Ιστορία
100 χρόνια από την Πάρμα: Μια αντιφασιστική νίκη που δεν ολοκληρώθηκε

Αντιφασιστικά οδοφράγματα στην Πάρμα τον Αύγουστο του 1922

«Μπάλμπο μπορεί να πέρασες τον Ατλαντικό αλλά δεν μπόρεσες να περάσεις το ρέμα της Πάρμας». Αυτό το σύνθημα είναι ακόμα και σήμερα γραμμένο με κόκκινα γράμματα σε μια μάντρα της Πάρμας. Ο Ίταλο Μπάλμπο, ήταν φασίστας, πρωτοπαλίκαρο του Μουσολίνι, που είχε γίνει γνωστός διεθνώς για τις πτήσεις του ως αεροπόρος πάνω από τον Ατλαντικό. Πριν από 100 χρόνια, τον Αύγουστο του 1922, αυτός και τα φασιστικά τάγματα εφόδου του έφευγαν ντροπιασμένοι από την Πάρμα. Η αντιφασιστική αντίσταση μιας ολόκληρης πόλης τούς είχε νικήσει.

Τον Αύγουστο του ’22 η Ιταλία ήταν στα πρόθυρα της φασιστικής επικράτησης. Μόλις δυο χρόνια πριν, η αγανάκτηση από τις συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο επαναστατικός αέρας που φύσηξε διεθνώς μετά τη νίκη του Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία, είχαν φέρει και την Ιταλία στο κατώφλι της εργατικής επανάστασης. Η Κόκκινη Διετία, όπως έμεινε στην ιστορία το ξέσπασμα του 1919-1920, σήμαινε καταλήψεις εργοστασίων και οργάνωση εργατικών συμβουλίων. Αλλά το 1922 η ευκαιρία αυτή είχε χαθεί. Η άρχουσα τάξη, τρομαγμένη, ακούμπαγε στο -νέο τότε- κίνημα του Φασισμού, τις ελπίδες της για “επιβολή της τάξης”, για τσάκισμα των συνδικάτων και της αριστεράς, ώστε να αποφύγει παρόμοιες περιπέτειες στο μέλλον. 

Η Πάρμα παρέμενε μια πόλη με ισχυρή εργατική παράδοση. Οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές, οι αναρχικοί και οι επαναστάτες συνδικαλιστές συνέχιζαν να έχουν ισχυρή παρουσία. Λειτουργούσαν τρία εργατικά κέντρα. Η παρουσία των φασιστών ήταν περιορισμένη αν και δεν είχαν λείψει οι δολοφονικές επιθέσεις, συνήθως από φασιστικά τάγματα που έρχονταν από τις γύρω περιοχές. Στην εμπροσθοφυλακή των εργατών/ριών της Πάρμα ήταν το τοπικό τμήμα των Arditi del Popolo (ΑDP). Οι 

Arditi del Popolo (στα ιταλικά οι Γενναίοι του Λαού) ήταν η πρώτη αντιφασιστική οργάνωση. Είχε φτιαχτεί μόλις ένα χρόνο πριν από βετεράνους Arditi – σώμα ειδικών δυνάμεων του ιταλικού στρατού στον Α’ Π.Π – που κερδήθηκαν στην αριστερά και έθεσαν τους εαυτούς τους στη μάχη ενάντια στους φασίστες. 

Ενιαίο μέτωπο

Στην ηγεσία των ADP της Πάρμα και βασικός οργανωτής τους ήταν ο Γκουίντο Πιτσέλι. Επαναστάτης αγκιτάτορας, αγαπημένο παιδί της εργατικής τάξης της πόλης του. To 1921, ενώ βρισκόταν φυλακή για αντιπολεμική δράση, η πόλη τον εξέλεξε βουλευτή του Σοσιαλιστικού Κόμματος προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο νόμος που επέβαλε την αποφυλάκιση των εκλεγμένων βουλευτών. Την επόμενη των εκλογών ένα τεράστιο πλήθος τον παρέλαβε από την πύλη της φυλακής και τον σήκωσε στα χέρια, διαδηλώνοντας σε όλη την πόλη. Βασικό χαρακτηριστικό της γραμμής του Πιτσέλι ήταν το ενιαίο μέτωπο απέναντι στους φασίστες. Παρότι στην υπόλοιπη Ιταλία τα οργανωμένα κομμάτια της αριστεράς αντιμετώπιζαν – τουλάχιστον – διστακτικά τους Arditi del Popolo, ο Πιτσέλι επέμενε ότι τη μάχη ενάντια στους φασίστες έπρεπε να τη δώσουν όλοι οι εργάτες ενωμένοι, παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές. Στην Πάρμα το είχε καταφέρει. Κι αυτό αποδείχτηκε καθοριστικό όταν οι φασίστες του Μουσολίνι και του Μπάλμπο προσπάθησαν να πάρουν την πόλη.

