Ιστορία
Κώστας Βάρναλης - Το φως που καίει

Τον Μάη του 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη. Η Μεγάλη Ιδέα του εθνικισμού έμοιαζε να παίρνει σάρκα και οστά. Όμως, για όλο τον κόσμο το έτος 1919 σημαδευόταν από τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που μόλις είχε τελειώσει και από το επαναστατικό κύμα που είχε πυροδοτήσει ο Κόκκινος Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία. Στην Ελλάδα είναι η χρονιά των απεργιών, η χρονιά που το ΣΕΚΕ αρχίζει να ρίχνεται στην αντιπολεμική δράση. 

Και είναι η χρονιά που ένας νεαρός εκπαιδευτικός, φιλόλογος, φτάνει με υποτροφία στο Παρίσι. Το όνομά του ήταν Κώστας Βάρναλης. Ήταν ήδη γνωστός ποιητής και δημοτικιστής που τα πρώτα του ποιήματα είχε επαινέσει και ο Κ. Παλαμάς. Πολιτικά, ήταν αντιβενιζελικός δηλαδή πιο κοντά στην παράταξη των μοναρχικών. Ήταν επίσης εθνικιστής. Εκείνη τη χρονιά δημοσιεύει το Άσμα Πρώτο: Προσκυνητής, με στίχους όπως «Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου… όλης της Γης αφάλι». 

Κι όμως εκείνη τη χρονιά, αμέσως μετά τον Προσκυνητή, ο Βάρναλης αρχίζει να δουλεύει το Φως που Καίει, που θα δημοσιεύσει τελικά το 1922 σε ένα περιοδικό της Αλεξάνδρειας με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το «άσμα πρώτο» δεν είχε συνέχεια. Γιατί το Φως που Καίει είναι ένα επαναστατικό ποίημα που σηματοδοτεί τη μεγάλη μεταστροφή του Βάρναλη προς το μαρξισμό, το εργατικό κίνημα και την επανάσταση. 

Ο «προσκυνητής» είχε δώσει τη θέση του στον «Οδηγητή» -το πιο γνωστό μέρος του ποιήματος- ο οποίος: «Οθε περνά, γκρεμίζει κάτου σαν το βοριά, σαν το νοτιά όλα τα φονικά ρηγάτα θεμελιωμένα στην ψεφτιά/ Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει τό να βασίλειο της Δουλειάς, (Ειρήνη! Ειρήνη!)/ το βασίλειο της Πανανθρώπινης Φιλιάς».

Κι ο Οδηγητής δεν είναι ένας Μεσσίας, ένας σωτήρας που θα σώσει τις άβουλες μάζες από τα βάσανά τους: «Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!/ Όχι μονάχα οι ζωντανοί - κ' οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε /σε μια αράδα σκοτεινή».

Το “Φως που καίει” σόκαρε και ενόχλησε. Δεν είναι παράξενο, γιατί οι συμβολισμοί του ήταν υπολογισμένοι για να προκαλέσουν, πρόκειται για ένα οργισμένο ποίημα. Στην αλληλογραφία του εξηγεί πως «το Α' Μέρος είναι ένας διάλογος μεταξύ Προμηθέα, Χριστού και Μώμου, δηλαδή μεταξύ του απολύτου θεωρητικού πνεύματος, του μυστικισμού και του ρεαλιστικού». Ο Μώμος ήταν ένας πολύ λίγο γνωστός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που εκδιώχτηκε από τον Όλυμπο γιατί αμφισβήτησε τον Δία και έγινε ο θεός της σαρκαστικής κοροϊδίας. Και συνεχίζει: «στο Γ' Μέρος η Πόρνη είναι η Πατρίδα, Θρησκεία, ο Πόλεμος, η αστική Τέχνη, και Λαός είναι η επαναστατική συνείδηση, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη».

Όπως θα έγραφε αργότερα ο ίδιος ο Βάρναλης για Το Φως που Καίει: «ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο έγκλημα του παγκόσμιου μακελιού…τα αντιπολεμικά μανιφέστα και έργα ξεπετιούντανε πύρινα από τις ουδέτερες χώρες…όπου είχανε καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές (ουτοπιστές) μα και μαζί μ’ αυτούς και κοινωνικοί επαναστάτες απ’ όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί απ’ αυτούς ήτανε κορυφαίοι της παγκόσμιας Σκέψης και Δράσης, όπως ο Ρομαίν Ρολάν και ο Λένιν».

Το Φως που Καίει κόστισε στον Βάρναλη διώξεις. Σώζεται μάλιστα ένα αντίτυπο της πρώτης έκδοσης, πάνω στο οποίο ένας ρουφιάνος έκανε σημειώσεις και τις έστειλε στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο για να ασκηθεί δίωξη στον Βάρναλη ή τουλάχιστον να χάσει τη δουλειά του σαν εκπαιδευτικός. Ο ρουφιάνος έγραφε: “Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού. Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.

Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!”.

