Πολιτισμός
Eιρήνη Παπά - Κώστας Καζάκος: Διπλή πολύτιμη κληρονομιά

Eιρήνη Παπά - Κώστας Καζάκος

Κώστας Καζάκος, Ειρήνη Παπά, δυο μορφές της τέχνης που μας άφησαν προσφάτως για άλλους τόπους και άλλους λειμώνες. Δυο μορφές της τέχνης που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στα καλλιτεχνικά δρώμενα της ελληνικής θεατρικής σκηνής, της οθόνης και όχι μόνο. Στους επαναστάτες βέβαια δεν ταιριάζουν οι τυπολογίες του είδους, μεγάλη απώλεια, άφησαν μεγάλο κενό πίσω τους ή ότι η τέχνη έμεινε ορφανή. Ταιριάζει όμως η αναζήτηση του ίχνους που  αφήνουν στο πέρασμά τους, στον ούτως ή άλλως φθαρτό κόσμο που ζούμε, τόσο οι άνθρωποι της τέχνης ή της διανόησης, όσο και οιοσδήποτε θνητός και άσημος. Ας αφήσουμε λοιπόν τις κενολογίες στους λάτρεις των τύπων και στις μοιρολογίστρες το θρήνο και οδυρμό και ας δούμε εμείς που αγωνιζόμαστε για μια έξοδο από τον άκαρδο ετούτο κόσμο, που θα έλεγε και o νεαρός Κάρολος, τι έχουμε να διδαχθούμε.  

Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να συμβάλλει στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Σε αυτό που θα ονομάζουμε μέτωπο ιδεολογικής πάλης ή παραφράζοντας λίγο τον Αντόνιο Γκράμσι, στον πόλεμο των θεωρητικών θέσεων. Η Ειρήνη Παπά ήταν αναμφισβήτητα μια ακαταμάχητη παρουσία, τόσο για την μεσογειακή ομορφιά της, σύγχρονη ιέρεια ή μια ζωντανή Καρυάτιδα κατά τον Κάρολο Κουν, όσο και για τη δυναμική και λεβέντικη προσωπικότητά της. Η παρακάτω φράση τα λέει όλα: «εγώ είμαι ηθοποιός όχι κρεμάστρα του πουλόβερ. Για μένα το παραμύθι της Σταχτοπούτας είναι το πιο ανήθικο που υπάρχει» (από συνέντευξη του 1995 στον Νίκο Χατζηνικολάου). 

Φυσικά οι ρόλοι της στο σινεμά, ως Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Ελένη στις Τρωάδες και Κλυταιμνήστρα στην Ιφιγένεια, ήταν σημαντικοί στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, αφού μετέφεραν τους αρχέτυπους μύθους, της αντίστασης, της εκδίκησης, του πάθους, του έρωτα, στο ευρύ κοινό μέσω του κινηματογράφου. Σημαντικό επίσης είναι για μια κοινωνία που ζει στις παρυφές της Ευρώπης, να δει ένα δικό της τέκνο να μεσουρανεί διεθνώς, αλλά η μεγάλη της προσφορά ήταν η συμμετοχή της στην ταινία του Κώστα Γαβρά «Ζ». Η ταινία αυτή ήταν σημαντική γιατί αποτελεί τη φωνή της αγωνιζόμενης κοινωνίας στο εξωτερικό. Πότε; Το 1969 όταν στην Ελληνική επικράτεια όλα τά σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Το «Ζ» μαζί με τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση και τη μουσική του Μίκη, αποτελούσαν τις ντουντούκες που θα κάνουν παγκόσμια γνωστά όλα όσα συμβαίνουν στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Αντίο λοιπόν αγαπημένη Ειρήνη στο αιώνιο ταξίδι σου!

Ο Κώστας Καζάκος ως καλλιτέχνης είχε ένα ειδικό βάρος, καθώς ήταν στρατευμένος να υπηρετεί την υπόθεση του σοσιαλισμού μέσω της τέχνης του. Από παιδί βίωσε την εκδικητική μανία του αστικού κράτους, καθώς ο πατέρας του ήταν στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δεν του επετράπη να δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, αφού απαιτούνταν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Πολλά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η επίθεση στους ηττημένους συνεχιζόταν χωρίς έλεος. Σε αυτό το τρομοκρατικό κλίμα που είχε οργανώσει η μισαλλόδοξη δεξιά και το κράτος της, το φρόνημα του Καζάκου αλλά και πολλών άλλων καλλιτεχνών δεν κάμφθηκε, αντίθετα έδωσε με πάθος τον αγώνα για τις ιδέες του από το μετερίζι της τέχνης. 

