Οι ναζί ανέβηκαν στην εξουσία στην Γερμανία τον Γενάρη του 1933. Πέντε μήνες μετά, η Κλάρα Τσέτκιν άφηνε, σε ηλικία 78 χρονών, την τελευταία της πνοή σε ένα σανατόριο έξω από τη Μόσχα. Η είδηση του θανάτου της «χάθηκε» στα κύματα του μεγάλου κατακλυσμού της ήττας του ισχυρότερου εργατικού κινήματος του κόσμου και του μαζικότερου Κομμουνιστικού Κόμματος έξω από τη Ρωσία.
Υπήρχε κι ένας άλλος λόγος: η Κλάρα Τσέτκιν, η συντρόφισσα και συνεργάτιδα της Ρόζα Λούξεμπουργκ, παρόλο που ήταν μέχρι το θάνατό της μια «σεβάσμια προσωπικότητα» του κομμουνιστικού κόμματος, στην πραγματικότητα είχε περιθωριοποιηθεί από τον σταλινισμό. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι μέχρι το τέλος επέμενε να υπερασπίζει την στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Αυτή η στρατηγική μπορούσε να φέρει τη νίκη στην πάλη ενάντια στο φασισμό.
Αυτή την στρατηγική είχε αναδείξει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο ο Τρότσκι στα κείμενά του για την Γερμανία από το 1930 μέχρι και το 1933. Όμως, αυτές οι ιδέες δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά στο μυαλό του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχε δώσει μια μεγάλη μάχη σε συνεργασία με τον Λένιν ώστε η Κομμουνιστική Διεθνής να υιοθετήσει την στρατηγική του ενιαίου μετώπου.
Η Κλάρα Τσέτκιν έδωσε μαζί τους αυτή τη μάχη στο Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1921 και το 1922. Και δεν ήταν μια «τυχαία». Ήταν από τα τέλη του 19ου αιώνα μια εξέχουσα φυσιογνωμία του διεθνούς κινήματος των γυναικών, σαφώς ταγμένη στην επαναστατική πτέρυγα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στενή φίλη και συνεργάτιδα της Ρόζα Λούξεμπουργκ, ιδρυτικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD).
Ο φασισμός δεν εμφανίστηκε στην Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η πρώτη του νίκη είχε έρθει στην Ιταλία το 1922. Για κάποια χρόνια ο Μουσολίνι ήταν το «πρότυπο» του Χίτλερ. Τα νεαρά επαναστατικά κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς βρέθηκαν τότε αντιμέτωπα με την ανάγκη να αναλύσουν το φαινόμενο του φασισμού και να χαράξουν το δρόμο της πάλης εναντίον του. Ήταν μια συζήτηση αξεδιάλυτα δεμένη με τη συζήτηση για το ενιαίο μέτωπο.
Τον Ιούνη του 1923 η Ευρεία Ολομέλεια της Εκτελεστικής της Κομιντέρν υιοθέτησε την εισήγηση της Κλάρας Τσέτκιν που είχε τίτλο “Η Πάλη ενάντια στο Φασισμό”. Εκατό χρόνια μετά, παραμένει ένα «φρέσκο» κι επίκαιρο κείμενο για πολλούς λόγους.
Η Τσέτκιν καυτηριάζει αυτό που σήμερα ονομάζεται «θεωρία των δυο άκρων». Η φασιστική βία είναι η απάντηση στην «κόκκινη βία» λέγανε τότε αστοί πολιτικοί. Η Ρώσικη Επανάσταση και η «μπολσεβίκικη βία» φταίει για την εμφάνιση του φασισμού έλεγε η αστική προπαγάνδα.
Η Τσέτκιν απαντάει στις αστικές συκοφαντίες και προχωράει πιο πέρα: επισημαίνει ότι ο φασισμός δεν είναι μια ακόμα μορφή «αστικής βίας», όπως για παράδειγμα μια στρατιωτική δικτατορία ή μια περίοδος ακραίας αστυνομικής καταστολής. Αυτή την αντίληψη υποστήριζαν τότε (και σήμερα) τα πιο σεχταριστικά ρεύματα στην Αριστερά.
Ο φασισμός, υπογραμμίζει η Τσέτκιν, είναι ένα αντιδραστικό κίνημα στο δρόμο και αυτό τον κάνει ιδιαίτερα επικίνδυνο. Η κοινωνική του βάση είναι τα μικροαστικά στρώματα τα οποία αυτό που τα «βαραίνει πάνω απ' όλα είναι η έλλειψη ασφάλειας για τη βασική τους ύπαρξη».
Αυτά τα στρώματα μπορούν να στραφούν στ’ αριστερά αν το εργατικό κίνημα μπει μπροστά στον αγώνα για να ανατρέψει το σύστημα που γεννάει φτώχεια και ανασφάλεια. Στην περίπτωση της Ιταλίας η ηγεσία της Αριστεράς και των συνδικάτων δεν άρπαξε την ευκαιρία που έδωσε η «Κόκκινη διετία» των απεργιών και των εργοστασιακών επιτροπών.
Γι’ αυτό το λόγο επέμενε η Τσέτκιν, τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρέπει να παλέψουν ενάντια στο φασισμό ενώνοντας την εργατική τάξη στα εργοστάσια και τους δρόμους. Για να αντισταθεί στις φασιστικές επιθέσεις και να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Ενωμένη δράση
Αυτό σημαίνει ενωμένη δράση όλης της εργατικής τάξης. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο φασισμός δεν νοιάζεται αν ο εργάτης στο εργοστάσιο έχει ψυχή βαμμένη στα λευκά και χρυσά χρώματα της Βαυαρίας, στα μαύρα, κόκκινα και χρυσά χρώματα της αστικής δημοκρατίας ή στο κόκκινο λάβαρο με το σφυροδρέπανο. Αυτό που βλέπει είναι ένα συνειδητό προλετάριο και τον χτυπάει με το ρόπαλο».