Στις 31 Ιούλη είχε καλεστεί γενική απεργία σε όλη την Ιταλία. Η απεργία ματαιώθηκε μια μέρα πριν και παντού ακολούθησαν αντίποινα από τους φασίστες. Στην Πάρμα όμως η απεργία δεν ματαιώθηκε. Ο ίδιος ο Μπάλμπο παραδεχόταν ότι: «Η πόλη έχει παραμείνει σχεδόν απόρθητο φρούριο για τον φασισμό. Λόγω αδυναμίας μας, αυτή η γενική απεργία δεν μπόρεσε να ματαιωθεί [στην Πάρμα]. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες και οι κρατικές υπηρεσίες έχουν σταματήσει τις τελευταίες τρεις μέρες. Τα μαγαζιά είναι κλειστά. Ακόμα και ο σιδηροδρομικός σταθμός έχει καταληφθεί από ανατρεπτικά στοιχεία».

Οι φασίστες επέλεξαν να χτυπήσουν. Πάνω από 20.000 φασίστες συγκεντρώθηκαν από την Εμίλια Ρομάνια, την Τοσκάνη, το Βένετο, το Μάρτσες κι άλλες περιοχές υπό τις διαταγές του Μπάλμπο. Η αστυνομία υποτίθεται δεν θα τους βοήθαγε, αλλά αποσύρθηκε τελείως από τα αστυνομικά τμήματα της περιοχής για να τους δώσει ελευθερία κινήσεων.     

Η σημασία που έδιναν οι φασίστες στην επερχόμενη μάχη φαίνεται από τα δικά τους λόγια: «Η μάχη που έχουμε να δώσουμε είναι πολύ πιο σημαντική απ’ οποιαδήποτε άλλη προηγήθηκε» έλεγε ο Μπάλμπο. «Αν ο Πιτσέλι νικήσει, όλα τα ανατρεπτικά στοιχεία στην Ιταλία θα σηκώσουν κεφάλι ξανά. Αν οι κόκκινες στρατιές οπλιστούν και οργανωθούν, κάθε φασιστική επίθεση θα εξουδετερωθεί. Και το παράδειγμα αυτό θα επαναληφθεί σε πολλές ιταλικές πόλεις», συνέχιζε. Πράγματι, παρότι οι οπλισμένοι Arditi del Popolo δεν ξεπερνούσαν τους 400, οι φασίστες βρήκαν απέναντί τους μια ολόκληρη πόλη.               

Ο Πιτσέλι περιγράφει τον ξεσηκωμό: «Το ξημέρωμα, όταν δόθηκε η εντολή να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσει η εξέγερση, οι εργάτες ξεχύθηκαν στους δρόμους –με την ίδια ορμή που ξεσπούν τα νερά ενός ποταμού στις όχθες του. Με φτυάρια, αξίνες, λοστούς και ό,τι εργαλεία έβρισκαν βοηθούσαν τους Arditi del Popolo να ξηλώσουν τις πλάκες από τα πεζοδρόμια και τις ράγες από τις γραμμές του τραμ, να σκάψουν χαντάκια και να υψώσουν οδοφράγματα από καρότσες, πάγκους, κορμούς, σιδερένια δοκάρια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να μαζέψουν. Άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, νέοι απ’ όλα τα κόμματα ή ανένταχτοι ήταν όλοι παρόντες, ενωμένοι με μια σιδερένια θέληση –να αντισταθούν και να παλέψουν… Δημιουργήθηκε μια πραγματικά οχυρωμένη ζώνη και μέσα σ’ αυτήν, άντρες, γυναίκες, νέοι και γέροι περίμεναν όλοι μια εντολή των Arditi del Popolo, έτοιμοι για μάχη». 

