Πέντε χρόνια έκλεισαν αυτό το καλοκαίρι από τη φωτιά στον πύργο Γκρένφελ του δυτικού Λονδίνου. Το συγκρότημα κοινωνικών κατοικιών, που όπως αντίστοιχα σε πολλές περιοχές του Λονδίνου βρίσκεται υπό την ιδιοκτησία του τοπικού δημοτικού συμβουλίου, είχε μέχρι την πολύνεκρη φωτιά ως συν-ιδιοκτήτη ένα μεσιτικό fund1. Μετά τις αρχές του 2000 το πλάνο εξευγενισμού των Νέων Εργατικών του Μπλερ σήμανε για μια σειρά κτίρια και γειτονιές ολόκληρες την “ανάγκη προσαρμογής τους”, επι της ουσίας δεκάδες συγκροτήματα κατοικιών έπρεπε να αλλάξουν αισθητική, πρόγραμμα στέγασης κατοίκων ή και, κυριολεκτικά, τύπο κατοίκων.
Το κτίριο απέκτησε σταδιακά μια συνολική πρόσοψη με στόχο να δείχνει πιο σύγχρονο στις περιοχές που το “έβλεπαν”: την πιο ακριβή περιοχή του Λονδίνου, 1.5 χιλιόμετρο μακριά, και τα νέα installation τέχνης δημιουργημένα για τουριστική αξιοποίηση ακριβώς ενδιάμεσα. Η πρόσοψη όχι μόνο δεν ήταν μέρος κάποιας ενεργειακής αναβάθμισης του κτιρίου όπως γίνεται συνήθως, ήταν και εύφλεκτη κοστίζοντας τη ζωή σε δεκάδες κατοίκους. Θα περίμενε κανείς το Λονδίνο που έχει έναν διαχρονικό και όχι εποχικό τουρισμό, να μη βασίζεται τόσο σε τέτοιες πολιτικές διαχείρισης των κοινωνικών κατοικιών, αλλά το σχέδιο ήταν βαθύτερο: εξευγενισμός.
Ο όρος που ακούγεται όλο και πιο δυνατά την τελευταία δεκαετία, gentrification στα αγγλικά, έγινε συνώνυμο μίσους για τους φτωχούς και ευκαιρίας για την άρχουσα τάξη να διευρύνει το οικονομικό της πεδίο. Με διαφορετικούς ρυθμούς οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ή έστω όσες δε το είχαν κάνει ήδη, διώχνουν τους φτωχούς από το αστικό κέντρο προσπαθώντας να κάνουν με αυτό τον τρόπο υποτίθεται πιο όμορφο το κέντρο τους. Πέρα από τα ψέματα περί ποιότητας ζωής, καθαριότητας και πολιτισμικών αναγεννήσεων, το σχέδιο είναι μια αναδιάταξη των κατοίκων στο εσωτερικό τους. Κι όπου δεν είναι εφικτή, η εικόνα μιλάει μόνη της: τουλάχιστον ας μείνουν άδεια κτίρια για την αγορά Real Estate να τα κάνει ό,τι θέλει.
Εδώ έρχεται η Αθήνα με μια διαδρομή 50 χρόνων που καταλήγει σε γειτονιές που πρακτικά πλέον δεν έχουν κατοίκους όπως του Ψυρρή. O χώρος ανάμεσα στου Ψυρρή και την Πλάκα, το Γκάζι, τα Χαυτεία, δημιουργούν νεκρές ζώνες ανάμεσα σε Εξάρχεια, Κουκάκι, Θησείο, Κολωνάκι, Πλάκα, Μεταξουργείο και Πετράλωνα.
Τα νέα σχέδια του Μετρό, προεξέχοντος του Μετρό στην Πλατεία Εξαρχείων, εντάσσονται σε αυτή τη λογική που άλλες πρωτεύουσες είδαν να εφαρμόζεται 20 χρόνια πριν: “mixed” communities τις έλεγαν στα αγγλικά, εννοώντας ταξικά ανάμεικτες γειτονιές, όμως το ύψος των ενοικίων, η διαδικασία επανάκτησης του σπιτιού σου από το κράτος μετά τις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα και η άνοδος των αξιών ακινήτων λόγω επιθετικών fast track έργων όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες (ή τα Μουντιάλ κ.ο.κ.) σήμαναν ένα πράγμα: φέρτε πίσω τους πλούσιους στο κέντρο, στείλτε τους φτωχούς μακρiά.
Οι πόλεις φάνηκε ότι δεν κινδύνεψαν να γίνουν “μοντέρνες φυλακές” όπως λέει λανθασμένα ένα σύνθημα: σίγουρα οι πλούσιοι δε θέλουν να μένουν σε φυλακές. Τι μένει για όσους φύγουν όμως; Η μετακίνηση κατοίκων στο παράδειγμα του Λονδίνου σήμαινε ότι 14 χιλιάδες κάτοικοι από λίγο πριν την Ολυμπιάδα του 2012 μέχρι το 2014 βρέθηκαν να μένουν 5 και 10 χιλιόμετρα μακρυά από το ανατολικό Λονδίνο και το ευρύτερο κέντρο του Λονδίνου παρά τη θέλησή τους2. Ό,τι δε γκρέμισε η Θάτσερ από τις κοινωνικές κατοικίες του '70, ερχόταν η ανάπτυξη να το διαλύσει τώρα.
