμουτ Κολ, τον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας για να δώσει τη συγκατάθεσή του στην επανένωση των δυο Γερμανιών. Και στηρίζει την άποψή αυτή με μια δήλωση του Γκούντραμ Βόλφ, του διευθυντή του διαβόητου νεοφιλελεύθερου Ινστιτούτου Μπρύγκελ των Βρυξελλών: «Το ευρώ ήταν το αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανίας, η οποία συμφώνησε να εγκαταλείψει το γερμανικό μάρκο, σύμβολο της μεταπολεμικής ανάκαμψής της, με αντάλλαγμα τη στήριξη της Γαλλίας για την επανένωση της χώρας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου»
Η άποψη αυτή έχει μια μεγάλη δόση αλήθειας -η «συνένωση» της οικονομικά ισχυρής Γερμανίας με τη στρατιωτικά ισχυρή Γαλλία ήταν από την αρχή στο κέντρο του σχεδίου της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η πίεση από τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων της Ευρώπης που ήθελαν να διευκολύνουν ακόμα περισσότερο τις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες (το διευρωπαϊκό εμπόριο είχε γίνει από τη δεκαετία του 1950 που ιδρύθηκε η Ένωση Χάλυβα και Άνθρακα, ο πρόδρομος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολύ σημαντικός για τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές).
Ο Μάριο Ντράγκι, ο σημερινός πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έλεγε ότι θα ήταν αδύνατη η «βαθιά ολοκλήρωση» της ευρωπαϊκής αγοράς χωρίς το ευρώ: «Η υποστήριξη της ενιαίας αγοράς θα υπονομευόταν μακροπρόθεσμα αν οι επιχειρήσεις που επένδυαν για να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους στερούνταν τα οφέλη (των επενδύσεων τους) … από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις σε άλλες χώρες». Οι επιχειρηματίες και όχι κάποιοι «οραματιστές» πολιτικοί ήταν οι πραγματικοί εφευρέτες του Ευρώ.
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είχε παράλληλα και έναν δεύτερο στόχο: να δημιουργήσει ένα «αποθεματικό νόμισμα» που θα μπορούσε να ανταγωνίζεται το δολάριο στις διεθνείς αγορές. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η βάση πάνω στην οποία στηρίζονταν τα διάφορα νομίσματα ήταν ο χρυσός. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τη θέση του χρυσού πήρε (τουλάχιστον στη Δύση) το αμερικανικό δολάριο. Η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς που καθόρισε την οικονομική δομή του δυτικού μεταπολεμικού κόσμου προέβλεπε ρητά ότι μόνο το δολάριο θα ήταν από εδώ και πέρα «ανταλλάξιμο με χρυσό», ενώ όλα τα άλλα νομίσματα θα ήταν «ανταλλάξιμα με δολάρια».
Αυτό έδινε ένα τεράστιο πλεονέκτημα στις ΗΠΑ: αντί να σκάβει για χρυσό μπορούσε απλά να τυπώνει δολάρια -τα οποία στοίβαζαν στα χρηματοκιβώτια (στην πραγματικότητα σε καταθέσεις και επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα κλπ διατιμημένα σε δολάρια) οι επιχειρήσεις και τα πλούσια αφεντικά τους. Με το ευρώ τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να κάνουν και αυτά το ίδιο: να μετατρέψουν και τα δικά τους «πιεστήρια» σε χρυσορυχεία.
