Αντιπολεμικό κίνημα
Σε Ελλάδα και Τουρκία: Να πούμε ΟΧΙ στο ΝΑΤΟ - ΟΧΙ και στα “ανταλλάγματα”

Δεν υπάρχει Turkaegean και GRaegean. Στο σεισμό του 2020 χτυπήθηκαν ταυτόχρονα η Σμύρνη και η Σάμος

H Σύνοδος του ΝΑΤΟ την περασμένη εβδομάδα στην Μαδρίτη σημαδεύτηκε από τρεις σημαντικές αποφάσεις. 

Την επίσημη πρόσκληση για ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην «συμμαχία», που μεταφράζεται σε ενίσχυση της βορειοανατολικής της πτέρυγας και στη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλοιού γύρω από την Ρωσία. 

Τη συνέχιση, «για όσο χρειαστεί», του πολέμου που διεξάγουν ενάντια στην Ρωσία στο έδαφος της Ουκρανίας. Αυτό γίνεται μέσα από την έγκριση νέας εξοπλιστικής «βοήθειας» προς την τελευταία και μέσα από την ανάπτυξη εκατοντάδων χιλιάδων νατοϊκών στρατευμάτων σε θέσεις επιφυλακής στην Ανατολική Ευρώπη. 

Την ρητά διατυπωμένη απειλή προς την Κίνα ότι το ΝΑΤΟ «θα εντείνει τη συνεργασία με τους εταίρους στον Ινδο-Ειρηνικό», θα εντείνει δηλαδή την στρατιωτική συνεργασία που ήδη έχουν ξεκινήσει οι ΗΠΑ με την AUCUS πριν από δέκα μήνες.

Και όμως για τα ελληνικά ΜΜΕ το πρώτο θέμα του σαββατοκύριακου ήταν η αποδοχή από την ΕΕ της ονομασίας «TurkΑegean» για μια τουρκική τουριστική διαφημιστική καμπάνια. Για την ίδια την Σύνοδο, αυτό που απασχόλησε ήταν αν ο Ερντογάν τα βρήκε με τον Μπάιντεν, αν έφαγε στο ίδιο τραπέζι με τον Μητσοτάκη, ποιος από τους δύο είναι ο πιο «ωφελημένος» από τη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αν μετά το τέλος της Συνόδου η Ελλάδα είναι καλύτερα «πλασαρισμένη» από την Τουρκία ή αν υπήρχε τρόπος το ελληνικό κράτος να κερδίσει περισσότερα ανταλλάγματα. 

Σε αυτό το μήκος κύματος εστίασε την κριτική του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρός του Αλέξης Τσίπρας δηλώνοντας ότι στην Μαδρίτη «υποστήκαμε ένα Βατερλό, μια δεινή διπλωματική ήττα... Είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι, γιατί η Τουρκία, χωρίς φυσικά να συμμετέχει στις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, αναβαθμίζει δραματικά το ρόλο και τη θέση της στα διεθνή δρώμενα… Αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός και ήμουν στη σύνοδο και συνέβαινε αυτό, και αν την ίδια στιγμή είχαμε την κατοχύρωση από την πλευρά της Άγκυρας του “Τουρκο-Αιγαίου”, θα γυρνούσα με τα πόδια από τη Μαδρίτη… Δεν μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να δηλώνει ικανοποιημένη». Σχετικά με την έγκριση από τον Μπάιντεν της αναβάθμισης των τουρκικών F16 το μεγαλύτερο πρόβλημα της διπλωματίας σύμφωνα με τον Τσίπρα είναι «ότι ακόμα χειρότερα ο κ. Μπάιντεν δεν είπε την αλήθεια στον κ. Μητσοτάκη και άρα οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι και στην καλύτερη φάση που έχουν βρεθεί ποτέ».

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Μητσοτάκης δεν εξασφάλισε ανταλλάγματα από το ΝΑΤΟ όπως έκανε ο Ερντογάν, δεν συνιστά αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση αλλά αντιπολίτευση από τα δεξιά. Ο Τσίπρας δεν άρθρωσε ούτε μια λέξη κριτικής για τις μεγάλες αποφάσεις της Συνόδου, για την ενεργή συμμετοχή του Μητσοτάκη στην πολεμική κλιμάκωση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Αντίθετα καλεί τον Μητσοτάκη να υπερτονίσει ως διπλωματικό μέσο ότι «η Τουρκία δεν συμμετέχει στις κυρώσεις ενάντια στην Ρωσία». «Δεν πάνε καλά οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις» κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου» –και εδώ είναι πραγματικά να απορεί κανείς! 

Πώς μπορεί να υποστηρίζει κανείς κάτι τέτοιο όταν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ανοίγουν η μια αμερικανική βάση μετά την άλλη, όταν η Αλεξανδρούπολη έχει μετατραπεί σε κεντρικό στρατιωτικό και οικονομικό κόμβο για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο, όταν η Ελλάδα έχει εκτιναχθεί στην πρώτη θέση των εξοπλισμών της συμμαχίας αγοράζοντας το ένα οπλικό σύστημα μετά το άλλο; Η κριτική περιορίζεται στο ότι ο Μητσοτάκης «κάθε φορά που έχουμε ένα αδιέξοδο, ένα φιάσκο, βγάζει από το μανίκι την εξαγγελία εξαγοράς νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων» προσθέτοντας φυσικά ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε και την αγορά των φρεγατών Belharra και τον εκσυγχρονισμό των F-16».

Όσο «καλύτερες είναι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ» τόσα περισσότερα ανταλλάγματα μπορεί να πάρει το ελληνικό κράτος και να ισχυροποιήσει την θέση του απέναντι στο τούρκικο, λέει στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο ακριβώς που λέει και η ΝΔ δηλαδή, μόνο που ο Τσίπρας υπόσχεται να διαχειριστεί καλύτερα αυτό το νταλαβέρι. 

Στην ουσία βέβαια το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την πολιτική των «ανταλλαγμάτων», που στην πιο «μετριοπαθή» της εκδοχή παρουσιάζεται και σαν «παράγοντας σταθερότητας» και «ισορροπίας» που εγγυώνται οι «διεθνείς θεσμοί» όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. 

Εδώ και επτά δεκαετίες, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία εντάχθηκαν από κοινού στο ΝΑΤΟ, η ένταξή τους δεν έχει καλυτερεύσει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Έχει κλιμακώσει τις αντιθέσεις για το ποια από τις δύο, κερδίζοντας το βραβείο του καλύτερου μαντρόσκυλου του ΝΑΤΟ, θα μπορέσει να κυριαρχήσει στην περιοχή. 

Είναι ακριβώς τα ανταλλάγματα που κερδίζει την μια φορά ο ελληνικός καπιταλισμός και την άλλη ο τουρκικός, που έχουν οδηγήσει σε εκατέρωθεν τσαμπουκάδες, ανάλογα με το ποιος αισθάνεται πιο δυνατός την κάθε δεδομένη στιγμή. Τη μια το Αιγαίο και η Κύπρος, την άλλη τα Βαλκάνια, τη μια οι διαδρομές του φυσικού αερίου, την άλλη οι ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, η κόντρα κλιμακώνεται κάθε φορά μέσα από τις πρωτοβουλίες των «μεγάλων». 

Ανταγωνισμός για τα πάντα, για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των θαλάσσιων και οδικών δρόμων της ενέργειας και του εμπορίου, για τον έλεγχο των αγορών τρίτων χωρών, για το ποια τουριστική βιομηχανία θα επικρατήσει, για το ποια χώρα θα προσελκύσει τους περισσότερους «επενδυτές». 

Σπατάλη 

Ανταγωνισμός από τον οποίο κερδισμένοι βγαίνουν μονίμως οι τράπεζες, οι πολυεθνικές της ενέργειας, οι μεγάλες κατασκευαστικές, οι εφοπλιστές, οι κατασκευαστές όπλων, οι μεγαλοξενοδόχοι της κάθε πλευράς -και ποτέ η  εργατική τάξη εκατέρωθεν του Αιγαίου που καλείται να παραλάβει το λογαριασμό. Είτε όταν τα πράγματα αγριεύουν με θερμά επεισόδια και πολέμους, είτε καθημερινά με την τεράστια σπατάλη των εξοπλισμών σε βάρος της υγείας, της παιδείας, των μισθών, των κοινωνικών υπηρεσιών. 

