Ιστορία
1932-1936: Από τη χρεοκοπία στην εξέγερση

Τον Γενάρη του 1932 ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος έκανε περιοδεία στη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο. Και στις τρεις πρωτεύουσες συναντήθηκε με πρωθυπουργούς (και τον Μουσολίνι), υπουργούς οικονομικών και τραπεζίτες. Πίστευε ότι με το κύρος του θα έβρισκε τα «ολίγα εκατομμύρια» (δικιά του φράση) δανεικά που χρειαζόταν για να στηριχτεί η δραχμή. Εισέπραξε μπόλικη κατανόηση αλλά γύρισε με άδεια χέρια. Πέντε μήνες μετά η κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών δηλαδή χρεοκοπία. Η «μάχη της δραχμής» είχε χαθεί. 

Τέσσερα χρόνια πριν, όμως, όταν η παράταξη των Φιλελευθέρων κέρδιζε με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές το μέλλον έμοιαζε ρόδινο για τον ελληνικό καπιταλισμό με υποσχέσεις για ανάπτυξη και ευημερία. Η βιομηχανία αναπτυσσόταν, το νόμισμα είχε σταθεροποιηθεί και τον Μάη εκείνης της χρονιάς η δραχμή είχε ενταχθεί επίσημα στον «κανόνα του χρυσού», ένα διεθνές σύστημα σταθερών ισοτιμιών με βάση τον χρυσό (στην ουσία τη λίρα Αγγλίας). 

Για την άρχουσα τάξη αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα. Σχεδόν μηδενικός πληθωρισμός, σταθερό νόμισμα που ανταλλασσόταν ελεύθερα, στηριγμένο και σε ένα μεγάλο δάνειο. Άνοιγε η πόρτα για διεθνείς «επενδύσεις» και τα έργα υποδομής που είχε βάλει μπροστά ο Βενιζέλος. Χρυσές (κυριολεκτικά) δουλειές για τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους δηλαδή. 

Υπήρχε βέβαια η δέσμευση για «δημοσιονομική πειθαρχία» και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ώστε να μπορεί να εξυπηρετείται το εξωτερικό χρέος. Το κόστος θα το φορτωνόταν η εργατική τάξη. Και επειδή δεν καθόταν ήσυχη, ο Βενιζέλος έφερε νόμους για να χτυπήσει το εργατικό κίνημα. Ενας τέτοιος ήταν και ο περιβόητος νόμος 4229/29 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» που έμεινε γνωστός ως «ιδιώνυμο». Με αυτόν το νόμο χιλιάδες κομμουνιστές και συνδικαλιστές οδηγήθηκαν στις φυλακές και στα ξερονήσια. Ο νόμος πρόβλεπε και τη διάλυση σωματείων αν «εκτρέποντο», όπως κι έγινε. 

Όμως, τον Οκτώβρη του 1929 ήρθε η κατάρρευση του Χρηματιστήριου της Ν. Υόρκης και η παγκόσμια οικονομία άρχισε να κατρακυλάει στην πιο εφιαλτική κρίση. Τους πρώτους μήνες η κυβέρνηση αδιαφορούσε, θεωρώντας ότι δεν είναι παρά μια προσωρινή αναμπουμπούλα που δεν θα προλάβει να πλήξει τελικά τα σχέδιά της. Αυτό στην πραγματικότητα πίστευαν όλες οι άρχουσες τάξεις: ο πανικός θα κοπάσει, οι αγορές θα «ισορροπήσουν». Τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας δήλωνε στη Βουλή: «Δεν θεωρώ τόσο τρομερό αυτό το γεγονός... Απεναντίας το θεωρώ πολύ ευνοϊκό... δεδομένου ότι προσβλέπουμε στην ετήσια αύξηση της αγροτικής παραγωγής μας. Το περίεργο είναι ότι μόλις επιτύχουμε αυτή την αύξηση, αρχίζουν οι οδυρμοί πως υπάρχει κρίση».

Όμως, οι «οδυρμοί» μόλις άρχιζαν. Καταρχάς οι πηγές συναλλάγματος στέρευαν. Οι τιμές της σταφίδας και των καπνών, τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα τότε, κατέρρεαν στη διεθνή αγορά. Επίσης, τα εμβάσματα από τους μετανάστες στις ΗΠΑ μειώνονταν δραστικά, γιατί έμεναν άνεργοι. Πτώση αποθεματικών, μείωση εσόδων, αλλά το δημόσιο χρέος, που είχε αυξηθεί κατά 5 δις δραχμές τα προηγούμενα χρόνια, έπρεπε να εξυπηρετείται. Ένας φαύλος κύκλος. Και θα ερχόταν και χειρότερα. 

Τον Σεπτέμβρη του 1931 η Βρετανία εγκατέλειψε τον «κανόνα του χρυσού» και άφησε την λίρα να υποτιμηθεί. Ήταν ένας παγκόσμιος σεισμός. Την επόμενη μέρα οι μετοχές στο χρηματιστήριο της Σοφοκλέους έπεσαν τόσο πολύ που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να το κλείσει. Και μετά οι «επενδυτές» έπεσαν σαν τα κοράκια στα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδας: ξεφορτώνονταν δραχμές και τράβαγαν συνάλλαγμα, δολάρια. Η κυβέρνηση επέβαλε περιορισμούς στη πώληση συναλλάγματος. Κάπως έτσι ο Βενιζέλος βγήκε στη γύρα τον Γενάρη του 1932 παρακαλώντας για ένα τετραετές δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων. 

Κρίση

Το στρατόπεδο του «βενιζελισμού» έμπαινε σε βαθιά κρίση. Η «αποκατάσταση των προσφύγων», που ήταν βασικός κορμός της εκλογικής βάσης του, στηριζόταν στις καλές τιμές των αγροτικών προϊόντων (για όσους εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο) και στην άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής που θα έδινε δουλειά στους προσφυγικούς συνοικισμούς στις πόλεις. Δουλειά με χτυπημένα μεροκάματα, αλλά δουλειά. Η κατάρρευση των τιμών σήμαινε ότι το εισόδημα των καπνοπαραγωγών έπεσε κατά 50%. Και δεν ήταν μόνοι οι καπνοπαραγωγοί. 

Η Ελλάδα εισήγαγε σιτάρι για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού μιας και η διεθνής αγορά στις καλές εποχές διψούσε για σταφίδα και καπνά. Όμως, τώρα δεν έπεφταν μόνο οι εξαγωγές αλλά ακρίβαιναν και οι εισαγωγές. Το ψωμί ακρίβαινε, η εργατική τάξη πεινούσε. 

Η οργή ήταν η πρώτη απάντηση. Τον Ιούνη του ‘32 κατέβηκαν σε απεργία οι ναυτεργάτες. Την απεργία είχε κηρύξει η ΠΝΟ μια από τις πιο συντηρητικές ομοσπονδίες. Όμως, οι ναυτεργάτες έκαναν πορεία στη Αθήνα και όταν η αστυνομία πήγε να τους σταματήσει στο Γκάζι η περιοχή έγινε πεδίο μάχης. Στη Νάουσα τον Ιούλη έγιναν οργισμένα συλλαλητήρια όταν ο Λαναράς έκλεισε προσωρινά την κλωστοϋφαντουργία του. Τον Γενάρη του 1933 ξανάκλεισαν και έτσι ήρθε η έκρηξη: στις συγκρούσεις που ξέσπασαν δολοφονήθηκαν τέσσερις εργάτες. Οι καπνεργάτες, ο πιο μαχητικός κλάδος του εργατικού κινήματος, έδιναν αγώνες κόντρα στις διαρκείς επιθέσεις στα μεροκάματα και τις συνθήκες δουλειάς.

Οι εκλογές του Σεπτέμβρη 1932 ανέδειξαν την κρίση του στρατοπέδου των Φιλελευθέρων: κατακερματισμός, φαγωμάρες και, το πιο σημαντικό, οι πρόσφυγες άρχισαν να του γυρίζουν την πλάτη στις κάλπες. Όμως, ούτε το Λαϊκό Κόμμα, η μοναρχική παράταξη, κατάφερε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα το κατάφερνε τον Μάρτη του 1933 βασισμένο στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. 

Επιφανειακά, η πτώχευση και η υποτίμηση της δραχμής, δημιούργησε συνθήκες μιας ταχείας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τη στροφή στην «υποκατάσταση των εισαγωγών». Όμως, καμιά από τις δυο αστικές παρατάξεις δεν διέθετε απαντήσεις για τα διλήμματα και πιέσεις που συνέχιζε να αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη στην οικονομία. Το κυριότερο, δε διέθεταν απαντήσεις που θα εξασφάλιζαν την «κοινωνική γαλήνη» για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. 

Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική κρίση να φτάσει σε σημεία παροξυσμού. Ο Π. Πουλιόπουλος έγραφε το 1935: «Εκείνο που απασχολεί σήμερα την κατέχουσα τάξη στο σύνολο είναι: ποια η σκοπιμότερη μορφή για την απολυταρχική συγκέντρωση της εξουσίας. Οι κοινοβουλευτικές πολυτέλειες και τα υπολείμματα λαϊκών ελευθεριών έχουνε γίνει ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα της κυριαρχίας αυτής της τάξης στην Ελλάδα…Καμιά απόλυτη αντίθεση δεν υπάρχει σ' αυτό βασικό προσανατολισμό ανάμεσα στα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, διαφορά τους είναι στον τύπο: προεδρική ή στρατιωτική ή αυλική διχτατορία του Κεφαλαίου; Σ' αυτό τα πεδίο μετατοπίστηκε σήμερα η οξύτατη σύγκρουση των δύο στρατιωτικοπολιτικών συγκροτημάτων της μπουρζουαζίας».

Αντεπίθεση

Η άλλη όψη αυτής της πολιτικής κρίσης ήταν η αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Το 1934-35 σημαδεύτηκαν από μεγάλους εργατικούς αγώνες. Πολλές από τις απεργίες παίρνουν διαστάσεις εξέγερσης. Στην Καλαμάτα το Μάη του 1934, η απεργία των εργατών του λιμανιού και των μυλεργατών κατέληξε σε μια γενικευμένη σύγκρουση με τη χωροφυλακή, το στρατό και το ναυτικό με έξι δολοφονημένους εργάτες. Αυτό έγινε και στο Ηράκλειο Κρήτης τον Αύγουστο του 1935, με τους εργάτες στη σταφίδα και τους λιμενεργάτες να φτιάχνουν σωματείο, να απεργούν, να συγκρούονται με τη χωροφυλακή και για μία μέρα να παίρνουν τον έλεγχο της πόλης στα χέρια τους. 

Μαζί με τους αγώνες ερχόταν και η αριστερή ριζοσπαστικοποίηση. Είναι η περίοδος που οι συνοικισμοί των προσφύγων σε όλες τις πόλεις αρχίζουν να γίνονται κάστρα της Αριστεράς. Αυτή η στροφή άρχισε να εκφράζεται και εκλογικά. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα των εκλογών που έγιναν τον Σεπτέμβρη του 1932. Το ΚΚΕ τριπλασίασε τις ψήφους του, από 14 χιλιάδες περίπου το 1928 στις 56 χιλιάδες. Όμως, το πιο εντυπωσιακό ήταν η αύξηση των ποσοστών του στις προσφυγογειτονιές. Στην περιοχή της πρωτεύουσας κάποια ενδεικτικά αποτελέσματα ήταν: 12,4% στη Ν. Ιωνία, 12% στην Καισαριανή,11,2% στη Ν. Κοκκινιά, 10,5% στο Βύρωνα. 

Το αποκορύφωμα του απεργιακού κινήματος έρχεται το 1936. Υπολογίζεται πως τους τρεις πρώτους μήνες εκείνης της χρονιάς κατέβηκαν σε απεργία περίπου 300 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες, ενώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο είχαν “χαθεί” ένα εκατομμύριο μέρες εργασίας. Η απεργία των καπνεργατών στα τέλη Απρίλη πυροδοτεί τη μεγάλη έκρηξη με 50 χιλιάδες εργάτες από δεκάδες κλάδους να απεργούν και να διαδηλώνουν στις αρχές Μάη σε όλη την Ελλάδα.

Στη Θεσσαλονίκη στις θρυλικές “Μέρες Μαγιού”, το απεργιακό κίνημα, κόντρα στις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας, έφτασε για δύο σχεδόν μέρες να πάρει τον έλεγχο της πόλης στα χέρια του. Ομως, τελικά η απεργία ηττήθηκε. Η ρεφορμιστική στρατηγική της ηγεσίας του ΚΚΕ σήμανε ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή το κόμμα έκανε πίσω, χαραμίζοντας έτσι το μεγάλο εργατικό ποτάμι των χρόνων '32-‘36.