«Μαλλιαροί»

Αυτές οι τελευταίες φράσεις είναι αποκαλυπτικές για τις «αιώνιες αξίες» της εθνικοφροσύνης. «Μαλλιαρούς» αποκαλούσαν τους δημοτικιστές, ένα σημερινό συνώνυμο στο λεξιλόγιο της ακροδεξιάς είναι το «άπλυτοι». Ο ρατσισμός ενάντια στα ΑμΕΑ είναι μια άλλη σταθερά, ο Βάρναλης ήταν βαρήκοος. Επίσης είχε γεννηθεί στο Μπουργκάς, τον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας όπως ονομαζόταν τότε αυτή η περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας. Αυτό τον έκανε «κτήνος Βουλγαρικόν» και ας έριχνε ποταμούς δακρύων η εθνικιστική προπαγάνδα για τους «υπόδουλους αδελφούς μας». 

 Η απεργία στο Πασαλιμάνι τον Αύγουστο του 1923 με τους 11 νεκρούς εργάτες, όπως και το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, θα δέσουν ακόμη περισσότερο τον Βάρναλη με την πάλη για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. 

Το 1927 δημοσιεύει ακόμα ένα ποίημα το Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ο τίτλος είναι ευθεία αναφορά στο αριστούργημα του Δ. Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Κι όπως γράφει ο Βάρναλης:

«Θέμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι η τελευταία περίοδος της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγιού και η ηρωική έξοδος της φρουράς και του λαού. Και σκοπός το δόξασμα, η αποθέωση του θανάτου για την πατρίδα, για την ελευθερία, για το χρέος. Θέμα (ιστορικό εννοώ), δεν έχουνε οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Έχουνε σκοπό το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης. Και καταλήγουνε στην ιστορική και ηθική δικαίωση αυτής της επανάστασης μετά το ξετίναγμα, που κάνουνε όλων εκείνων των θεμελιακών, των «υψηλών» αξιών του αστικού καθεστώτος, που είναι όλες αξίες νεκρές, άγονες, ψεύτικες. …

Αν υπάρχουνε εξωτερικές ομοιότητες και αναλογίες ανάμεσα στο φημισμένο σολωμικό ποίημα και στο β μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων, που έχει τον τίτλο Πόλεμος, τούτο γίνεται επίτηδες: από τη λεγόμενη «ηδονή του κινδύνου», του κινδύνου να σταθώ δίπλα στο μεγαλύτερον Έλληνα τεχνίτη του στίχου με όλα τα δυνατά μου. Μα προπαντός για να φανεί καλύτερα πως η ματεριαλιστική ερμηνεία της ιστορίας είναι αληθινότερη από την ιδεαλιστική». 

Το 1932 μαζί με άλλους διανοούμενος ο Βάρναλης υπογράφει ένα κείμενο ενάντια στον επερχόμενο πόλεμο γράφοντας «ο καινούριος πόλεμος που ετοιμάζεται πρέπει να σημάνει τη θανατική καταδίκη του καπιταλισμού. Πρέπει να γίνει ο τάφος του», ενώ το 1933 με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, παίρνει μέρος στην Αντιχιτλερική Επιτροπή Βοήθειας στα Θύματα του Ναζισμού. Ο Βάρναλης θα παραμείνει στη διαρκή στράτευσή του με φυλακές και εξορίες. Το 1935 για παράδειγμα, το καθεστώς του στρατηγού Κονδύλη τον εξόρισε στον Αη-Στράτη. 

Ο Βάρναλης έγραφε δεκαετίες αργότερα στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια: «Το Ξύλο, η Καθαρεύουσα και η Μεγάλη Ιδέα μας είχανε κάνει το μυαλό κουρκούτι. Όταν εύρισκα Τουρκόπουλο, Βουλγαράκι ή Εβραιάκι του χεριού μου, το έπιανα και το έδερνα για να εκδικηθώ τα όσα κακά μας είχανε κάμει». 

Όμως, οι άνθρωποι αλλάζουν και μάλιστα απότομα σε στιγμές που η «κανονικότητα» του καπιταλισμού ραγίζει και μπαίνει σε κρίση. Αυτό συνέβη και με τον Βάρναλη αλλά όχι μόνο με αυτόν. Χιλιάδες «ανώνυμοι» εργάτες και εργάτριες έκαναν το ίδιο «άλμα» την ίδια περίοδο, ξεσηκώνονται ενάντια στον πόλεμο, κάνουν απεργίες, στήνουν συνδικάτα, οργανώνονται στο επαναστατικό κόμμα. 

Το Φως που Καίει έγινε το ποίημα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό αξίζει να το θυμηθούμε και να το διαβάσουμε σήμερα. Και να θυμηθούμε το αντιπολεμικό και επαναστατικό μήνυμά του από ένα άλλο ποίημα την Καμπάνα (Σκλάβοι Πολιορκημένοι):

«Κι όπου σε σφάζουνε δεμένον πίσου, να βρόνταα άξαφνα σεισμός αβύσσου, χίλια αστροπέλεκα: ‘Δεν είναι μπρος, ειν’ από πίσω σου χρόνια ο οχτρός!’»