Η πρόσφατη τραπεζική κρίση είναι ένα σημάδι ότι οι κεντρικές τράπεζες που διαχειρίζονται τον παγκόσμιο καπιταλισμό έχουν στα χέρια τους όλο και λιγότερες επιλογές.
Όταν ξέσπασε η προηγούμενη τραπεζική κρίση, το 2007-8, αυτό που έκαναν οι κεντρικές τράπεζες ήταν να ρίξουν χρήμα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κατάφεραν να εμποδίσουν την Μεγάλη Οικονομική Επιβράδυνση του 2009 από το να εξελιχθεί σε μια κρίση αντίστοιχη με της δεκαετίας του ‘30, με δύο τρόπους. Αφενός μείωσαν τα επιτόκια στο μηδέν και αφετέρου με την Ποσοτική Χαλάρωση, δηλαδή αγοράζοντας ομόλογα σαν μέθοδο για να δημιουργούν καινούργιο χρήμα και να το διοχετεύουν στις τράπεζες.
Όμως, η παγκόσμια κρίση είχε, στην πραγματικότητα, προκληθεί από τα χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας που αποθαρρύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις και ωθούν προς την χρηματιστική κερδοσκοπία. Έτσι, καθώς απέφυγαν την καταστροφή σε μεγάλη κλίμακα του μη-ανταγωνιστικού κεφαλαίου, οι διασώσεις εμπόδισαν την κερδοφορία να επανέλθει σε υγιή επίπεδα.
Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, συνεπώς, συνέχισε να εξαρτάται από τα χαμηλά επιτόκια και την Ποσοτική Χαλάρωση. Οι προσπάθειες που έκανε η Διοίκηση της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας το 2013 και το 2018 για επιστροφή στην χρηματοπιστωτική “ομαλότητα” απέτυχαν.
Στην αρχή της πανδημίας, τον Μάρτη του 2020, οι κεντρικές τράπεζες, αντιμέτωπες με την πιθανότητα οι χρηματαγορές να παγώσουν σε μια κλίμακα ακόμη μεγαλύτερη από του 2007-8, διεύρυναν την Ποσοτική Χαλάρωση. Δημιούργησαν, επίσης, καινούργιο χρήμα για να το ξοδέψουν οι κυβερνήσεις επιδοτώντας τα χαμένα εισοδήματα και τις δουλειές. Οι πιο ακραίοι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς προειδοποιούσαν τα τελευταία 15 χρόνια ότι όλο αυτό το επιπλέον χρήμα θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού.
Αλλά, όταν όντως εκτινάχθηκε ο πληθωρισμός το 2021-22, οι αιτίες βρίσκονταν κυρίως στο παραγωγικό σύστημα.
Ανταγωνισμός
Η πανδημία διατάραξε τις εφοδιαστικές αλυσίδες που πλέον κρατάνε ενωμένη την παγκόσμια οικονομία. Τα νοικοκυριά απέναντι στα λοκντάουν αγόρασαν περισσότερο, τραβώντας προς τα πάνω τις τιμές. Και καθώς η Ανατολική Ασία έκανε τη μετάβαση από το κάρβουνο, ο ανταγωνισμός για το φυσικό αέριο αυξήθηκε.
Παρόλα αυτά, οι κεντρικές τράπεζες κινήθηκαν σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, αντιμετωπίζοντας τον πληθωρισμό σαν να ήταν αποτέλεσμα του επιπλέον χρήματος στην οικονομία. Άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ποσοτική Χαλάρωση και ανέβασαν τα επιτόκια πολύ και γρήγορα.
Αυτό που έκαναν ήταν άγρια ταξική πολιτική, αποδυνάμωσαν τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατών, αυξάνοντας την ανεργία και μειώνοντας τους μισθούς για να προστατέψουν τα κέρδη. Αλλά αυτή η στρατηγική αποσταθεροποιεί τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μια πρώτη ιδέα πήραμε όταν η -για λίγες βδομάδες- πρωθυπουργός της Βρετανίας Λις Τρας και ο υπουργός της των Οικονομικών επιχείρησαν να κάνουν μεγάλες φοροαπαλλαγές και προκάλεσαν τη ραγδαία πτώση των βρετανικών ομολόγων. Πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία, που είχαν επενδύσει ευρέως σε ομόλογα, παραλίγο να καταρρεύσουν.
Η πτώχευση της Silicon Valley Bank (SVB) την περασμένη βδομάδα είναι ακόμη ένα παράδειγμα. Αυτή η τράπεζα εξειδικευόταν στην εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων τεχνολογίας στη Βόρεια Καλιφόρνια. Οι λεγόμενες start-up χρειάζονται χρόνο μέχρι να γίνουν κερδοφόρες, γι’αυτό και στην αρχή εξαρτώνται από δάνεια που παίρνουν από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών.
Αυτά τα λεφτά τα κατέθεταν στην SVB, η οποία τα επένδυε σε μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, τα οποία πλήρωναν λίγο παραπάνω όταν τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά. Αλλά η αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε πτώση των τιμών τους. Όταν οι καταθέτες το πήραν χαμπάρι, σήκωσαν τα λεφτά τους από την τράπεζα.
Πανικός
Αυτό που έγινε ήταν μια σύγχρονη ηλεκτρονική εκδοχή του πανικού των αναλήψεων της δεκαετίας του ‘30, όπως για παράδειγμα αποτυπώνεται στην ταινία ‘Μια υπέροχη ζωή’ του Φρανκ Κάπρα. Αλλά, όταν έτσι φτάσαμε στην κατάρρευση της SVB, οι καταθέτες άσκησαν άγριες πιέσεις, μαζί με τους βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος και πάμπλουτους υποστηρικτές, για να τους διασώσει η κυβέρνηση, κάτι που τελικά έγινε. Όμως κι έτσι τα πράγματα δεν σταμάτησαν να χειροτερεύουν.
Εν μέρει γιατί οι κερδοσκόποι προσπαθούν να βγάλουν κι άλλα κέρδη, ψάχνοντας πού το σύστημα έχει αδυναμίες. Στο στόχαστρο μπήκε η μεγάλη ελβετική τράπεζα Credit Suisse, που είχε γίνει σχεδόν ανέκδοτο από τα αλλεπάλληλα σκάνδαλά της τα τελευταία χρόνια. Μετά από ένα δάνειο 50 δισεκαετομμυρίων από την κεντρική τράπεζα, τελικά απορροφήθηκε από την αντίπαλό της, την UBS.
Αυτός ο “γάμος υπό την απειλή καραμπίνας”, όπως τον αποκάλεσαν οι Financial Times, δεν κατάφερε να καλμάρει τις χρηματαγορές. Ο λόγος είναι ότι 17 δισεκατομμύρια σε ομόλογα της
Credit Suisse διαγράφηκαν εντελώς. Οι ομολογιούχοι άλλων τραπεζών έχουν τρομοκρατηθεί. Στις ΗΠΑ, η διάσωση της SVB έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατευθούν οι μεγάλες τράπεζες. Έτσι, οι επενδυτές και οι καταθέτες εγκαταλείπουν τις μικρές και μεσαίες τράπεζες, οι οποίες πλέον απαιτούν να τους παρασχεθεί ίδιου τύπου προστασία.
Ακόμη πιο βασικό ζήτημα είναι ότι οι διαχειριστές ολόκληρου του συστήματος δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αν οι κεντρικές τράπεζες αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια μπορεί να προκληθεί πανικός για τον πληθωρισμό. Αν συνεχίζουν να τα ανεβάζουν, μπορεί να προκληθούν κι άλλες τρύπες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.