Ιστορία
100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς

15/9, Στιγμιότυπο της βιβλιοπαρουσίασης στο Ζάππειο. Φωτό: Λένα Βερδέ

Από αριστερά: Μ. Λυμπεράτος, Ζ.Λυσικάτου, Λ.Μπόλαρης. 

 

Την έκδοσή του «ΣΕΚΕ - Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα» παρουσίασε την Πεμπτη 15 Σεπτέμβρη, στο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο, το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Ήταν μια πολύ επιτυχημένη εκδήλωση, την οποία παρακολούθησε πλήθος επισκεπτών του Φεστιβάλ. Ομιλητές ήταν ο ιστορικός Μιχάλης Λυμπεράτος και ο συγγραφέας του βιβλίου Λέανδρος Μπόλαρης.

«Συζητάμε για ένα εξαιρετικό βιβλίο, του Λέανδρου Μπόλαρη, για τη δημιουργία των πρώτων κομματικών σχηματισμών της Αριστεράς στην Ελλάδα, μια διαδικασία στενά συνδεδεμένη με αυτό που αποτελεί και το αντικείμενο όλης της Έκθεσης, δηλαδή το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα γεγονός που άλλαξε την οικονομική και πολιτική φυσιογνωμία της χώρας, δημιούργησε νέες κατευθύνσεις και νέους σκοπούς για το λαϊκό και κοινωνικό κίνημα και σε μεγάλο βαθμό γέννησε και το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής, από την άποψη ότι αξιοποίησε όλο αυτό το ιδεολογικό δυναμικό που δημιούργησαν οι επιπτώσεις της», είπε εισαγωγικά ο Μ. Λυμπεράτος.

Οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, τόσο πάνω στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας όσο και στον κόσμο στην Ελλάδα, ήταν βασικό σημείο της ομιλίας του. Το γεγονός ότι από τις τέσσερις σκηνές εκδηλώσεων του Φεστιβάλ, αυτή της βιβλιοπαρούσιασης ήταν κατά ευχάριστη σύμπτωση αφιερωμένη στη Διδώ Σωτηρίου, του έδωσε την καλύτερη αφορμή να μιλήσει για τους πρώτους: «Η Διδώ Σωτηρίου ήταν μια Αϊβαλιώτισσα, η οποία μετά την πυρπόληση της Σμύρνης, έφτασε στον Πειραιά και μετά στην Αθήνα. Ήταν ήδη ένας άνθρωπος συνειδητοποιημένος, που σταδιακά προσχώρησε στη λογική της Αριστεράς, έγινε μια πολύ συνεπής κομμουνίστρια κι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στις πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαδικασίες για έναν ολόκληρο αιώνα.

Για να φτάσει όμως σε μια τέτοια στάση ζωής -ακόμα και το σπίτι της παραχώρησε στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών- έπρεπε να υποστεί έναν ολόκληρο μετασχηματισμό που ήταν σοκαριστικός. Γιατί όταν οι Έλληνες έφυγαν από τη Μικρά Ασία -όχι μόνο οι κάτοικοι αλλά και όσοι ήταν στο στρατό- είχαν διαμορφώσει μια αίσθηση ότι υπέστησαν μια προδοσία, εκτέθηκαν από τη συμπεριφορά του ελληνικού κράτους και τις επιδιώξεις του, αυτές που ήταν συνδεδεμένες με τον μεγαλοϊδεατισμό», είπε.

Ήταν μια συμπεριφορά που δεν άλλαξε όταν οι πρόσφυγες έφτασαν εδώ, όπως ανέλυσε διεξοδικά στη συνέχεια, αναφέροντας και «ένα πολύ ωραίο βιβλίο για το Δουργούτι [σ.σ ‘Το Δουργούτι της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944’ του Νίκου Αμπανάβα, παρουσίαση του οποίου θα βρείτε στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω που κυκλοφορεί] που είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς χτίστηκαν οι προσφυγουπόλεις στην Αθήνα, πώς ζήσαν οι άνθρωποι μέσα σε αυτές, πώς συνέχισαν να βασανίζονται και να μην έχουν τη δυνατότητα μιας διεξόδου».

