Οικονομία και πολιτική
Νόμπελ Οικονομίας στον Μπερνάνκε: Βραβείο για τον τραπεζίτη πρόκληση για τους φτωχούς

5 Μάη 2010, Γενική Απεργία. Φωτό: Αρχείο ΕΑ

Το «Νόμπελ Οικονομίας» ήταν από την ίδρυσή του πριν από 54 χρόνια πάντα μια πρόκληση. Πρώτα απ’ όλα γιατί δεν έχει καμιά σχέση με τον Άλφρεντ Νόμπελ. Ο Νόμπελ κληροδότησε όλη του την περιουσία στο ομώνυμο ίδρυμα με στόχο να βραβεύει κάθε χρόνο «αυτούς που προσέφεραν τα περισσότερα στην ανθρωπότητα». 

Οι φετινοί νικητές του «Νόμπελ Οικονομίας» δεν έχουν προσφέρει τίποτα στην ανθρωπότητα. Για την ακρίβεια έχουν παίξει, ο καθένας στον τομέα του, σημαντικό ρόλο στην αύξηση της ανισότητας στην επιδείνωση της θέσης της πλειοψηφίας και την εξαθλίωση των φτωχών. 

Το «Νόμπελ Οικονομίας» μοιράστηκαν φέτος τρεις «εξέχοντες» οικονομολόγοι.

Ο πρώτος είναι ο Μπεν Μπερνάνκε, ο πρώην διοικητής της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED). Το μεγάλο του επίτευγμα υποτίθεται ότι ήταν η αντιμετώπιση της κρίσης του 2008. Χάρη στις «έγκαιρες», «ριζοσπαστικές» του παρεμβάσεις (την άμεση πτώση των επιτοκίων, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης κλπ) το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα διασώθηκε από την κατάρρευση και η παγκόσμια οικονομία γλύτωσε από μια νέα Μεγάλη Ύφεση. Αυτό φυσικά που ξεχνάνε αυτές οι αγιογραφίες είναι την κληρονομιά αυτής της διάσωσης – μια τεράστια κερδοσκοπική φούσκα που καταδιώκει συνεχώς την παγκόσμια οικονομία. Ακόμα χειρότερα, ξεχνάνε ότι η επιχείρηση  διάσωσης είχε τη δική της «Ιφιγένεια», τους εργάτες και τους φτωχούς που θυσιάστηκαν στο όνομα της επιβίωσης των τραπεζών. 

Το βραβείο ο Μπερνάνκε, τυπικά, δεν το πήρε για όσα έκανε σαν διοικητής της FED. Το πήρε, υποτίθεται, για την θεωρητική του συμβολή στην οικονομική θεωρία – για μια εργασία που είχε δημοσιεύσει τη δεκαετία του 1980 στην οποία απέδιδε την γενικευμένη κατάρρευση της δεκαετίας του 1930 στο «bank run», τις «μαζικές αναλήψεις πανικού» που έσπρωξαν χιλιάδες τράπεζες στην χρεοκοπία.

Το «bank run» ήταν το αντικείμενο της μελέτης και των δυο άλλων βραβευθέντων – του Φίλιπ Ντύμπβικ και του Ντάγκλας Ντάιμοντ. Και οι δύο είναι καθηγητές σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι δυο οικονομολόγοι, σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times, «εξήγησαν ότι οι τράπεζες παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο λειτουργώντας σαν ο σύνδεσμος μεταξύ των αποταμιευτών, που θέλουν να έχουν άμεση πρόσβαση στα χρήματά τους και των δανειστών που χρειάζονται μακροπρόθεσμες πιστώσεις – όμως οι τράπεζες είναι από τη φύση τους ευάλωτες όταν ο κόσμος πιστεύει ότι οι αναλήψεις θα ξεπεράσουν τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν. Οι Ντάιμοντ και Ντύμπβικ πρότειναν μια εφικτή λύση στο πρόβλημα: … κρατική εγγύηση των χρημάτων των καταθετών».

Ανυποληψία

Οι τράπεζες έπεσαν σε απόλυτη ανυποληψία τη διετία 2009-2010. Τότε  είχαν θεωρηθεί ο βασικός υπεύθυνος για την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει. Και όχι και εντελώς άδικα: η κρίση είχε πυροδοτηθεί από ένα όργιο κερδοσκοπίας πάνω στην αξία της γης που είχε στο κέντρο της τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. Τα ΜΜΕ ξιφουλκούσαν  για μήνες καθημερινά ενάντια στα διαβόητα «γκόλντεν μπόις», τα στελέχη των τραπεζών που συνέχιζαν να ζούνε μέσα στη χλιδή τη ώρα που είχαν βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στο χάος. Στη συνέχεια, βέβαια, όλα αυτά ξεχάστηκαν. Και σιγά σιγά έγιναν και πάλι τραπεζίτες, επενδυτές, χρηματιστές, στελέχη. Η κοσμική τους ζωή έγινε και πάλι ευυπόληπτη. Επιφανείς οικονομολόγοι είναι που μας έσωσαν από την καταστροφή. Νομπελίστες…

Το «Νόμπελ Οικονομίας» δεν ήταν στην πραγματικότητα ποτέ τίποτα διαφορετικό. Ο Πέτερ Νόμπελ, απόγονος του εφευρέτη, το έχει πολλές φορές καταγγείλει. «Ο Νόμπελ», λέει, «απεχθανόταν τους ανθρώπους που νοιάζονταν περισσότερο για τα κέρδη από ότι για την ευημερία της κοινωνίας».

Η ίδια η λίστα των μέχρι τώρα βραβευμένων βγάζει κυριολεκτικά μάτια. Το 1976 βράβευσαν τον Μίλτον Φρίντμαν, τον πάπα του νεοφιλελευθερισμού και οικονομικό σύμβουλο του αιμοσταγούς δικτάτορα της Χιλής Στρατηγού Πινοσέτ. Το 1997 τον Ρόμπερτ Κοξ Μέρτον και τον Μάιρον Σάμουελ Σολς, δυο ακόμα «επιφανείς» οικονομολόγους που εκτός από καθηγητές ήταν και οι ιδρυτές του LCTM, του διαβόητου hedge fund που χρεοκόπησε -σημαδιακά- το 1997 απειλώντας να παρασύρει μαζί του στην άβυσσο όχι μόνο το αμερικανικό αλλά και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. 

Μια τελευταία λεπτομέρεια: η επιτροπή αξιολόγησης είναι στενά δεμένη με την Εταιρία Μοντ Περελέν – το διεθνές άντρο του νεοφιλελευθερισμού που είχαν ιδρύσει το 1947, ανάμεσα σε άλλους ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Φρίντριχ φον Χάγεκ. «Οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν», έγραφε η ιδρυτική της διακήρυξη. «Υποδαυλίστηκαν από την υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία και ανταγωνιστική αγορά». 

Φέτος δεν βραβεύτηκαν τρεις «εξέχοντες οικονομολόγοι». Βραβεύτηκαν οι τράπεζες, οι θεματοφύλακες των πραγματικών αξιών του πολιτισμού, της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού.