Πολιτισμός
Θεατρική παράσταση "Οι Παστρικές": Αντιρατσιστική, αντισεξιστική, αντιπολεμική

Από την παράσταση

Μπορεί μια θεατρική παράσταση να είναι ταυτόχρονα αντιρατσιστική, αντισεξιστική και αντιπολεμική; «Οι παστρικές» της Μαριάννας Κάλμπαρη, που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης και το Θέατρο του Κολωνού, το καταφέρνει και μάλιστα με τον πιο ξεκάθαρο, αιχμηρό και ασυμβίβαστο τρόπο.

Τα 100χρονα από την πανωλεθρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας αποτελούν το ιστορικό υπόβαθρο μέσα από το οποίο αναδεικνύονται οι καταστροφικές συνέπειες των πολέμων, ιδιαίτερα πάνω στο πιο ευάλωτο κομμάτι του πληθυσμού, τις γυναίκες. Ενάμιση εκατομμύριο ανθρώποι οδηγήθηκαν τότε, στο βωμό του μεγαλοϊδεατισμού της ελληνικής αστικής τάξης, στην προσφυγιά. Στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, παιδιά και πολλά νεαρά κορίτσια που γέμισαν τα λιμάνια της Ελλάδας, ζητώντας -τι άλλο;- άσυλο. Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι που για την εθνικιστική προπαγάνδα ήταν ως τότε τα «αλύτρωτα αδελφια» που θα «απελευθερώσει» ο ελληνικός στρατός, έγιναν με το που πάτησαν το πόδι τους εδώ οι «τουρκόσποροι» και οι «παστρικές». Και στοχοποιήθηκαν, σε ένα κρεσέντο ρατσισμού, για τα πάντα: τις αρρώστιες, την ακρίβεια των τροφίμων, τη φτώχεια.

Σε αυτό το πλαίσιο ξεδιπλώνονται οι ιστορίες των δυο Μικρασιατισσών του έργου. Ένα πλαίσιο το οποίο συμπληρώνει το κυρίαρχο αφήγημα για το ρόλο και τη θέση των γυναικών από τότε μέχρι σήμερα: «Η γυναίκα είναι η βασίλισσα του οίκου», υπεύθυνη για να «διοικεί το μικρό της κράτος, την οικογένεια». Μέσα από εκεί «θα πηγάσει το γενικό καλό για το μεγάλο κράτος που ονομάζεται πατρίς και πλατύτερα ανθρωπότης». Κύριος προορισμός της «ήτο ανέκαθεν ο γάμος και η δημιουργία οικογενείας», καθώς η αγαμία για τη γυναίκα αποτελεί «ανώμαλον εξαίρεσιν» και η ατεκνία «μεγίστη πηγή δυστυχίας», είναι κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες. Γιατί τελικά «δύο πράγματα μπορεί να είναι μια γυναίκα: ή Εύα ή Παναγία».

«Κομμονίστριες είστε;»

«Συ θα είσαι Παναγία, κακομοίρα μου!», άκουγε έτσι από τη μητέρα της η Παναγιώτα, που βρέθηκε στον Πειραιά και μετά στα προκάτ με τον αμίαντο, τα λεγόμενα Γερμανικά, της Κοκκινιάς. Αναγκασμένη να σταματήσει το σχολείο που τόσο αγαπούσε και να δουλέψει, όπως χιλιάδες άλλες προσφυγοπούλες, στο εργοστάσιο για να φτιάξει την προίκα. Χωρίς «ενσήματα» και με μεροκάματα πείνας, με το αφεντικό να τις κρύβει στον καμπινέ σαν ερχόταν ο έλεγχος και που, όταν κάποια στιγμή τόλμησαν να του φωνάξουν «λίγα μας δίνεις», τους απάντησε -τι πρωτότυπο!- «κομμονίστριες είστε;». Μέχρι να την παντρέψουν με προξενιό και να κλαίει κι αυτή, όπως η μάνα της πριν τον ξεριζωμό, το βράδυ κρυφά πίσω από τα αμίαντα.