Πολεμική εξόρμηση

Αντίστοιχες επιπτώσεις είχε η πολεμική εξόρμηση στον ελληνικό πληθυσμό, γεγονός που την έκανε πλειοψηφικά μισητή, συνέχισε ο Μ.Λυμπεράτος. «Διαπιστώθηκε μέσω εκλογικής διαδικασίας ότι ο ελληνικός λαός δεν ήθελε τον πόλεμο αυτό, δεν μπορούσε να πολεμήσει. Έγιναν εκλογές του Νοέμβρη του 1920 και τις έχασε πανηγυρικά ο Βενιζέλος .. Ο ίδιος δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής», περιέγραψε, εξηγώντας τους λόγους: «Ο κόσμος ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο ελληνικός προϋπολογισμός δεν μπορούσε να καλύψει τα έξοδά του...

Οι φαντάροι αντιμετώπιζαν κι αυτοί τεράστια προβλήματα. Χρειάστηκε να επιστρατευτεί η κλάση του 1910, αυτή που είχε πολεμήσει και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Ήταν μια παρατεταμένη στράτευση, οι άνθρωποι είχαν αφήσει τα χωράφια τους ακαλλιέργητα, όλος ο αγροτικός χώρος στην ουσία στέναζε. Και χωρίς αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να συντηρηθεί στρατός στο μέτωπο. Σκεφτείτε τον κόσμο που πολεμούσε στο μέτωπο και ήξερε ότι τα παιδιά και οι γυναίκες του στα μετόπισθεν πεινούσαν».

Αυτή τη δυσαρέσκεια ήρθε να εκφράσει αλλά και να οργανώσει σε ένα δυνατό αντιπολεμικό κίνημα το ΣΕΚΕ, ήταν το κεντρικό σημείο της ομιλίας που έκανε ο Λέανδρος Μπόλαρης.

«Το ΣΕΚΕ ιδρύθηκε το Νοέμβρη του 1918, σε μια σημαδιακή ημερομηνία. Μόλις είχε τελειώσει ο Α’ΠΠ και είχε γνωστό το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης. Και σύμφωνα με την περιγραφή ενός από τους πρωτεργάτες της ίδρυσής του και συνολικά της Αριστεράς και του συνδικαλισμού στην Ελλάδα τότε, του Αβραάμ Μπεναρόγια, συγκροτήθηκε από τους ζωηρώτερους και συνειδητότερους εκπροσώπους του ελληνικού προλεταριάτου ... Ήταν η περίοδος των πρώτων απεργιών και της συγκρότησης της ΓΣΕΕ και ήταν η στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση ισχυριζόταν -καλή ώρα- ότι είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Μπήκαμε στον Α’ΠΠ με τον Εθνικό Διχασμό, βρεθήκαμε με τους νικητές και τώρα θα δρέψουμε τους καρπούς αυτής της επιλογής», είπε αρχικά ο Λέανδρος.

«Σε αυτή την κομβική συγκυρία έρχεται το ΣΕΚΕ να πει “Όχι στον πόλεμο”, ο πόλεμος δεν γίνεται για την “απελευθέρωση των αδελφών μας” στη Μικρά Ασία, είναι ψέμα ότι η Ιωνία είναι τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνική, ο πόλεμος γίνεται για τη μοιρασιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τα συμφέροντα της βρετανικής αυτοκρατορίας και των ελλήνων καπιταλιστών που θέλαν την επέκταση του κράτους τους», συνέχισε. «Κι αυτό που κάνει το ΣΕΚΕ είναι να συνδέσει τη μάχη ενάντια στον πόλεμο με το εργατικό κίνημα. Το να απεργούν οι τραπεζοϋπάλληλοι ή οι ηθοποιοί της Αθήνας το 1919, για να μην μιλήσουμε για τους καπνεργάτες και άλλα πιο γνωστά κομμάτια, δεν ήταν απλό. Το ΣΕΚΕ προσπαθεί να βάλει την κίνηση της εργατικής τάξης μπροστά στην αντιπολεμική διάθεση».

