Ιστορία
Ο στρατός που πήγε στην Ουκρανία… έφυγε κυνηγημένος

Έλληνες στρατιώτες στην Οδησσό.

Στα τέλη του 1918 η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου ένιωθε δικαιωμένη γιατί είχε βρεθεί και αυτή «στη σωστή πλευρά της ιστορίας». Συγκεκριμένα, είχε βρεθεί στην πλευρά συμμάχων της Αντάντ, των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Βέβαια, για να το καταφέρει είχε χρειαστεί να στηριχτεί στις γαλλικές ξιφολόγχες και κανόνια. Η άρχουσα τάξη είχε φτάσει σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου για το ποιο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών θα στήριζε στο «Μεγάλο Πόλεμο» όπως ονομάστηκε εκείνη η σφαγή. 

Όμως, στα τέλη του 1918 ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι νικητές ετοιμαζόταν να μοιράσουν τη λεία. Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα, η εξουσία των σοβιέτ στη Ρωσία. Μετά την ήττα της Γερμανίας, οι ιμπεριαλιστές της Αντάντ συνέχιζαν την επέμβασή τους για να συντρίψουν την επανάσταση. Στήριζαν τους αντεπαναστατικούς στρατούς των Λευκών, με χρήμα, όπλα και δικά τους στρατεύματα. 

Ένα από τα δυο βασικότερα μέτωπα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης ήταν η Ουκρανία. Αυτό το μέτωπο ήταν στην ευθύνη της γαλλικής κυβέρνησης. Τον Δεκέμβρη του 1918 το γαλλικό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να στείλει μια μεγάλη δύναμη να βοηθήσει τον στρατό του τσαρικού στρατηγού Ντενίκιν που πολεμούσε τους μπολσεβίκους και στον ελεύθερο χρόνο του έκανε πογκρόμ ενάντια στους Εβραίους. 

Κι επειδή ο γαλλικός στρατός βρισκόταν σε φάση αποστράτευσης, η επέμβαση χρειαζόταν ενίσχυση. Αυτή την έδωσε ο Βενιζέλος. Τον Γενάρη του 1919 ξεκίνησε η σταδιακή αποστολή τμημάτων του Α’ Σώματος Στρατού από τη Μακεδονία. Συνολικά 23.500 στρατιώτες και αξιωματικοί συμμετείχαν στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΕΕΣ). Τις επιχειρήσεις συνέδραμαν και τα 13 από τα 19 πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.  

Η συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις κράτησε από τον Γενάρη μέχρι τα τέλη του Μάρτη. Τα τμήματα του ΕΕΣ βρέθηκαν να πολεμάνε σε ένα μέτωπο μεταξύ των ποταμών Δνείπερου και Δνείστερου με πλάτος περίπου 220 χιλιόμετρα. Οι περιοχές που επιχείρησαν ξανάρχονται σήμερα στην επικαιρότητα του τωρινού ιμπεριαλιστικού πολέμου: Σεβαστούπολη και Κριμαία, Οδησσός και Νικολάεφ, Χερσώνα. 

Οι αξιωματικοί έλεγαν στους στρατιώτες ότι πήγαιναν για δυο λόγους στην Ουκρανία (επίσημα, σύμφωνα με την τσαρική ονομασία ήταν απλά η «μεσημβρινή Ρωσία»). Ο πρώτος αποτυπώθηκε και έμμετρα: «Από τη Ρουσία σύρνει / δρόμος ίσια για τη Σμύρνη». Με άλλα λόγια οι Σύμμαχοι ως αντάλλαγμα θα δώσουν την Σμύρνη σε «εμάς». Άλλωστε, έλεγαν οι επίσημες διαταγές και η προπαγάνδα, εκεί θα μας υποδεχτούν σαν απελευθερωτές από την «κόκκινη τρομοκρατία». 

Οι φαντάροι βέβαια δεν φλέγονταν από ενθουσιασμό να πολεμήσουν γενικά και πολύ περισσότερο στη μακρινή «μεσημβρινή Ρωσία». Σε ένα ημερολόγιο σώζεται ένα χαρακτηριστικό στιχάκι: «Αυτό το έχω σίγουρο χωρίς αμφιβολία / τίποτε δε μου χρώσταγαν να έρθω στη Ρωσία».