Αποτυχία
Το ευρώ δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των «οραματιστών» του. Το κοινό νόμισμα μπορεί να εμπόδισε τις «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις», αλλά αυτό δεν συνοδεύτηκε από καμιά έκρηξη των επενδύσεων. «Τα επίπεδα επενδύσεων έχουν παραμείνει πολύ χαμηλά για υπερβολικά μεγάλο διάστημα», αναγκάζονται να παραδεχτούν στην ίδια την «γιορταστική» τους κοινή δήλωση για τα γενέθλια του ευρώ οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Αυτό που απογειώθηκε ήταν η κερδοσκοπία. Αντί να χρησιμοποιήσουν την ασφάλεια που τους χάριζε το κοινό νόμισμα για να χτίσουν νέα εργοστάσια και να φτιάξουν νέες γραμμές παραγωγής, οι επιχειρηματίες την χρησιμοποιήσαν για να ριχτούν με τα μούτρα στον «τζόγο» της αγοράς μετοχών, ομολόγων και των διαβόητων «παραγώγων» τους. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα το 2010 όταν έφτασε η Ελλάδα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι τα «πακέτα στήριξης» και τα μνημόνια είχαν σαν βασικό στόχο να σώσουν τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες παρά να σώσουν την ίδια την ελληνική οικονομία (που βύθισαν άλλωστε στη μεγαλύτερη κρίση από τη δεκαετία του 1930). Κινδύνευσαν από το ελληνικό χρέος γιατί είχαν επενδύσει στο ελληνικό χρέος -είχαν δανείσει δηλαδή το ελληνικό δημόσιο με τεράστια ποσά (με επιτόκια πολύ μεγαλύτερα από της Γαλλίας ή της Γερμανίας) από τα οποία συσσώρευαν κάθε χρόνο τεράστια κέρδη.
Αλλά ούτε το δεύτερο στόχο -να μετατρέψουν το ευρώ σε ένα εναλλακτικό, ανταγωνιστικό προς το δολάριο, «αποθεματικό νόμισμα»- κατάφεραν να πετύχουν. «Το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί ως το ασφαλέστερο νόμισμα στον κόσμο» αναγκάζεται να παραδεχτεί στον δικό της θριαμβευτικό απολογισμό της 20ετίας του Ευρώ η Ναυτεμπορική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αυτή τη στιγμή υπάρχουν 7 περίπου τρισεκατομμύρια δολάρια στα «χρηματοκιβώτια» των κεντρικών τραπεζών του πλανήτη και μόνο 2,5 τρις ευρώ.
Ελεύθερη αγορά
Παρά τις αποτυχίες καμιά άρχουσα τάξη δεν έχει την παραμικρή διάθεση να εγκαταλείψει το «κοινό νόμισμα». Και οι λόγοι είναι απλοί: πρώτον καμιά άρχουσα τάξη δεν θέλει να αποκοπεί από τις αγορές και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που προσφέρει η ευρωζώνη. Αρκεί μια ματιά στις παλιές παραδοσιακές «ελληνικές επιχειρήσεις» -που έχουν γίνει σχεδόν όλες παραρτήματα ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία έχει «αφελληνιστεί» αλλά ότι η «παραδοσιακή ελληνική άρχουσα τάξη» έχει εξευρωπαϊστεί. Η ΦΑΓΕ (η γνωστή γαλακτοβιομηχανία) έχει από το 2012 την έδρα της στο Λουξεμβούργο -αλλά συνεχίζει να ελέγχεται από τους κληρονόμους του ιδρυτή της, του Κυριάκου Φιλίππου.
Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη είναι οι «παράδεισοι» της «ελεύθερης αγοράς». Το διαβόητο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» δεν είναι τίποτα άλλο από έναν εξόφθαλμο, προκλητικό και χυδαίο νεοφιλελευθερισμό, ένα καθεστώς όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν κυριολεκτικά ότι θέλουν. Κανένας επιχειρηματίας δεν θέλει να εγκαταλείψει αυτό το «σπίτι». Ο δείκτης Gini, ο δείκτης ανισότητας έχει αυξηθεί δραματικά μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια σε όλες σχεδόν τις χώρες της ευρωζώνης. Στην Ολλανδία ο δείκτης βρίσκεται στο 80% -ένα σκαλοπάτι κάτω από την «απόλυτη ανισότητα». Στη Γερμανία οι μισθοί είναι καθηλωμένοι εδώ και δυο σχεδόν δεκαετίες. Τα κέρδη, αντίθετα, καλπάζουν.
Στα 20τά γενέθλιά του έχουμε μια απλή ευχή στο ευρώ: στον αγύριστο. Μαζί με τα αφεντικά του και τους λακέδες του που ακόμα και τώρα δεν διστάζουν να μας το παρουσιάζουν σαν «λύση». Δεν είναι λύση. Είναι κομμάτι του προβλήματος.