Οικονομία και πολιτική
Σχέδιο προϋπολογισμού 2023: “Βγαίνουμε από την επιτήρηση”- Μπαίνουμε ξανά στα μνημονιακά πλεονάσματα

Ο Klaus Regling της Τρόικας παραμένει ο πραγματικός “τσάρος” της οικονομίας

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα ο Χρήστος Σταϊκούρας στη Βουλή περιέχει, όπως πάντα, πολλά νούμερα και στοιχεία -απολογισμούς, εκτιμήσεις, στόχους και προβλέψεις. Το κεντρικό του σημείο, όμως, είναι ένα: η επιστροφή στην πολιτική των “πρωτογενών πλεονασμάτων”.

“Ο προϋπολογισμός του 2023”, κομπάζει το υπουργείο Οικονομικών στον πρόλογο “είναι ο πρώτος κρατικός προϋπολογισμός τα τελευταία δώδεκα έτη, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας”. Και για να γιορτάσουμε αυτή την επιτυχία η κυβέρνηση επαναφέρει το πιο σκληρό από τα μνημονιακά μέτρα -τους “θετικούς”, “πλεονασματικούς” προϋπολογισμούς. 

Επαναφέρει δηλαδή την ακραία νεοφιλελεύθερη λογική του “κράτους – επιχείρησης”, ενός κράτους όπου τα έσοδα θα ξεπερνάνε τα έξοδα, όπου οι τραπεζίτες θα παίρνουν τους τόκους τους στην ώρα τους, τα κουπόνια των κρατικών ομολόγων θα εξαργυρώνονται στις προβλεπόμενες ημερομηνίες, οι προμηθευτές του δημοσίου -κάθε λογής, από τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες ως την κακόφημη Intellexa (που εμπορεύεται το predator)- θα πληρώνονται κανονικά και οι εταιρίες ενέργειας θα τσεπώνουν στο ακέραιο της κρατικές επιδοτήσεις. Τη λογική ενός κράτους όπου τα έσοδα και τα έξοδα έχουν προτεραιότητα απέναντι στα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις συγκοινωνίες. Ενός κράτους όπου οι δημόσιοι χώροι παραδίδονται στους ιδιώτες για εκμετάλλευση, οι παραλίες στη “βάρια βιομηχανία” του τουρισμού και η “κοινή ωφέλεια” (ή ότι έχει απομείνει από αυτή) στους κερδοσκόπους.

Η φετινή χρονιά θα κλείσει, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα και τις εκτιμήσεις του υπουργείου, με ένα “πρωτογενές έλλειμμα” (δηλαδή χωρίς τον υπολογισμό των τόκων) 1,7% του ΑΕΠ. Ο στόχος για το 2023 είναι “πρωτογενές πλεόνασμα” 0,7% του ΑΕΠ. Αυτή η διαφορά των 2,4 ποσοστιαίων μονάδων μπορεί να μοιάζει μικρή. Αλλά δεν είναι. Το 2023 (και πάλι σύμφωνα με τις προβλέψεις του προσχεδίου) το ΑΕΠ της Ελλάδας θα φτάσει στα 222 δις Ευρώ. Το 2,4% αντιστοιχεί σε 5,3 δις. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, οι “ταχτικές” (πλην κόβιντ) δαπάνες του υπουργείου Υγείας στον προϋπολογισμό του 2022 ήταν 4,5 δις. Ένα μόνο κλάσμα από αυτά τα 5,3 δις του “πρωτογενούς πλεονάσματος” θα αρκούσε για να κλείσουν όλες οι ελλείψεις προσωπικού στην Υγεία και την Παιδεία. Αλλά η κυβέρνηση προτιμάει να τα δώσει στους δανειστές και τους κερδοσκόπους.

Πληθωρισμός

Από που θα προέλθουν αυτά τα δισεκατομμύρια; Μα φυσικά από τους φόρους. Την ίδια ώρα που ο πληθωρισμός σαρώνει τα εργατικά εισοδήματα, όπου οι συντάξεις φτάνουν μόνο για τις 20 πρώτες μέρες του μήνα, όπου σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές το 28% του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο της φτώχειας, όπου πάνω από 350 χιλιάδες άνθρωποι “προσπερνάνε” συστηματικά γεύματα, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εισπράξει 31,5 δις από τους “έμμεσους” φόρους – τους φόρους κατανάλωσης που χτυπάνε δυσανάλογα τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Τα έσοδα από την φορολόγηση των “νομικών προσώπων”, δηλαδή των επιχειρήσεων προβλέπεται να φτάσουν στα 4 δις, δηλαδή να αυξηθούν κατά 325 εκατομμύρια σε σχέση με τη φετινή χρονιά. Ούτε μια σταγόνα δεν είναι οι φόροι που θα πληρώσουν οι εταιρίες ενέργειας για τα δισεκατομμύρια που τσεπώνουν με το κόλπο του “χρηματιστηρίου ενέργειας” από το δημόσιο και τους καταναλωτές. 

Ο Σταϊκούρας δεν κομπάζει μόνο για την έξοδο από την “εποπτεία”. Κομπάζει και για την “σημαντική ανθεκτικότητα” που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία -χάρη στη διακυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εννοείται. Η ανάπτυξη, γράφει, θα ξεπεράσει φέτος τις προβλέψεις του περσινού προϋπολογισμού – θα φτάσει στο 5,3% έναντι 4,5% της πρόβλεψης. Αλλά θα υποχωρήσει στο 2,1% το 2023. 

Και αυτό με τα πιο ευνοϊκά σενάρια. Το ίδιο το προσχέδιο αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι οι προβλέψεις μπορούν να ανατραπούν από τις διεθνείς εξελίξεις -τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις ελλείψεις στην ενέργεια, την νομισματική πολιτική (δηλαδή τα ανεβασμένα επιτόκια) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό που δεν λέει είναι πόσο δραματικές μπορεί να γίνουν αυτές οι ανατροπές. Η πολιτική του εύκολου και φτηνού χρήματος που εφάρμοζε τα τελευταία χρόνια λόγω κόβιντ η ΕΚΤ, έδινε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να δανείζεται φτηνά. Αυτό έχει τελειώσει. 

Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να βρίσκεται στα ουράνια: στο τέλος του 2022 θα ξεπεράσει στα 392 δισεκατομμύρια. Το μόνο που σώζει -προς το παρόν- απο μια νέα κρίση χρέους είναι το ιταλικό χρέος, το οποίο αναγκάζει την ΕΚΤ να συνεχίσει να στηρίζει τις υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η “σημαντική ανθεκτικότητα” που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε ένα ατύχημα της ιστορίας και μπορεί να γίνει θρύψαλα από τη μια στιγμή στην άλλη. Όπως έγινε το 2010. Και ακόμα χειρότερα.