Διεθνή
Ιταλία - Πολιτική κρίση

Μάριο Ντράγκι. Φωτό: EPA / Riccardo Antimiani

Την Τετάρτη αναμένεται να ανακοινώσει ο Μάριο Ντράγκι την οριστική του απόφαση για το αν θα παραιτηθεί ή όχι από πρωθυπουργός της Ιταλίας. Στην πρώτη περίπτωση η χώρα θα πρέπει να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές με ένα πολύ αβέβαιο αποτέλεσμα για όλα τα πολιτικά κόμματα. Στην δεύτερη, ο πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα πρέπει να συνεχίσει να ηγείται της ετερόκλητης, πολύ πιο αδύναμης σήμερα και με μεγαλύτερες εσωτερικές κόντρες κυβέρνησης συνεργασίας, που τον έφερε στην πρωθυπουργική θέση μόλις δεκαοκτώ μήνες πριν, τον Φλεβάρη του ’21.

Η νέα αυτή φάση της πολιτικής κρίσης ξέσπασε την περασμένη εβδομάδα, όταν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της κυβερνητικής συμμαχίας, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, απείχε από ψηφοφορία στο κοινοβούλιο που ουσιαστικά είχε το χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης. Ο Ντράγκι ανακοίνωσε τότε την πρόθεσή του να παραιτηθεί και συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα προκειμένου να του γνωστοποιήσει την απόφασή του. Ο τελευταίος απέρριψε την παραίτηση, προτρέποντας τον Ντράγκι να προσπαθήσει να σώσει τον κυβερνητικό συνασπισμό.

Ο λόγος της απόρριψης είναι ένας: η ανάγκη διάσωσης του ιταλικού καπιταλισμού από ένα δημόσιο χρέος που αγγίζει το 155% του ΑΕΠ (το μεγαλύτερο σε απόλυτα νούμερα στην Ευρώπη), ένα τραπεζικό σύστημα στο κόκκινο που έχει απειληθεί ξανά και ξανά με κατάρρευση τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, και όλα τα προβλήματα της μικρής ανάπτυξης και των μεγάλων ελλειμμάτων που χτυπούν τις περισσότερες χώρες. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο Ντράγκι επιλέχτηκε εξαρχής και διορίστηκε πρωθυπουργός στις αρχές του ’21. Ήταν ο έμπειρος τεχνοκράτης της ΕΕ, ο τραπεζίτης που θα συνέχιζε με καλύτερους όρους τις «μεταρρυθμίσεις» που επιθυμούν διακαώς τα αφεντικά της Ιταλίας, μεταλαμπαδεύοντας εκεί τις «επιτυχίες» του από τα μνημόνια στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το σενάριο αυτό βέβαια δεν πήγε τόσο καλά και η κυβέρνηση συνεργασίας -που «ενώνει» το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και το μικρό κεντρώο Ζωντανή Ιταλία με τη δεξιά Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι και την ακροδεξιά Λέγκα του Σαλβίνι- βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με τον πόλεμο, την ακρίβεια, τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Αλλά και με την οργή του κόσμου στην Ιταλία που βλέπει ξανά δώρα για τα αφεντικά και επιθέσεις για τον ίδιο.

Φοροελαφρύνσεις

Μόλις τον περασμένο Δεκέμβρη ο Ντράγκι κατέβασε έναν προϋπολογισμό που, όπως γράφαμε τότε στην Εργατική Αλληλεγγύη, «εξυπηρετεί τους όρους και τις προϋποθέσεις που βάζει η ΕΚΤ ... για να διασφαλίσει ότι η Ιταλία θα λάβει τη δεύτερη δόση της ενίσχυσης δεκάδων δισεκατομμύριων ευρώ την ερχόμενη άνοιξη: “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και το συνταξιοδοτικό”. Φοροελαφρύνσεις για τους βιομήχανους δηλαδή και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης για τους εργαζόμενους αλλά και αυξήσεις στους φόρους των χαμηλά αμοιβόμενων». Η απάντηση ήταν τότε μια μεγάλη 24ωρη γενική απεργία με εκατοντάδες χιλιάδες απεργούς στους δρόμους όλης της χώρας, συνέχεια μιας σειράς απεργιών που έγιναν στον ιδιωτικό τομέα αλλά και την εκπαίδευση τους προηγούμενους μήνες.

Αυτή η εικόνα δημιουργεί τους καυγάδες ανάμεσα στους κυβερνητικούς «εταίρους» -και ιδιαίτερα ο πόλεμος στην Ουκρανία, στον οποίο ο Ντράγκι συμμετέχει ενεργά με αποστολή όπλων και πυρομαχικών. Τα προγνωστικά δείχνουν ότι όλοι τους θα έχουν πτώση στις εκλογές, πληρώνοντας τις επιλογές τους, γι’ αυτό και κανένας τους δεν επιθυμεί πραγματικά την άμεση προσφυγή στις κάλπες. Το σκηνικό θυμίζει έντονα την Ελλάδα του 2012, όταν κι εδώ η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της επέλεγαν τον τραπεζίτη Παπαδήμο για πρωθυπουργό. Η συνέχεια ήταν η μεγαλύτερη πολιτική κρίση.

Ο κίνδυνος στη γειτονική χώρα προέρχεται από το εκτός κυβερνητικής συμμαχίας φασιστικών καταβολών κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι, που όλο αυτό διάστημα επωφελείται από την ιδιότητα της μοναδικής αντιπολίτευσης και παρουσιάζεται εκλογικά ως πρώτη δύναμη. Το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα της Ιταλίας, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης με συγκλονιστικές μάχες, μαζί με τα συνδικάτα και τα κομμάτια της Αριστεράς που παλεύουν στο δρόμο, χρειάζεται να είναι αυτά που θα καθορίσουν τη συνέχεια.