Εκπαίδευση και νεολαία
Εκπαίδευση: Η θλιβερή ιστορία της “αξιολόγησης”

23/3, Απεργιακή κινητοποίηση εκπαιδευτικών στη Χαλκίδα. Φωτό: Χαρά Νίκα

Είναι άραγε η αντίσταση των εκπαιδευτικών (και των εργαζομένων στο δημόσιο) στην αξιολόγηση «νησίδα καθυστέρησης» και κομμάτι του «σκοτεινού κράτους του αναχρονισμού» όπως τη χαρακτήρισε ο Μητσοτάκης μετά το έγκλημα στα Τέμπη; Αν είχαμε αξιολόγηση θα είχαμε καλύτερη παιδεία, όπως ισχυρίστηκε η Κεραμέως;

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση αντιστρέφει την πραγματικότητα, εμφανίζοντας τις νεοφιλελεύθερες επιλογές ως κομμάτι της λύσης αντί του προβλήματος. Αρκεί, όμως, μια σύντομη αναψηλάφηση του παρελθόντος της εκπαίδευσης, για να αποδειχθεί ότι αυτοί που επιδιώκουν την επιστροφή στο βαθύ, μαύρο παρελθόν της αμάθειας είναι οι εισηγητές της αξιολόγησης.

Η αξιολόγηση και ο θεσμός του επιθεωρητή υπήρχαν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ταυτόχρονα με τη δημιουργία του, το 1830. Η κατάργησή τους, το 1982, αποτέλεσε μια από τις ιστορικές κατακτήσεις των αγώνων της μεταπολίτευσης. Παρά τους όποιους συμβιβασμούς ήταν τομή στην εκπαιδευτική ιστορία της χώρας, καθώς απάλλαξε την εκπαίδευση από ένα πλέγμα μηχανισμών ασφυκτικού ελέγχου και επιτήρησης που είχε προκαλέσει άπειρα δεινά στην εκπαίδευση. 

Σε όλο τον 19ο αιώνα Έπαρχοι, Νομάρχες, Δήμαρχοι, Μητροπολίτες, επιθεωρητές, γυμνασιάρχες, έμποροι και κτηματίες στελέχωναν συλλογικά ή μονομελή όργανα που απέλυαν, μετέθεταν και προσλάμβαναν δασκάλους κατά το δοκούν. 

 Με την πάροδο του χρόνου ο μηχανισμός ελέγχου εκσυγχρονιζόταν, όμως η ουσία του παρέμενε πάντα η ίδια: η εξασφάλιση της απόλυτης στοίχισης του εκπαιδευτικού έργου με τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Οι επιθεωρητές, των οποίων ο ρόλος συστηματοποιείται με τον νόμο ΒΤΜΘ του 1895, αποτέλεσαν τους απόλυτους τυράννους της εκπαίδευσης. Από τις εκθέσεις τους εξαρτιόταν η επαγγελματική εξέλιξη, η απόλυση ή η συνέχιση της εργασίας, οι μεταθέσεις, οι αναρρωτικές άδειες, οι μισθοί των εκπαιδευτικών κλπ. 

Οι εκθέσεις συντάσσονταν έπειτα από μια εξευτελιστική για τον εκπαιδευτικό διαδικασία επιθεώρησης, κατά την οποία οι επιθεωρητές παρακολουθούσαν και έλεγχαν τους δασκάλους. Έλεγχαν τα πάντα. Από τη γενική κατάσταση του διδακτηρίου και την επιλογή καλλιέργειας στον σχολικό κήπο ως τη φωνή και τη στάση του σώματος του δασκάλου κατά τη διδασκαλία. Οι εκπαιδευτικοί κρίνονταν με βάση την προσαρμογή τους στις προτεραιότητες και στα κριτήρια της άρχουσας τάξης και χαρακτηρίζονταν ως άρτιοι, ικανοί, επαρκείς, μέτριοι και ανεπαρκείς. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την ανάλογη κλίμακα, που θέλει να επιβάλλει η Κεραμέως, δεν είναι τυχαία.