Το ΚΚΕ από την πλευρά του μπορεί σωστά να καταγγέλλει την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι διεκδικεί τον «ρόλο πρωτοπαλίκαρου» στην υλοποίηση των νέων νατοϊκών αποφάσεων, να ζητάει «απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ» και να σημειώνει ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική αστική τάξη είναι επικίνδυνη εξέλιξη, αλλά χρεώνει την όξυνση αποκλειστικά στην «επιθετικότητα της τουρκικής κυβέρνησης». Έτσι στην πράξη το «πρωτοπαλίκαρο του ΝΑΤΟ» μετατρέπεται άξαφνα σε αθώα παρθένο - θύμα των «λεγόμενων "σύμμαχων" που διαμορφώνουν το έδαφος για έναν οδυνηρό συμβιβασμό, συμβιβασμό που αφορά τη συνεκμετάλλευση και τη συνδιαχείριση του Αιγαίου».

Ποιο είναι, όμως, το συμφέρον που θα πρέπει να υπερασπίσουμε ως «αποκλειστικό» στο Αιγαίο κόντρα στα σχέδια για συμβιβασμούς; Τι έχει να κερδίσει η εργατική τάξη από το ότι τα τάνκερ του κυρίαρχου ελληνικού εφοπλισμού θα πλημμυρίσουν το Αιγαίο μεταφέροντας LNG στους «ενεργειακούς κόμβους» που θα στήσουν οι κατασκευαστικές στην Αλεξανδρούπολη; Τι έχει να κερδίσει από τις εξορύξεις που μεθοδεύονται, τι έχει να κερδίσει από τα κέρδη της τουριστικής βιομηχανίας; Ας ρωτήσει κανείς τους εργαζόμενους που αρνούνται να πάνε για σεζόν στα κάτεργα του ελληνικού τουρισμού...

Είναι προφανείς οι πολιτικές σκοπιμότητες της τουρκικής κυβέρνησης πίσω από την καμπάνια «TurkAegean»: να δηλώσει «παρούσα» στο Αιγαίο. Όμως, οι σκίζοντες τα ιμάτιά τους για την νέα «τουρκική πρόκληση» θα πρέπει να απαντήσουν σε απλά ερωτήματα όπως σε ποια θάλασσα κάνουν μπάνιο και πάνε διακοπές οι γείτονές μας όταν πηγαίνουν στον Τσεσμέ; Γιατί μια θάλασσα στην οποία υπάρχουν σήμερα 43,5% ελληνικά ύδατα, 7% τουρκικά ύδατα και 49% διεθνή θεωρείται ντε φάκτο ελληνική; Θα έπρεπε η Ελλάδα να παίρνει φυσικό αέριο από έναν αγωγό που ονομάζεται Turkstream και διασχίζει τη Μαύρη Θάλασσα; 

Η «πατριωτική αντιπολίτευση» είναι αέρας στα πανιά των πατριδοκάπηλων. Στην Τουρκία, τον ρόλο της «πατριωτικής αντιπολίτευσης» παίζει το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Ο πρόεδρος του κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ζήτησε από τον Ερντογάν πιο σκληρή πολιτική στο ζήτημα των ελληνικών νησιών.

Δεν είναι βέλος στην φαρέτρα της εργατικής τάξης η αντιπολίτευση που επιλέγουν να κάνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ στα ελληνοτουρκικά, αλλά μια κερκόπορτα στη συναίνεση που επιδιώκει η ΝΔ, όπως την διατύπωσε και ο υπουργός Εξωτερικών Δένδιας στις συναντήσεις που είχε με τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να τους ενημερώσει για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά: Τους απεύθυνε «προσωπική παράκληση να κρατήσουν τα εθνικά θέματα έξω από το πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού» προσθέτοντας ότι «100 χρόνια μετά την εθνική καταστροφή του 1922, που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε ο Εθνικός Διχασμός δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντιμετωπίζουμε εθνική απειλή και την απειλή αυτή μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε αν είμαστε μονιασμένοι, με ομόνοια δηλαδή μεταξύ μας».

Ο ρόλος της Αριστεράς, σε Ελλάδα και Τουρκία, είναι να σταθεί ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, για την απεμπλοκή της κάθε κυβέρνησης από αυτόν, για το κλείσιμο των βάσεων και την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Καθήκον της Αριστεράς δεν είναι να συμβουλεύει πώς θα κρατήσουμε την πιο μεγάλη ΑΟΖ, αλλά να οργανώνει τον αγώνα ενάντια στις κυβερνήσεις που απειλούν, δίπλα στα άλλα δεινά για τα οποία είναι υπεύθυνες, να προσθέσουν και την φρίκη ενός πολέμου, σήμερα στους κάμπους της Ουκρανίας και αύριο, ο μη γένοιτο, στα νερά του Αιγαίου.