Γράφει ο Άλεξ Καλλίνικος
Την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας (20/1) συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήταν μια ασυνήθιστη ορκωμοσία. 25.000 άνδρες της Εθνοφρουράς, οπλισμένοι σαν αστακοί, αναπτύχθηκαν για να διασφαλίσουν ότι δεν θα επαναληφθεί η ακροδεξιά απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου.
Παρ' όλα αυτά, η προεδρία του Μπάιντεν δημιούργησε μεγάλες ελπίδες. Ξεδίπλωσε γρήγορα ένα εκπληκτικά φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα. Στόχος του ήταν η ταυτόχρονη ανοικοδόμηση των υποδομών της αμερικανικής οικονομίας, η μείωση της οικονομικής ανισότητας και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του αμερικανικού καπιταλισμού. Εάν πετύχαινε, το πρόγραμμα αυτό θα αντιμετώπιζε τρεις απειλές: την κλιματική αλλαγή, την πρόκληση της Κίνας για την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ και την ακροδεξιά, την οποία είχε τόσο δραματικά ενισχύσει ο Τραμπ μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Αλλά τώρα όλα αυτά βαλτώνουν. Το νομοθετικό πρόγραμμα του Μπάιντεν φαίνεται ότι θα πέσει σε αδιέξοδο στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Το 2020 οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κερδίσουν μόνο μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις μισές έδρες στη Γερουσία. Αυτό δίνει εξαιρετική δύναμη σε δύο Δημοκρατικούς γερουσιαστές, τον Τζο Μάντσιν από τη Δυτική Βιρτζίνια και την Κίρστεν Σίνεμα από την Αριζόνα.
Τα μέσα ενημέρωσης τους περιγράφουν ως "μετριοπαθείς". Στην πραγματικότητα, είτε από πεποίθηση είτε από καιροσκοπισμό, προσαρμόζονται στην εντός των Ρεπουμπλικάνων ανερχόμενη δεξιά. Αρχικά ανάγκασαν τον Μπάιντεν να μετριάσει το νομοσχέδιό του Build Back Better (Χτίζουμε Ξανά Καλύτερα), το οποίο έχει ως στόχο να φέρει το κράτος πρόνοιας στις ΗΠΑ πιο κοντά στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Στη συνέχεια, ο Μάντσιν άσκησε βέτο σε ολόκληρο το νομοσχέδιο. Φαίνεται όμως ότι η Σίνεμα και ο Μάντσιν προχώρησαν παραπέρα, αρνούμενοι να υποστηρίξουν την ανατροπή της διαδικασίας που επιτρέπει στους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία να μπλοκάρουν τα νομοσχέδια που υποστήριξε ο Μπάιντεν.
Το κυριαρχούμενο από τους Συντηρητικούς Ανώτατο Δικαστήριο ψήφισε 6 προς 3 για να ακυρώσει την προσπάθεια του Μπάιντεν να δώσει εντολή στους μεγάλους εργοδότες να υποχρεώσουν τους υπαλλήλους τους να εμβολιαστούν. Και παράλληλα, οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για την αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία πήγαν άσχημα. Η Ουάσιγκτον Ποστ σχολίασε ότι ο Μπάιντεν "είχε λάβει πολλαπλές υπενθυμίσεις για την εύθραυστη κατάσταση της προεδρίας του".
Το πόσο ευάλωτος είναι ο Μπάιντεν έχει αρχίσει να φαίνεται εδώ και καιρό. Η χαοτική αποχώρηση από την Καμπούλ τον Αύγουστο είδε τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις να πέφτουν. Έχουν κολλήσει γύρω στο 43% θετικά και 50% αρνητικά. Εντωμεταξύ, ο πληθωρισμός αυξάνεται. Έφτασε το 7% τον Δεκέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο από το 1982. Οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί που συνεργάζονται μαζί τους, όπως ο Μάντσιν, κατηγορούν γι' αυτό τις υψηλές κυβερνητικές δαπάνες του Μπάιντεν.
Σύμφωνα με τους Financial Times: "Δεν χρειάζεται να είσαι πάνω από 50 ετών για να δεις τους σημερινούς παραλληλισμούς με τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1970. Εκείνη η δεκαετία προσφέρει μια εικόνα αυξανόμενου πληθωρισμού, πολιτικής διολίσθησης και δυσοίωνης γεωπολιτικής". Το υπονοούμενο είναι ότι ο Μπάιντεν θα μπορούσε να καταλήξει σαν τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, του οποίου η προσπάθεια επανεκλογής το 1980 σαρώθηκε από τη νίκη των Ρεπουμπλικανών του Ρόναλντ Ρίγκαν.
Το πιο άμεσο πρόβλημα είναι ο ρόλος που παίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στο οποίο κυριαρχεί ο Τραμπ και οι οπαδοί του. Το σχέδιό τους είναι προφανές -να σαμποτάρουν το πρόγραμμα του Μπάιντεν και να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Στη συνέχεια, μπορούν να ανακτήσουν την προεδρία δύο χρόνια αργότερα.
Ποιος μπορεί να τους σταματήσει; Πάντως όχι η Χίλαρι Κλίντον, παρά τις όποιες προσπάθειες των υποστηρικτών της να μιλήσουν για πιθανότητες επιτυχίας της το 2024. Μόνο μια πραγματικά αριστερή εναλλακτική λύση τόσο στους Ρεπουμπλικάνους όσο και στους Δημοκρατικούς μπορεί να αρχίσει να αντιπαλεύει την προέλαση της άκρας δεξιάς.