Βαθιά συνείδηση

Ο Κώστας Καζάκος ήταν πληθωρικός, με επιβλητική παρουσία ως ηθοποιός, μια παρουσία που εντυπωσίαζε. Η φωνή του δυνατή και μπάσα με τη χαρακτηριστική παθιασμένη βραχνάδα, ενέπνεε σεβασμό και επέβαλλε την προσήλωση του θεατή. Σκηνοθέτης και μεταφραστής θεατρικών έργων επέλεξε να υπηρετεί τον άνθρωπο μέσω της τέχνης που εξανθρωπίζει, όπως έλεγε ο ίδιος. Ο Κώστας Καζάκος με βαθιά συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της τέχνης αντί για την παραμυθία πρότεινε το στοχασμό και την κρίση πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Η τελευταία θεατρική δουλειά του «Πώς να σωπάσω» κινείται στην ίδια ρότα. Καταγγέλλει ουσιαστικά τους υπεύθυνους των δεινών που ταλαιπωρούν τα τελευταία χρόνια τις ζωές όλων μας, τα οποία δεν είναι βέβαια θεομηνίες, αλλά πολιτικές και οικονομικές επιλογές της άρχουσας ολιγαρχίας. 

Ο Καζάκος όμως έπαιξε ένα αφανή αλλά σημαντικό ρόλο στο ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου το 1973 με την μοναδική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο». Μπαίνοντας το 1973 υπάρχει αναμφισβήτητα ένα κλίμα γενικού ξεσηκωμού. Η προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χούντας  άφηνε μικρά περιθώρια για παράκαμψη της λογοκρισίας. Έτσι ο θίασος Καρέζη – Καζάκου κατάφερε να ξεπεράσει το σκόπελο της λογοκρισίας παρουσιάζοντας σαν σάτιρα – κωμωδία το έργο «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» σε κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλη και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Πρόκειται για μια αλληγορία, όπου καταγγέλλονται όλα όσα υπέφερε ο ελληνικός λαός από τους ντόπιους και ξένους δυνάστες, από το 1821 μέχρι τις μέρες μας. Ο κόσμος από τον Ιούλιο συνέρρεε για να το παρακολουθήσει, γνωρίζοντας ότι είναι ένα κάλεσμα για αγώνα κατά της δικτατορίας. Σε εποχές τυραννίας ο λαός αναζητά στηρίγματα και η θεατρική παράσταση του θεάτρου Αθήναιον τα έδινε απλόχερα. Εδώ ακούγεται από τη μυθική φωνή του Νίκου Ξυλούρη και τη ζεστή φωνή της Τζένης Καρέζης η φράση «λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι». Θορυβημένη και τρομαγμένη η χούντα θα κατεβάσει το έργο, αλλά την αντιστασιακή δουλειά την είχε ήδη κάνει. Έδωσε το μήνυμα της μαχητικής διάθεσης του λαού και μετέδωσε διδάγματα αντίστασης ενάντια στους τυράννους. Το ξέσπασμα του Πολυτεχνείου ήρθε σαν ώριμο φρούτο. «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» είναι μια παράσταση σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Αξίζει λοιπόν μια αναφορά στον ηθοποιό  και αγωνιστή Κώστα Καζάκο τώρα που άφησε τα εγκόσμια για το μεγάλο ταξίδι στην αιωνιότητα, αφού  η καλλιτεχνική του παρουσία διδάσκει αγωνιστικό φρόνημα και η τελευταία πράξη της ζωής του, να δωρίσει το σώμα του στην ιατρική σχολή, διδάσκει την επιλογή της επιστήμης έναντι του παραμυθιού. Ας θυμόμαστε τον αγωνιστή με την αγέρωχη και επιβλητική παρουσία, με τη βροντερή φωνή, για τους  αγώνες και το αγωνιστικό του φρόνημα μέχρι το τέλος και όπως έλεγε και ο ίδιος για την κοινωνική απελευθέρωση: σημασία έχει να παλεύεις για να γίνει. Αν θα γίνει ή δεν θα γίνει σε 50 ή 100 χρόνια είναι δευτερεύον. Αν κινητοποιηθούμε πολλοί, θα γίνει αύριο. Αν οι 10 είναι ξάπλα στον καναπέ και οι 2 τρέχουν, θ’ αργήσει πολύ. Η ζωή είναι αγώνας.