Στα χέρια εργατών

Η Πάρμα - και ειδικά οι γειτονιές του Ολτρετορέντε και του Ναβίλιο- είχαν περάσει στα χέρια των εργατών. Η άμυνα ήταν οργανωμένη δημοκρατικά κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο στρατιωτικά. Τον έλεγχο της πόλης τον είχε η διοίκηση των ADP που αποτελούταν από εκλεγμένους εκπροσώπους των ομάδων που είχαν κατανεμηθεί στις αμυνόμενες γειτονιές. 

«Οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά σ’ όλα αυτά» συνεχίζει ο Πιτσέλι. «Βόμβες κατασκευάζονταν στα σπίτια, ρόπαλα με ξυράφια, μαχαίρια και καρφιά, όπως βόμβες με οξέα. Φορτία γεμάτα βενζίνη παραλαμβάνονταν από γυναίκες γιατί σύμφωνα με το σχέδιο άμυνάς μας, αν οι φασίστες κατάφερναν να μπουν στο Ολτρετορέντε, η μάχη θα μεταφερόταν από σπίτι σε σπίτι, από σοκάκι σε σοκάκι, από δρόμο σε δρόμο. Δεν θα δείχναμε έλεος –θα πετούσαμε στους φασίστες εύφλεκτο υλικό και οι θέσεις μας θα καίγονταν και θα καταστρέφονταν» . 

Οι φασίστες τα βρήκαν σκούρα. Για τέσσερις ημέρες κατέβαιναν από τα τραίνα κι εφορμούσαν αλλά αποκρούονταν. Την πέμπτη ημέρα ο νομάρχης έδωσε την εξουσία της πόλης στο στρατό, αλλά οι φαντάροι είχαν απέναντί τους τους δικούς τους ανθρώπους. Δεν θα σήκωναν όπλο εναντίον τους. Ο Πιτσέλι έγραφε αργότερα: «Η διάθεση των στρατιωτών ήταν τέτοια που δεν επέτρεψε στους αξιωματικούς ούτε καν να τους επιπλήξουν. Δυο ώρες μετά το τάγμα υποχώρησε. Οι προσπάθειες για συμβιβασμό απέτυχαν, όπως και η προσπάθεια να αφοπλιστούν οι εργάτες». Η τελική επίθεση των φασιστών έγινε την επόμενη ημέρα. Στο τέλος της ημέρας οι φασίστες αντί να πάρουν την πόλη κατέληξαν να τρέχουν για να σωθούν. «Δεν ήταν μια τακτική υποχώρηση… σκαρφάλωναν σε ό,τι μέσο μεταφοράς έβρισκαν… πηδώντας σε τρένα που έφευγαν, σε φορτηγά, με ποδήλατα, ή με τα πόδια». Οι εργάτες και οι εργάτριες της Πάρμα είχαν ταπεινώσει τον Μουσολίνι. Ο ίδιος θα έλεγε αργότερα σε έναν βιογράφο του ότι αν το παράδειγμα της Πάρμα είχε ακολουθηθεί κι αλλού, «το δικαίωμα» των φασιστών «να ελέγχουν τη δημόσια ζωή θα ήταν υπό συζήτηση». 

Αλλά το παράδειγμα δεν ακολουθήθηκε. Η επιμονή του Πιτσέλι για ενότητα απέναντι στο φασισμό δεν εισακούστηκε. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρέμενε μέχρι τελευταία στιγμή προσκολλημένο στις αυταπάτες για λύση μέσα από τους θεσμούς και το κοινοβούλιο. Το νέο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα από την άλλη, προσκολημένο στη σεχταριστική πολιτική της ηγεσίας του αρνιόταν την οικοδόμηση ενός μαζικού ενιαίου αντιφασιστικού κινήματος. Όπως το έθετε ο ηγέτης του PCI Αμαντέο Μπορντίγκα: «Οι φασίστες και οι σοσιαλδημοκράτες είναι οι δυο όψεις του αυριανού μοναδικού εχθρού». Ο Μουσολίνι λιγότερο από τρεις μήνες μετά το στραπάτσο στην Πάρμα θα έπαιρνε την εξουσία και θα επέβαλλε την εικοσαετή δικτατορία του μέχρι να καταλήξει κρεμασμένος ανάποδα στην πλατεία Λορέτο του Μιλάνου.