Ταξική πάλη

Ήταν μια τολμηρή πολιτική, εξήγησε στη συνέχεια. «Και μόνο η επιλογή ότι η ταξική πάλη δεν σταματάει επειδή το έθνος πολεμάει -αντίθετα επειδή αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μας εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να σταματήσουμε τους αγώνες για ψωμί και δικαιώματα- ήταν σκληρή. Όταν το 1921 απήργησαν οι σιδηροδρομικοί, ένα σωματείο που το ΣΕΚΕ ήταν μειοψηφία, η τιμωρία για τους επιστρατευμένους απεργούς ήταν να σταλούν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί οι σιδηροδρομικοί γίναν κομμουνιστές και συνδέθηκαν με τους φαντάρους του μετώπου που δρούσαν σε αντιπολεμικούς ομίλους. Ο Παντελής Πουλιόπουλος ήταν βασική φυσιογνωμία», είπε, για να τονίσει αμέσως μετά τη σημασία αυτής της παρέμβασης: 

«Μέχρι τότε την αντιπολεμική διάθεση την καρπώνονταν ένα αστικό κόμμα, οι Βασιλόφρονες. Τα φτωχά λαϊκά στρώματα και οι εργάτες της Αθήνας και του Πειραιά κατά κύριο λόγο ψήφιζαν Λαϊκό Κόμμα και όχι Φιλελεύθερους. Με αυτή την παρέμβαση, το ΣΕΚΕ καταφέρνει να δώσει τη δικιά της φωνή στην εργατική τάξη ώστε να μην είναι κομμάτι της σύγκρουσης ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες. Το έκανε αυτό γιατί ήταν ένα κόμμα επαναστατικό και διεθνιστικό. Από τα ιδρυτικά του κείμενα συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή του Λένιν και του Τρότσκι, ξεκαθάρισε ότι η κοινωνία αλλάζει με επανάσταση κι όχι με την ψήφο στις εκλογές, ότι δεν υπάρχει εθνικό συμφέρον αλλά ταξικά συμφέροντα που συγκρούονται, ότι οι εργάτες των άλλων χωρών είναι αδέλφια μας.

Το έκανε και θεωρητικά και σαν αιτήματα και δράση. Ένα παράδειγμα. Το Γενάρη του 1921 απεργούν οι υφάντριες του Ρετσίνα στον Πειραιά, ένα μεγάλο εργοστάσιο που πάλι το σωματείο δεν ελέγχεται από το ΣΕΚΕ αλλά είναι αυτό που οργανώνει τη συμπαράσταση. Οι εργάτριες ζητάνε αυξήσεις, η εργοδοσία κηρύσσει λοκάουτ. Το αίτημα που προβάλει η εφημερίδα του ΣΕΚΕ είναι κρατικοποίηση του εργοστασίου χωρίς αποζημίωση. Εφόσον παράγει υφάσματα για το στρατό για να επεκτείνει την πατρίδα του ο Ρετσίνας όπως λέει, ενώ τα αδέρφια και οι πατεράδες των εργατριών είναι επιταγμένοι, ας επιταχτεί και το εργοστάσιο για να πάρουν αυξήσεις οι εργάτριες. Μια προσπάθεια δηλαδή να ζυμωθούν οι νέες επαναστατικές ιδέες με τις εμπειρίες της εργατικής τάξης. Κάτι που συνεχίστηκε μετά την κατάρρευση του μετώπου και στους πρόσφυγες». 

Τις ομιλίες ακολούθησαν ερωτήσεις και τοποθετήσεις, πολλές από τις οποίες στάθηκαν στην επικαιρότητα του βιβλίου και αυτής της συζήτησης για το αντιπολεμικό κίνημα, την εργατική τάξη και την Αριστερά σήμερα.