Στον άλλο δρόμο, της «Εύας», εξωθείται η Κατίνα. Η δική της ιστορία μάς γυρίζει στα Βούρλα, το κτιριακό συγκρότημα δεκάδων οίκων ανοχής στη Δραπετσώνα που άνοιξε το 1876 για να μαντρώνονται οι πόρνες του δρόμου, μετά οι “ατίθασες” και “ατιμασμένες” κορασίδες και από το ’22 νεαρές προσφυγοπούλες, σε συνεργασία προαγωγών και αστυνομίας. Μας πάει στην Τρούμπα, στα καμπαρέ, τα βαριετέ και τα καφέ σαντάλ, εκεί που τα κορίτσια ξεκινούσαν με κονσομασιόν και ντάνσινγκ πριν γίνουν βίζιτες για να παίρνουν τους παράδες οι “αγαπητικοί”, οι νταβατζήδες δηλαδή. Και μας ξεναγεί στην «κόλαση» της Μπάρας στο Βαρδάρη, τη «χειρότερη πορνοσύναξη της νεότερης Ελλάδας».

Η παράσταση συνδυάζει μια εκπληκτική ζωντανή μουσική με τρεις εξαιρετικές ερμηνείες (Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαριλένα Μόσχου, Κωνσταντίνα Τάκαλου). Απολαυστικές όταν καυτηριάζουν την ρατσιστική και σεξιστική ιδεολογία. Σπαρακτικές όταν περιγράφουν τις συνέπειές της στη ζωή των γυναικών. Τόσο της Παναγιώτας που τελικά, αντί για δασκάλα όπως ήταν το όνειρό της, έγινε μοδίστρα και νοικοκυρά «αξαζούμενη» και «προκόπα». Όσο και της Κατίνας που έγινε «η Κατινάρα η παστρικιά από τη Σμύρνη» κι όχι «η Κατινάρα η τραγουδίστρια» όπως επιθυμούσε.

Η σύνδεση με το σήμερα γίνεται άμεσα. Την κάνει η Κάτια, δασκάλα από την Μπούσα της Ουκρανίας, που ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα τον Μάρτη του 2022, βρήκε δουλειά σαν καθαρίστρια αλλά απολύθηκε και κάποιος της πρότεινε να δουλέψει σε ένα στριπτιτζάδικο. Αλλά και η Μύριαμ από το Αφγανιστάν που στέκεται μπροστά στο κοινό με τη μαντήλα της, μοιράζεται μαζί του τα όνειρά της και καλεί να σταματήσει ο πόλεμος των όπλων, της πείνας και της δίψας.

Το αποτύπωμα του γυναικείου κινήματος τα τελευταία χρόνια, που συντάραξε και τον καλλιτεχνικό χώρο, είναι εμφανές στην παράσταση. Γιατί μπορεί, όπως λέει σε ένα χαρακτηριστικό λογοπαίγνιο, οι γυναίκες να ήταν διαχρονικά καταδικασμένες, όχι να γράφουν ιστορία, αλλά να «πλένουν και να ξεπλένουν τη βρωμιά ιστορίας που τόσο αίμα και μελάνι χύνεται για να γραφτεί. Και το αίμα και το μελάνι είναι πολύ δύσκολοι λεκέδες». Αλλά το ίδιο το έργο είναι απόδειξη ότι οι αγώνες τους γράφουν ιστορία. Κι ενισχύει την αίσθηση ότι έχουν τη δύναμη να την “καθαρίσουν” από όλους τους “λεκέδες” της, όσο δύσκολοι κι αν είναι.

Λένα Βερδέ

Συντελεστές: Κείμενο/σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη. Μουσική σύνθεση/ενορχήστρωση/μουσική επιμέλεια: Αυγερινή Γάτση. Σκηνογραφία/κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη. Χορογραφίες: Χριστίνα Σουγιουλτζή. Σχεδιασμός φωτισμού: Νίκος Βλασόπουλος. Πρωταγωνίστησαν (αλφαβητικά): Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαριλένα Μόσχου, Κωνσταντίνα Τάκαλου. Συμμετοχή επίσης από: Αυγερινή Γάτση, Μαριάννα Κάλμπαρη. Μουσική έπαιξαν και τραγούδησαν: Αυγερινή Γάτση, Αλεξάνδρα Παπαστεργιοπούλου, Ρούλα Τσέρνου.

