Αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα
Επίσημη καταγραφή των επαναπροωθήσεων

Φωτό: ΑΡ

Η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίζει να αρνείται την πραγματοποίηση παράνομων επαναπροωθήσεων προσφύγων – pushbacks, αλλά οι μαρτυρίες, οι καταγγελίες και τα πορίσματα θεσμών και οργανώσεων, συνεχίζουν να αποκαλύπτουν την αλήθεια. 

Αυτή τη φορά η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ένας επίσημος θεσμός που ορίζεται ως «ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας» με εξουσιοδότηση συμμετοχής στο Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, παρουσίασε τη συγκρότηση Μηχανισμού Καταγραφής Περιστατικών Άτυπων Αναγκαστικών Επιστροφών και την πρώτη ενδιάμεση έκθεσή του.

Τα περιστατικά στα οποία αναφέρονται οι μαρτυρίες που έχει συλλέξει ο Μηχανισμός Καταγραφής αφορούν τουλάχιστον 2.157 πρόσφυγες – θύματα παράνομων επαναπροωθήσεων την περίοδο 2020-2022.

Από τις μαρτυρίες προκύπτει «ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από οργανωμένες επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν τον εντοπισμό των προσφύγων – αιτούντων άσυλο, την άτυπη σύλληψη και άτυπη κράτησή τους σε κτίρια που άλλοτε αναγνωρίζονται κι άλλοτε όχι, τη μεταφορά τους σε διάφορα γεωγραφικά σημεία και την τελική απομάκρυνσή τους, συνήθως προς την Τουρκία» τονίζει ο Ηλίας Τσαμπαρδούκας, επόπτης του Μηχανισμού Καταγραφής. 

Σύμφωνα με την έκθεση, στην πλειοψηφία τους τα θύματα των επαναπροωθήσεων ήταν πρόσφυγες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, ενώ σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις αναφέρεται η άσκηση βίας «όπως για παράδειγμα σωματική και λεκτική βία ή απειλή, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων». 

Σε ποσοστό 65% καταγγέλονται ένστολοι για την άσκηση βίας, ενώ η ύπαρξη του υπόλοιπου 35% «ενισχύει τις αναφορές ότι ενδέχεται να συμμετέχουν σε αυτά πολίτες μη έχοντες αναλάβει νόμιμα δημόσια εξουσία». Το 69% των θυμάτων είχαν μαζί τους ταυτοποιητικά έγγραφα, το 63% δεν κατάφεραν καν να το γνωστοποιήσουν στις αρχές, ενώ το 77% καταγγέλει ότι τους τα πήραν και/ή τα κατέστρεψαν. Το 93% καταγγέλει κατάσχεση προσωπικών αντικειμένων. Σχεδόν όλες οι μαρτυρίες «ανέφεραν ότι σε κανένα στάδιο του περιστατικού δεν ερωτήθηκαν σε γλώσσα που κατανοούν αν επιθυμούν να καταθέσουν αίτημα διεθνούς προστασίας». Στις περιπτώσεις που τα θύματα διέθεταν καθεστώς διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα ή ήταν καταγεγραμμένοι/ες αιτούντες/ούσες άσυλο, «το καθεστώς αυτό δεν ελήφθη υπόψη». 

Μάλιστα όπως αναφέρει η έκθεση υπήρξαν μαρτυρίες που καταγγέλουν ότι η «άτυπη σύλληψη» και η διαδικασία της «άτυπης επαναπροώθησης» δεν ξεκίνησε στα σύνορα, αλλά στην ενδοχώρα. Δεν εντοπίστηκαν δηλαδή οι συγκεκριμένοι πρόσφυγες σε μια βάρκα στο Αιγαίο ή στον Έβρο, αλλά απήχθησαν από την Αθήνα ή κάποια άλλη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Απέναντι σε όλα αυτά ο Μηταράκης περιορίστηκε να δηλώσει ότι το Υπουργείο «καλωσορίζει τη δημιουργία του Μηχανισμού Καταγραφής Άτυπων Αναγκαστικών Επιστροφών» κι ότι «είναι κρίσιμο να υπάρξει ένας αξιόπιστος μηχανισμός καταγραφής», σε άλλη μια «άτυπη» παραδοχή των παράνομων και δολοφονικών πρακτικών της ρατσιστικής κυβέρνησης.