Συνεντεύξεις
Παράσταση "Οι Παστρικές": Συνέντευξη με την ηθοποιό Κατερίνα Λυπηρίδου - Συνδέοντας το χτες με το σήμερα

Η ηθοποιός Κατερίνα Λυπηρίδου μίλησε στην Αφροδίτη Φράγκου

Πες μας δυο λόγια για την παράσταση. Τι την ενέπνευσε;

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και στα πλαίσια του “Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός”, το Θέατρο Τέχνης και η Μαριάννα Κάλμπαρη, που έχει γράψει και το κείμενο, αποφάσισε να ανεβάσει την παράσταση με τίτλο “Παστρικές” που έχει να κάνει με τις γυναίκες που ήρθαν από τη Μικρασία στην Ελλάδα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που ήρθαν μετά από τον ξεριζωμό ήταν νέες γυναίκες. Οι άντρες είχανε είτε κλειστεί σε στρατόπεδα, είτε δολοφονηθεί. Ήρθαν πολλές γυναίκες μόνες, που δεν είχαν τους άντρες τους ή τους γονείς τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα στην καινούρια πραγματικότητα. Αυτό λοιπόν που ενδιέφερε τη Μαριάννα και όλους εμάς ήταν η μοίρα των γυναικών σε μια τόσο δύσκολη εποχή. Και βεβαίως η θέση της γυναίκας σε κάθε εποχή. Αυτό που αναφέρεται και στην παράσταση είναι ότι την ιστορία την έχουν γράψει οι άντρες. Η Μαριάννα ήθελε να δώσει φωνή στις γυναίκες που δεν είχαν φωνή.

Υπάρχει μεγάλο υλικό μέσα στην παράσταση και έγινε μελέτη γι' αυτήν. Υπάρχουν αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων, ενώ τη μουσική έχει γράψει η Αυγερινή Γάτση. Ακούμε ζωντανά τραγούδια τα οποία είναι μικρασιατικά. Η Αυγερινή Γάτση έχει επίσης μελοποιήσει και κομμάτια χορικά από τις “Ικέτιδες”, που συνδέουν τη μοίρα των γυναικών μέσα στους αιώνες, των προσφύγων. Και υπάρχουν και δυο μονόλογοι, που είναι προϊόν μυθοπλασίας, μια γυναίκα που ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας και παντρεύτηκε και μια άλλη που έγινε πόρνη. 

Τι αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στην προσφυγιά το '22;

Αντιμετωπίζουν τη ζήλεια των ντόπιων γυναικών που φοβόντουσαν ότι θα τους πάρουν τους άντρες. Το 65% του προσφυγικού πληθυσμού ήταν νέες γυναίκες 16-25 ετών που ήταν μόνες τους και έπρεπε να επιβιώσουν. Κουβάλησαν όλες τις συνήθειές τους, τη μουσική τους, το ντύσιμό τους. Αυτό φαίνεται ότι άρεσε στους ντόπιους άντρες. 

“Παστρικές” τις έλεγαν γιατί αγαπούσαν το σαπούνι και το νερό. Επειδή όμως στην Ελλάδα εκείνη την εποχή αυτές που πλέονταν συχνά ήταν μόνο οι πόρνες, ο όρος παστρικές που έδιναν στις μικρασιάτισσες σήμαινε στην πραγματικότητα “πόρνη”. Σε αυτούς τους δυο μονολόγους η Παναγιώτα γίνεται καλή σύζυγος, νοικοκυρά, μητέρα, αλλά ζει σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον με βία και καταπίεση, να “δίνει λόγο στον κόσμο” όπως λέμε. Η άλλη, η Κατίνα, είναι θύμα εκμετάλλευσης και, από το '22 και μετά που ανθεί η πορνεία στην Ελλάδα, γίνεται πόρνη. Βλέπουμε ότι τα όνειρα αυτών των δυο γυναικών δεν εκπληρώνονται.

Για τις σημερινές προσφύγισσες είναι ίδια τα πράγματα;

Όσο είναι στην πατρίδα τους, στις εμπόλεμες ζώνες, το σώμα τους γίνεται πεδίο μάχης. Κι όταν έρχονται σε μια ξένη χώρα, για να επιβιώσουν και να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, πάλι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, βίας, σκληρότητας κλπ.

Η παράσταση συνδέει το χθες με το σήμερα. Όταν τελειώνει ο μονόλογος της γυναίκας που έγινε πόρνη μπαίνει ένα κομμάτι που λέει για τις γυναίκες από την Ουκρανία. Υπάρχει και η αναφορά γυναίκας που βρέθηκε στο υπόγειο κτιρίου, σκοτωμένη με μια σφαίρα και βιασμένη. 