Συνέντευξη με την Κατερίνα Λυπηρίδου: Συνδέοντας το χθες με το σήμερα

Πες μας δυο λόγια για την παράσταση. Τι την ενέπνευσε;

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και στα πλαίσια του “Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός”, το Θέατρο Τέχνης και η Μαριάννα Κάλμπαρη, που έχει γράψει και το κείμενο, αποφάσισε να ανεβάσει την παράσταση με τίτλο “Παστρικές” που έχει να κάνει με τις γυναίκες που ήρθαν από τη Μικρασία στην Ελλάδα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που ήρθαν μετά από τον ξεριζωμό ήταν νέες γυναίκες. Οι άντρες είχανε είτε κλειστεί σε στρατόπεδα, είτε δολοφονηθεί. Ήρθαν πολλές γυναίκες μόνες, που δεν είχαν τους άντρες τους ή τους γονείς τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στην καινούρια πραγματικότητα. Αυτό λοιπόν που ενδιέφερε τη Μαριάννα και όλους εμάς ήταν η μοίρα των γυναικών σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Και βεβαίως η θέση της γυναίκας σε κάθε εποχή. Αυτό που αναφέρεται και στην παράσταση είναι ότι την ιστορία την έχουν γράψει οι άντρες. Η Μαριάννα ήθελε να δώσει φωνή στις γυναίκες που δεν είχαν φωνή.

Υπάρχει μεγάλο υλικό μέσα στην παράσταση και έγινε μελέτη γι' αυτήν. Υπάρχουν αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων, ενώ τη μουσική έχει γράψει η Αυγερινή Γάτση. Ακούμε ζωντανά τραγούδια τα οποία είναι μικρασιατικά. Η Αυγερινή Γάτση έχει επίσης μελοποιήσει και κομμάτια χορικά από τις “Ικέτιδες”, που συνδέουν τη μοίρα των γυναικών μέσα στους αιώνες, των προσφύγων. Και υπάρχουν και δυο μονόλογοι, που είναι προϊόν μυθοπλασίας, μια γυναίκα που ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας και παντρεύτηκε και μια άλλη που έγινε πόρνη. 

Τι αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στην προσφυγιά το '22;

Αντιμετωπίζουν τη ζήλεια των ντόπιων γυναικών που φοβόντουσαν ότι θα τους πάρουν τους άντρες. Το 65% του προσφυγικού πληθυσμού ήταν νέες γυναίκες 16-25 ετών που ήταν μόνες τους και έπρεπε να επιβιώσουν. Κουβάλησαν όλες τις συνήθειές τους, τη μουσική τους, το ντύσιμό τους. Αυτό φαίνεται ότι άρεσε στους ντόπιους άντρες. 

“Παστρικές” τις έλεγαν γιατί αγαπούσαν το σαπούνι και το νερό. Επειδή όμως στην Ελλάδα εκείνη την εποχή αυτές που πλέονταν συχνά ήταν μόνο οι πόρνες, ο όρος παστρικές που έδιναν στις μικρασιάτισσες σήμαινε στην πραγματικότητα “πόρνη”. Σε αυτούς τους δυο μονολόγους η Παναγιώτα γίνεται καλή σύζυγος, νοικοκυρά, μητέρα, αλλά ζει σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον με βία και καταπίεση, να “δίνει λόγο στον κόσμο” όπως λέμε. Η άλλη, η Κατίνα, είναι θύμα εκμετάλλευσης και, από το '22 και μετά που ανθεί η πορνεία στην Ελλάδα, γίνεται πόρνη. Βλέπουμε ότι τα όνειρα αυτών των δυο γυναικών δεν εκπληρώνονται.

Για τις σημερινές προσφύγισσες είναι ίδια τα πράγματα;

Όσο είναι στην πατρίδα τους, στις εμπόλεμες ζώνες, το σώμα τους γίνεται πεδίο μάχης. Κι όταν έρχονται σε μια ξένη χώρα, για να επιβιώσουν και να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, πάλι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, βίας, σκληρότητας κλπ.

Η παράσταση συνδέει το χθες με το σήμερα. Όταν τελειώνει ο μονόλογος της γυναίκας που έγινε πόρνη μπαίνει ένα κομμάτι που λέει για τις γυναίκες από την Ουκρανία. Υπάρχει και η αναφορά γυναίκας που βρέθηκε στο υπόγειο κτιρίου, σκοτωμένη με μια σφαίρα και βιασμένη. 