Η περίπτωση του Μετρό Εξαρχείων είναι μια αντίστοιχη περίπτωση. Στην περιοχή ο τουρισμός έχει σπάσει κάθε φραγμό, αλλά ακόμη και φέτος που επανήλθε στο ανώτερο επίπεδό του υπάρχουν διαθέσιμα φτηνά και ακριβά καταλύμματα για τουρίστες. Η κυβέρνηση και η άρχουσα τάξη δε θεωρούν ότι απλά θα βοηθήσουν αυτή τη διαδικασία, που έτσι κι αλλιώς ένα Mετρό τη βοηθά, θεωρούν θα γίνει μια γειτονιά ελκυστική για την φανταστική περίπτωση μια νέας μεσαίας τάξης ή εναλλακτικών αστών, μια γειτονία με λίγα λόγια που αξίζει να επενδύσει το κεφάλαιο οριζόντια.
Τουριστικό κεφάλαιο
Η γειτονική πλατεία Ομόνοιας άλλωστε μετά από δυο lock down βρέθηκε με πολλαπλάσια ξενοδοχεία με τον ίδιο μηχανισμό όπου και αλλού: μετατρέποντας κουφάρια σε τουριστικό κεφάλαιο. Όπως το νέο ποδηλατοδρόμιο στην απέναντι όχθη του Τάμεση βλέπει ένα ξενοδοχείο της εταιρείας Moxy αντί για κοινωνικές κατοικίες3, έτσι τελειώνει και ο -ο θεός να τον κάνει- ποδηλατόδρομος του νέου μεγάλου περιπάτου του Μπακογιάννη στο σύμπλεγμα των Χαυτείων στο νέο παράρτημα της εταιρείας του κλάδου. Δυο χρόνια δακρύβρεχτων απαιτήσεων για ελαφρύνσεις από τις επιχειρήσεις του τουρισμού, για να βρεθούμε με πολλές περισσότερες και πιο ακριβές στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές.
Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτουν οι αντιδράσεις, με όρους μαζικού κινήματος, των κατοίκων. Η Αθήνα δεν είναι Βενετία, δεν είναι μια πόλη μερικών δεκάδων χιλιάδων κατοίκων που απειλείται κυριολεκτικά από τους τουρίστες, αλλά το σχέδιο για αυτή δεν είναι λιγότερο νοσηρό: εξορία για μέρος των κατοίκων. Είναι όμως μονόδρομος αυτή η εξέλιξη; Χρειάζεται να σκάψουμε στο πρόσφατο και μη παρελθόν για να βρούμε αντίδοτα. Δέκα χρόνια πριν, ο ήδη παροπλισμένος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας δεχόταν άλλο ένα πλήγμα από το δεύτερο μνημόνιο μετατρεπόμενος πλέον απλά σε ένα παράρτημα του ΟΑΕΔ που εγκρίνει δάνεια για στέγη ή ανακατανέμει τους φτωχότερους κατοίκους στα ήδη υπάρχοντα κτίρια4. Οι ίδιες οι κατοικίες προέρχονται από τις δεκαετίες του '70 και του '80 και έχουν να κατασκευαστούν νέες 30 χρόνια τώρα. Ο Δήμος της Αθήνας σε αυτή τη διαδικασία ήταν ουραγός από παλιά. Με υπαρκτές (δείκτης δόμησης σε σημεία του ιστορικού κέντρου) ή ανύπαρκτες δικαιολογίες, οι λίγες εργατικές κατοικίες βρίσκονται μόνο στo βορειότερο τμήμα του ή ιστορικά συγκροτήματα όπως τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας πολεμούνται από σενάρια ιδιωτικοποίησης.
Η λύση θα ήταν απλή με τη δημιουργία εργατικών κατοικιών στα κουφάρια των κτιρίων που γίνονται ή σχεδιάζονται να γίνουν ξενοδοχεία ή πολυτελείς κατοικίες για πλούσιους. Μέρος της λύσης θα ήταν και ένα οριζόντιο πλαφόν στα ενοίκια, στα 4 ευρώ ανά τετραγωνικό για παράδειγμα. Κομμάτι της μάχης του εργατικού κινήματος συλλογικές συμβάσεις παντού με μισθούς ανώτερους των 850 ευρώ και με προσαρμογή τους στο ρυθμό του πληθωρισμού που απειλεί σχεδόν κάθε μισθό. Για να επιβληθεί όμως χρειάζεται σύγκρουση με την κυβέρνηση και τους φίλους της που έχουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο ξεριζωμού.
Γι’ αυτό θέλουμε όχι μόνο εργατικές κατοικίες, αλλά έλεγχό τους τη συνέλευσή των κατοίκων και τα συνδικάτα, κρατικοποίηση των κτιρίων που δεν έχουν αξιοποιηθεί για πάνω από 10 χρόνια, δημιουργία χώρων υψηλού πρασίνου και όχι διάλυση με κάθε κόστος όσων έχουν απομείνει. Τα 70 δέντρα της Πλατείας Εξαρχείων, και όσα έχουν ήδη φύγει από τις υπόλοιπες, άλλωστε θα είναι ένα έγκλημα που δε θα το πληρώσουμε μόνο στην τσέπη μας ή στο σπίτι μας. Τραγική ειρωνεία: ο Μπόρις Τζόνσον μετά την παραίτησή του από πρωθυπουργός της Μ. Βρεττανίας αγοράζει πολυτελές σπίτι στην πλούσια, ιδιωτική στην ουσία, περιοχή του Λονδίνου που για να διατηρήσει το πράσινο σε υψηλά επίπεδα αρνείται τη δημιουργία μετρό. Κάτι θα ξέρει.