Τα σύνορα, τα πρώτα επίσημα σύνορα της Ελλάδας “σφραγίστηκαν” το 1923. Μέχρι τότε ο κόσμος είχε συνηθίσει να μετακινείται, οι πληθυσμοί να μετακινούνται. Δημιουργώντας σύνορα αρχίζουν να κλείνονται οι κοινωνίες. Παρατηρείται τότε και ο πρώτος ρατσισμός με τους μικρασιάτες στην Ελλάδα. Στη χώρα μας θεωρώ ότι ο ρατσισμός σήμερα είναι ζωντανός. Τα όνειρα των σημερινών γυναικών προσφύγων που μιλούν στην παράσταση είναι μπροστά μας. Αλλά υπάρχει και το “εκεί που είσαι ήμουν”. 

Εγώ είμαι μισή από τη Σμύρνη κι άλλη μισή Πόντια. Με αφορμή αυτή την παράσταση άρχισα να σκέφτομαι πράγματα που πιο πριν δεν έδινα σημασία, όπως τον τρόπο που μιλούσαν οι γιαγιάδες μου, ιστορίες που έλεγαν. Εκεί που η παράσταση λέει για τις παράγκες, εγώ αυτό θυμάμαι να το ακούω. Κι άρχισα να κάνω συνδέσεις στο μυαλό μου. Το έργο λοιπόν λειτουργεί και σε σχέση με τη μνήμη. Και πολλές λέξεις που υπάρχουν στην παράσταση είναι και δικές μου. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου είναι από τη Λάρισα, δεν έχει προσφυγική καταγωγή, αλλά τις ξέρει επίσης γιατί είναι πολλοί οι πρόσφυγες εκεί.

Όπως λοιπόν τότε, έτσι και σήμερα, είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό γυναικών οι οποίες βρίσκονται στη χώρα μας βιώνοντας ένα διπλό θέμα: τη θέση που είχαν στη χώρα τους και τον ρατσισμό. Στην Κυψέλη βλέπω και τις γυναίκες πρόσφυγες και πώς ζουν, υπάρχει μεγάλη καταπίεση και μεγάλη κούραση στους ώμους των γυναικών. ­­

Το κίνημα #metoo έχει παίξει ρόλο σε αυτόν τον αγώνα; Έχει επίσης παίξει ρόλο στην απόφαση να ανέβει μια τέτοια παράσταση;

Σήμερα έχουν γίνει πάρα πολλοί αγώνες σε σχέση με τις γυναίκες κι έχουν κατακτηθεί πολλά δικαιώματα στη γνώση, την εργασία κλπ. Αλλά τα στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα. Δεν έχουμε φτάσει στην ισότητα και χρέος μας είναι να αγωνιζόμαστε με κάθε τρόπο. Μέσα από την τέχνη μας προσπαθούμε και οφείλουμε να μιλήσουμε αλλιώς για τις γυναίκες. Να αντιδράσουμε. Είμαστε ακόμα στην αρχή των αγώνων. Θα χρειαστούν γενιές για να αλλάξει η κοινωνία.

Η σκηνοθέτιδα ενδιαφερόταν για τα ζητήματα του σεξισμού και πριν το #metoo. Και φυσικά, ναι, εννοείται ότι επηρεάστηκε από αυτό. Έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο βήμα. Είναι κάτι που δεν περνούσε από το μυαλό μας, ότι δηλαδή θα έρθει μια μέρα που θα μπορείς να καταγγείλεις, ακόμα και μια συμπεριφορά που θα τη θεωρούσες έως και δεδομένη, έναν άσχημο τρόπο, πιεστικό. Θεωρώ ότι κάποιος που θέλει να έχει μια τέτοια συμπεριφορά θα το σκεφτεί πια δυο φορές. Και βεβαίως σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση είναι μια πολύ καλή αρχή, που ελπίζω να συνεχίσει.

Υπήρχε φόβος, ο φόβος για το “κακό όνομα” ή κακό προηγούμενο. Αυτό συμβαίνει σε κάθε δουλειά: οι άνθρωποι υφίστανται συμπεριφορές τέτοιες ακριβώς επειδή κάποιος έχει την εξουσία και αυτοί είναι αδύναμοι. Αν υπήρχε ισότητα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Γι' αυτό ήταν πολύ σοβαρό άνοιγμα αυτό που έγινε με το #metoo και με το ότι γενικά σιγά σιγά φεύγει ο φόβος. Πρέπει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως συνεργάτες, όχι ως όργανα κάποιου άλλου.