Οι συμφωνίες κοινής δράσης με τα ρεφορμιστικά κόμματα, τις ηγεσίες των συνδικάτων αυτό το σκοπό πρέπει να υπηρετούν. Να βάζουν σε κίνηση την πελώρια δύναμη της εργατικής τάξης. Όπως έλεγε σε μια ομιλία της, οι συμφωνίες με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες είναι απαραίτητες «για να εντείνουμε την πίεση να μπουν σε δράση» και έτσι «να κερδίζουμε ένα όλο και πιο μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών τους στο δικό μας λάβαρο».
Όμως, τα επόμενα χρόνια αυτή η στρατηγική εγκαταλείφθηκε σταδιακά. Η επίσημη εγκατάλειψή της έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τον Στάλιν. Πλέον, η Κομιντέρν διακήρυσσε ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι δίδυμος αδελφός του φασισμού, είναι «σοσιαλφασισμός». Ήταν μια πολιτική που είχε καταστροφικές επιπτώσεις στο κίνημα.
Την στιγμή που η φασιστική απειλή γιγαντωνόταν στην Γερμανία, η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας εναπέθετε όλες τις ελπίδες για την αντιμετώπισή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το SPD περίμενε ότι οι «θεσμοί» (η αστυνομία, τα δικαστήρια, η βουλή) θα σταματούσαν τους Ναζί. Αυτή η πολιτική επέβαλλε ένα ζουρλομανδύα παθητικότητας στα εκατομμύρια των οργανωμένων εργατριών και εργατών που ακολουθούσαν το SPD αλλά ήθελαν να παλέψουν τους φασίστες. Και το KPD αντί να τους απλώνει το χέρι για κοινή αντιφασιστική δράση, μιλούσε για «σοσιαλφασίστες».
Η Τσέτκιν διαφωνούσε με αυτή την πολιτική και το πλήρωσε με την εσωκομματική απομόνωσή της. Ασφυκτιούσε σε μια Κομιντέρν που όπως επεσήμαινε καυστικά σε μια προσωπική της επιστολή «από τη μια ρουφάει διαταγές στη ρωσική γλώσσα και τις εκτοξεύει μεταφρασμένες σε άλλες γλώσσες». Σε ένα εμπιστευτικό υπόμνημα στην κομματική ηγεσία το 1930 διαμαρτυρόταν ότι πλέον το ρωσικό κόμμα «δεν ηγείται» απλά «υπαγορεύει».
Όμως, οι δημόσιες διαφοροποιήσεις της από την καταστροφική σεχταριστική γραμμή ήταν προσεχτικές. Για παράδειγμα το 1931 υποστήριξε δημόσια ότι στην καμπάνια για την νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα πρέπει να επιδιωχτεί η συνεργασία με τη γυναικεία οργάνωση του SPD και τα συνδικάτα.
Η Τσέτκιν έκανε την τελευταία ομιλία της τον Αύγουστο του 1932, στη γερμανική βουλή, το Ράιχσταγκ. Παραδοσιακά τις εργασίες κάθε νέας βουλής τις άνοιγε ο πιο παλιός βουλευτής. Σε αυτή την περίπτωση ήταν η Τσέτκιν που είχε εκλεγεί με το ψηφοδέλτιο του KPD. Οι ναζί απειλούσαν ότι θα τη δολοφονήσουν. Κι όπως αναφέρει μια βιογραφία της:
«Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν πολύ αδύναμη, είχε λιποθυμικά επεισόδια και ήταν σχεδόν τυφλή. Στις 30 Αυγούστου, μπροστά σε ένα Ράιχσταγκ γεμάτο από ναζιστές βουλευτές με στολές των SA και των SS, δύο κομμουνιστές βουλευτές βοήθησαν την ηλικιωμένη γυναίκα να ανέβει στο βήμα. Μίλησε στην αρχή με φωνή που μόλις ακουγόταν, αλλά σιγά σιγά η φωνή της δυνάμωνε και γινόταν παθιασμένη».
Και εκεί βρήκε την ευκαιρία να κάνει μια τελευταία έκκληση για το ενιαίο μέτωπο. Ξεκίνησε λέγοντας: «Το πιο επείγον καθήκον μας σήμερα είναι να σχηματίσουμε ένα ενιαίο μέτωπο όλων των εργαζομένων για να ανακόψουμε το φασισμό. Όλες οι διαφορές που μας χωρίζουν και μας καθηλώνουν -είτε βασίζονται σε πολιτικές, συνδικαλιστικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές αντιλήψεις- πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά σε αυτή την επιτακτική ιστορική ανάγκη».
Τέλειωσε την ομιλία της εκφράζοντας την ευχή ότι θα βρεθεί στο «τιμητικό προεδρείο του πρώτου συνεδρίου των εργατικών συμβουλίων μιας σοβιετικής Γερμανίας». Οι ηγεσίες του SPD και του KPD, όμως, δεν κατάφεραν να βαδίσουν στο δρόμο που τους έδειχνε η Κλάρα. Η πολιτική τους έφερε την ήττα.
Σήμερα στην πάλη ενάντια στη φασιστική απειλή χρειαζόμαστε μια Αριστερά που να βαδίζει στο δρόμο που έδειξε η Τσέτκιν και ο Τρότσκι.