Όμως, ο ελληνικός στρατός σύντομα ανακάλυψε ότι ο πληθυσμός ήταν βαθιά εχθρικός, ο «εθελοντικός στρατός» του Ντενίκιν άχρηστος και ανίκανος να κερδίσει οποιαδήποτε συμπάθεια. Η εχθρική στάση του πληθυσμού δεν αφορούσε μόνο τους Γάλλους, αλλά και τους Έλληνες. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές που έχουν διασωθεί από την Χερσώνα, που πέρασε υπό τον έλεγχο ενός μικτού γαλλο-ελληνικού σώματος τον Φλεβάρη. Όπως αναφέρει μια μελέτη:

«Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Χερσώνας σύντομα εκδήλωσαν έντονη εχθρότητα στην συμμαχική επέμβαση και δυσφορούσαν για την συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στις κατοχικές δυνάμεις. Ο συνταγματάρχης Lejay, ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Χερσώνα και το Νικολάεφ ανέφερε ότι ο πληθυσμός της Χερσώνας δεν έκρυβε το θυμό του για το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι φέρανε ελληνικά στρατεύματα κάτι που αποτελούσε προσβολή στην εθνική τους περηφάνεια».

Εκμετάλλευση

Όχι μόνο στην «εθνική περηφάνεια». Για τους αγρότες και τους εργάτες της περιοχής Ουκρανούς και Ρώσους, ο ελληνικός στρατός θύμιζε την εκμετάλλευση από τους Έλληνες έμπορους και τραπεζίτες που μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έλεγχαν τη διακίνηση του σταριού.

Σε αυτή την παραθαλάσσια πόλη έγινε μια σκληρή μάχη την πρώτη βδομάδα του Μάρτη, στην οποία η κύρια δύναμη που αντιμετώπισε τον επιτιθέμενο Κόκκινο Στρατό ήταν μονάδες του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος. Στην πόλη ξέσπασε εξέγερση και όπως αναφέρει μια μαρτυρία: «Από παντού έχουν επιτεθή [κατά] των στρατιωτών μας, από τους δρόμους, από τις θύρες των σπιτιών, από τα υπερώα, από τα παράθυρα, από τους εξώστας, με όπλα, με πιστόλια, με πολυβόλα, με χειροβομβίδες, ακόμη και με παλαιά σίδερα και με πέτρες και με ό,τι άλλον ετύχαινε μπροστά των· όλος ο κόσμος και οι πόρνες ακόμη από τους οίκους ανοχής πυροβολούν εναντίον των στρατιωτών μας».

Για να αντιμετωπίσουν την εξέγερση, τα ελληνικά τμήματα διατάχτηκαν να πυρπολούν σπίτια κατοίκων και να κάνουν μαζικές συλλήψεις. Μ’ αυτό τον τρόπο 2 χιλιάδες περίπου άμαχοι βρέθηκαν φυλακισμένοι σε μια μεγάλη αποθήκη στην περιοχή του λιμανιού η οποία βομβαρδίστηκε άγρια από τα γαλλικά πολεμικά πλοία. Πεντακόσιοι άνθρωποι βρήκαν φρικτό θάνατο στις φλόγες.

Ο στρατηγός Νίδερ, διοικητής Α’ Σώματος Στρατού που είχε στην ευθύνη του το ΕΕΣ έχει αφήσει χαρακτηριστικές μαρτυρίες για το πως έγινε δεκτός ο ελληνικός στρατός. Στο Νικολάγιεφ, βιομηχανικό κέντρο 150.000 εργατών όπου «οι Ερυθροί ανεμένοντο μετ’ αγωνίας υπό των κατοίκων, όπως φέρωσιν αυτοίς τ’ αγαθά της κοινοκτημοσύνης», τον ελληνικό στρατό υποδέχεται μόνο ο πρόξενος της Ελλάδας με τους προκρίτους της μικροσκοπικής παροικίας, ενώ τα πλήθη «παρηκολούθουν ψυχρώς την διέλευσιν της φάλαγγος» κι ήταν εμφανές ότι «δεν θα εβράδυνον να εκραγώσιν εν τη πόλει ταραχαί». 

Κι ο ελληνικός στρατός συμπεριφερόταν όπως όλοι οι στρατοί κατοχής σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Σε επιστολή ενός ευζώνου του επίλεκτου 5/42 συντάγματος: «Πιάνομιν 15 από να χωργίον πολίτες κι στον λόχον τους πιγέναμι. Τους δέρνομι! Ξύλο πολύ τους ρίχνομι για να μαρτιρίσουνε εάν υπάρχων μπολσοβίκι μέσα σ’ ικίνα τα χωργιά. Κανής δεν μαρτίραγι! Τους γδέναμι, τους δέναμι καλά τα χέρια τους κι τους βγέναμι κι τους ντοφικέγαμι έναν-έναν στον αγέραν, για να μαρτηρίσουν! Αφόσον όσα ξέραμι τους κάναμι κανές δεν μαρτυρούσε, τους πέρναμι στην φιλακίν, τους στήλαμι στων Οδισόν».

Όμως, τέτοια εγκλήματα ήταν μόνο η μια πλευρά. Η άλλη ήταν η αντιμετώπιση των μπολσεβίκων στους φαντάρους των ιμπεριαλιστικών στρατών. Η εργατική εξουσία και ο Κόκκινος Στρατός τους αντιμετώπιζε σαν εργάτες και αγρότες στο χακί και τους καλούσε να αλλάξουν στρατόπεδο. 

Χαρακτηριστική είναι μια προκήρυξη της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού του μπολσεβίκικου κόμματος:

«Η νίκη των πολλών εναντίων των ολίγων είναι εξασφαλισμένη, αρκεί καθένας να κάμει το καθήκον του. Αδέλφια! Τα όπλα που κρατείτε στα χέρια σας μεταχειρισθήτε τα προς σωτηρίαν ιδικήν σας και των αδελφών σας και εναντίον του κοινού εχθρού όλων. Κάτω τα όπλα αν πρόκειται να μολυνθούν με αδελφικό αίμα. Ενωθείτε μαζί μας και με τον κόκκινο στρατό της επαναστατικής Ρωσίας που πολεμάει για την απελευθέρωσιν όλων των λαών του κόσμου. Αν δεν θέλετε να λάβετε μέρος σ’ αυτό το ηρωικό ένδοξο έργον τουλάχιστο μη βοηθήτε τους εχθρούς μας, εχθρούς όλων των εργατών. Φύγετε στην πατρίδα και αφήστε μας μονάχους να κάμωμε το καθήκον και για σας.

Ζήτω η παγκόσμιος επανάστασις! Ζήτω η διεθνής συναδέλφωσις της ανθρωπότητος! Ζήτω ο παγκόσμιος κομμουνισμός!»

Επανάσταση

Λίγους μήνες μετά ο Λένιν εξηγούσε:

«Μπορέσαμε όμως να νικήσουμε τον εχθρό, γιατί στην πιο δύσκολη στιγμή εκδηλώθηκε η συμπάθεια των εργατών όλου του κόσμου… Θυμάμαι σε ένα άρθρο, μου φαίνεται του Ράντεκ, αναφερόταν πως η επαφή των στρατευμάτων της Αντάντ με το πυρωμένο έδαφος της Ρωσίας που άναψε την πυρκαγιά της σοσιαλιστικής επανάστασης θα κάνει να ανάψουν και τα στρατεύματα αυτά. Η ζωή έδειξε πως έτσι έγινε στην πραγματικότητα. 

Δεν χρειάζεται να πούμε πως οι ζυμώσεις που συντελούνται στις γραμμές των άγγλων και γάλλων στρατιωτών και ναυτών, που γνωρίζουν τα ονόματα εκείνων που τουφεκίστηκαν για κομμουνιστική δράση, δεν χρειάζεται να πούμε πως όσο αδύνατες κι αν είναι οι ζυμώσεις αυτές, όσο αδύνατες και αν είναι εκεί οι κομμουνιστικές οργανώσεις κάνουν μια τεράστια δουλειά. Τα αποτελέσματα φαίνονται: ανάγκασαν την Αντάντ να αποσύρει τα στρατεύματά της. Μόνο αυτό μας έδωσε την πρώτη μεγάλη νίκη».

Πράγματι, ο γαλλικός και ο ελληνικός στρατός είχαν φύγει κακήν κακώς από την Ουκρανία την άνοιξη του 1919. Οι φαντάροι που πήγαν στην Ουκρανία στάλθηκαν κατευθείαν τον Ιούνη στην Σμύρνη. Δεν ήταν πια οι ίδιοι. Δυόμισι χρόνια μετά, όταν η εκστρατεία στην Μικρά Ασία βάλτωνε, το Γενικό Επιτελείο έστελνε μια εμπιστευτική αναφορά στην κυβέρνηση που έλεγε ότι οι φαντάροι «μπολσεβικίζουν». Η σπορά είχε ριχτεί το 1919.