Στα πλαίσια της Εβδομάδας Κυπριακού Θεάτρου, που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, παρουσιάστηκε η παράσταση του θεάτρου Αντίλογος “Περιμένοντας τον Γκοντό” (ή “καρτερώντας” στα κυπριακά) στις 21/9 στο Rex. Στο εμβληματικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ αυτή τη φορά οι ήρωες είναι ένας Ελληνοκύπριος και ένας Τουρκοκύπριος (Γιώργος Κυριάκου και Izel Seylani), οι οποίοι μιλούν στην κυπριακή διάλεκτο, ελληνική και τουρκική (με ελληνικούς υπέρτιτλους), περιμένοντας την έλευση του Γκοντό στην πράσινη γραμμή στη Λευκωσία. Ο Γκοντό -όπως και η επίλυση του Κυπριακού- δεν έρχεται ποτέ παρά την αναγγελία ότι “οπωσδήποτε θα έρθει αύριο”. Μέχρι τότε, οι δύο ήρωες γνωρίζονται, διασκεδάζουν, τραγουδούν μαζί, γίνονται αχώριστοι...
Ο Κώστας Σιλβέστρος, που έκανε τη σκηνοθεσία και τη διασκευή της παράστασης μίλησε στην Εργατική Αλληλεγγύη:
«Υπάρχει ένα ταξίδι και μία προσμονή για κάτι αισιόδοξο στο τέλος. Οι κοινοί αγώνες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έχουν δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Εμείς ως μια νεότερη γενιά έχουμε να διαχειριστούμε ένα μεταπολεμικό τραύμα της προηγούμενης γενιάς, των γονιών μας δηλαδή, οι οποίοι βίωσαν τον πόλεμο, μεγάλωσαν με ένα “δεν ξεχνώ” από το 1974 και μετά. Με διάφορους τρόπους και μέσω της Παιδείας γίνεται η προσπάθεια να μας το περάσουν, αλλά είναι μια διαφορετική έννοια για μας γιατί δεν έχουμε εμπειρία από αυτό που δεν πρέπει να ξεχάσουμε.
Ο τρόπος που πιστεύω ότι μπορούν να πάνε τα πράγματα καλύτερα είναι αφήνοντας πίσω τα λάθη και την αρνητική μνήμη του παρελθόντος. Προσπαθώντας να δούμε μπροστά πώς μπορούμε πραγματικά να ζήσουμε ειρηνικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι και να προχωρήσουμε σε ένα μέλλον μιας ενιαίας πατρίδας. Σε μια χώρα τόσο μικρή όσο η Κύπρος δεν είναι φυσιολογικό να μας χωρίζουν συρματοπλέγματα και να μην μας επιτρέπουν να έχουμε μια ουσιαστική και καθημερινή τριβή με τους συμπατριώτες μας τους Τουρκοκύπριους. Απλώς γίνεται μια καθημερινότητα την οποία βιώνουμε. Κι εμείς, με τέτοιες προσπάθειες, όπως με την παράσταση “Περιμένοντας τον Γκοντό”, προσπαθούμε να σπάσουμε αυτά τα τείχη και να πούμε ότι μπορούμε να συνυπάρξουμε, να δημιουργήσουμε πράγματα μαζί, αρκεί να υπάρχει θέληση.
Η παράσταση δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία, που τα σημεία διέλευσης είχαν κλείσει και δεν μπορούσαμε να περάσουμε στη μεριά του άλλου. Ήταν μια πολύ συγκινητική διαδικασία γιατί το μόνο μέρος που μπορούσαμε να συναντηθούμε ήταν στη “νεκρή ζώνη”, μέσα στη μέση, στο Σπίτι της Συνεργασίας. Στην ταράτσα του Σπιτιού έγιναν οι πρόβες και η παράσταση εκεί έγινε, που είχε απίστευτα μεγάλη συμβολική σημασία. Στις πρόβες που γινόντουσαν καθημερινά στη “νεκρή ζώνη”, εγώ σαν σκηνοθέτης έβλεπα τον Γιώργο να έρχεται από τη μία μεριά και τον Ιζέλ από την άλλη και αντίστοιχα να φεύγουν.
Αντιλαμβάνεστε ότι με τέτοιες εικόνες και τέτοια ερεθίσματα μπροστά σου, σαν να βιώνεις ένα καθημερινό ντοκιμαντέρ, η σκηνοθεσία ή η όποια άποψη για το έργο έρχεται και κάθεται από μόνη της στα λόγια του Μπέκετ, τα οποία ούτως ή άλλως εκφράζουν τον παραλογισμό μιας κατάστασης. Δύο άνθρωποι να προσπαθούν να επικοινωνήσουν, να έρθουν κοντά, αλλά κάτι να τους τραβάει μακριά, δεν είναι μόνο στο έργο, το έβλεπες μπροστά σου. Είναι λες και γράφτηκε για το ζήτημα του Κυπριακού, γιατί οι ήρωες περιμένουν τον Γκοντό γύρω στα 50 χρόνια -εμείς κλείνουμε 48 τώρα.
Η αποδοχή για το έργο και στις δύο μεριές ήταν συγκλονιστική, ήταν σαν ο κόσμος να λυτρωνόταν μαζί μας. Οι λαοί είναι πιο έτοιμοι από τις κυβερνήσεις για να συνυπάρξουν, στην πλειοψηφία τους δεν θέλουν τους διαχωρισμούς ή τον πόλεμο. Αποκορύφωμα ήταν η ιστορική βράβευση στο Φεστιβάλ Θεάτρου Μάλτεπε στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνοντας το Βραβείο Σκηνοθέτη και το Βραβείο Α’ ανδρικού Ρόλου (εξ' ημισείας για τους δύο ηθοποιούς), καθώς πρώτη φορά στην Τουρκία βραβεύεται Ελληνοκύπριος και κυπριακό θέατρο».