Τα σύνορα, τα πρώτα επίσημα σύνορα της Ελλάδας “σφραγίστηκαν” το 1923. Μέχρι τότε ο κόσμος είχε συνηθίσει να μετακινείται, οι πληθυσμοί να μετακινούνται. Δημιουργώντας σύνορα αρχίζουν να κλείνονται οι κοινωνίες. Παρατηρείται τότε και ο πρώτος ρατσισμός με τους μικρασιάτες στην Ελλάδα. Στη χώρα μας θεωρώ ότι ο ρατσισμός σήμερα είναι ζωντανός. Τα όνειρα των σημερινών γυναικών προσφύγων που μιλούν στην παράσταση είναι μπροστά μας. Αλλά υπάρχει και το “εκεί που είσαι ήμουν”. 

Εγώ είμαι μισή από τη Σμύρνη κι άλλη μισή Πόντια. Με αφορμή αυτή την παράσταση άρχισα να σκέφτομαι πράγματα που πιο πριν δεν έδινα σημασία, όπως τον τρόπο που μιλούσαν οι γιαγιάδες μου, ιστορίες που έλεγαν. Εκεί που η παράσταση λέει για τις παράγκες, εγώ αυτό θυμάμαι να το ακούω. Κι άρχισα να κάνω συνδέσεις στο μυαλό μου. Το έργο λοιπόν λειτουργεί και σε σχέση με τη μνήμη. Και πολλές λέξεις που υπάρχουν στην παράσταση είναι και δικές μου. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου είναι από τη Λάρισα, δεν έχει προσφυγική καταγωγή, αλλά τις ξέρει επίσης γιατί είναι πολλοί οι πρόσφυγες εκεί.

Όπως λοιπόν τότε, έτσι και σήμερα, είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό γυναικών οι οποίες βρίσκονται στη χώρα μας βιώνοντας ένα διπλό θέμα: τη θέση που είχαν στη χώρα τους και τον ρατσισμό. Στην Κυψέλη βλέπω και τις γυναίκες πρόσφυγες και πώς ζουν, υπάρχει μεγάλη καταπίεση και μεγάλη κούραση στους ώμους των γυναικών. ­­

Το κίνημα #metoo έχει παίξει ρόλο σε αυτόν τον αγώνα; Έχει επίσης παίξει ρόλο στην απόφαση να ανέβει μια τέτοια παράσταση;

Σήμερα έχουν γίνει πάρα πολλοί αγώνες σε σχέση με τις γυναίκες κι έχουν κατακτηθεί πολλά δικαιώματα στη γνώση, την εργασία κλπ. Αλλά τα στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα. Δεν έχουμε φτάσει στην ισότητα και χρέος μας είναι να αγωνιζόμαστε με κάθε τρόπο. Μέσα από την τέχνη μας προσπαθούμε και οφείλουμε να μιλήσουμε αλλιώς για τις γυναίκες. Να αντιδράσουμε. Είμαστε ακόμα στην αρχή των αγώνων. Θα χρειαστούν γενιές για να αλλάξει η κοινωνία.

Η σκηνοθέτιδα ενδιαφερόταν για τα ζητήματα του σεξισμού και πριν το #metoo. Και φυσικά, ναι, εννοείται ότι επηρεάστηκε από αυτό. Έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο βήμα. Είναι κάτι που δεν περνούσε από το μυαλό μας, ότι δηλαδή θα έρθει μια μέρα που θα μπορείς να καταγγείλεις, ακόμα και μια συμπεριφορά που θα τη θεωρούσες έως και δεδομένη, έναν άσχημο τρόπο, πιεστικό. Θεωρώ ότι κάποιος που θέλει να έχει μια τέτοια συμπεριφορά θα το σκεφτεί πια δυο φορές. Και βεβαίως σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση είναι μια πολύ καλή αρχή, που ελπίζω να συνεχίσει.

Υπήρχε φόβος, ο φόβος για το “κακό όνομα” ή κακό προηγούμενο. Αυτό συμβαίνει σε κάθε δουλειά: οι άνθρωποι υφίστανται συμπεριφορές τέτοιες ακριβώς επειδή κάποιος έχει την εξουσία και αυτοί είναι αδύναμοι. Αν υπήρχε ισότητα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Γι' αυτό ήταν πολύ σοβαρό άνοιγμα αυτό που έγινε με το #metoo και με το ότι γενικά σιγά σιγά φεύγει ο φόβος. Πρέπει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως συνεργάτες, όχι ως όργανα κάποιου άλλου.

Η ηθοποιός μίλησε στην Αφροδίτη Φράγκου