 Η προσωπική ζωή των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα των γυναικών, αποτελούσε αντικείμενο παρατήρησης και αξιολογικής κρίσης από την πλευρά των επιθεωρητών. Διαβάζουμε σε γραπτή επίπληξη επιθεωρητή Φιλιατρών προς δασκάλα το 1963: «Διερωτώμεθα: Κατά ποίαν λογικήν, Διδασκάλισσα υμείς, έχετε το δικαίωμα να περιφρονήτε ασυστόλως και ανερυθρυριάσθως το Δημόσιον αίσθημα και να περιέρχησθε νύκτωρ τη συνοδεία ανδρός ουδεμίαν επισήμως έχοντος θεμιτήν σχέσιν με υμάς και δι’΄ιδιωτικού του αυτοκινήτου την περιοχήν της περιφερείας μας και να προσέρχησθε μετ’ αυτού εις δημόσιον χορόν;... Εις ποίαν πώρωσιν άραγε έφθασεν η συνείδησία σας, όταν προσερχόμενη εις τον εν λόγω δημόσιον χορόν μετά του εν λόγω ανδρός καταλαμβάνητε θρασύτατα μετ΄ αυτού θέσιν εις τράπεζαν γειτονικήν προς την του προϊσταμένου Επιθεωρητού σας και παραλείπητε και την στοιχειωδεστέραν εκδήλωσιν κοινωνικής αγωγής, την του χαιρετισμού προς αυτόν;»

Μηχανισμός ελέγχου

Σε στιγμές κρίσεων και πολιτικών αντιπαραθέσεων το κριτήριο που βάραινε απέναντι σε όλα τ’ άλλα ήταν η πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση του/της εκπαιδευτικού. Ο έλεγχος του μηχανισμού των επιθεωρητών και των γυμνασιαρχών αποτελούσε πάντοτε ιδιαίτερη φροντίδα των αστικών κομμάτων. Ο Γενικός Επιθεωρητής, Ι.Αρχιμανδρίτης, το 1959, κατά το μεσουράνημα του μετεμφυλιακού κράτους, είναι σαφής λέγοντας ότι ο δάσκαλος κρίνεται από το αν συμμετέχει «…εις πολιτικάς και κοινοτικάς διαμάχας», από το αν διακρίνεται για την πίστη του στην «πολιτιστική δύναμη του ελληνισμού» και αν οι πράξεις του «φέρουν έκδηλον το χρώμα της εθνικής υπερηφάνειας». Δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να «συντάσσεται με ένα κόμμα πολιτικόν κινούμενον όμως αυστηρώς εντός των εθνικών πλαισίων και δη με κόμμα το οποίο πλησιάζει περισσότερον προς τας γενικάς εθνικάς επιδιώξεις…».

Με βάση την αξιολόγηση και τον μηχανισμό των επιθεωρητών το διάστημα 1946-57, το 20% των εκπαιδευτικών έχασε τη δουλειά του. Αγωνιστές δάσκαλοι που βγήκαν στο βουνό κατά την Κατοχή ή κρύφτηκαν για να σωθούν την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας, απολύονταν μαζικά. Παρόμοια στη δεκαετία του ’30, σύμφωνα με το «ιδιώνυμο», για να τιμωρηθεί κάποιος έπρεπε να προπαγανδίζει τις κομμουνιστικές ιδέες. Ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου διακήρυσσε ότι ειδικά για τους εκπαιδευτικούς, δεν χρειάζονταν η κατηγορία για προπαγάνδα, αρκούσε η «διαπίστωσις του κομμουνιστικού φρονήματος» για να απολυθούν. «Διαπίστωσις φρονήματος» σήμαινε ότι εκπαιδευτικοί απολύονταν και εξορίζονταν έπειτα από καταγγελίες του παππά του χωριού, γιατί μιλούσαν για τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών.

Οι διώξεις φυσικά δεν αφορούσαν μόνο την αριστερά. Δημοτικιστές και προοδευτικοί παιδαγωγοί, όπως ο Δελμούζος και οι εκπαιδευτικοί του Παρθεναγωγείου του Βόλου, το 1911, που προσπάθησαν να εισάγουν τη δημοτική και παιδαγωγικές πρακτικές, που ξέφευγαν από τους παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας της αποστήθισης, της καθαρεύουσας και της εκκλησιαστικής κατήχησης, απολύθηκαν και διώχθηκαν εξαιτίας της αντίδρασης του Μητροπολίτη Δημητριάδος, μερίδας του Τύπου και δημοτικών συμβούλων. 

Μήπως, όμως, παρά τις ακρότητες ο επιθεωρητισμός εγγυόταν την ποιότητα και τη βελτίωση της εκπαίδευσης; Το αντίθετο συνέβαινε! Όσο πιο σκληρός ήταν ο μηχανισμός της αξιολόγησης τόσο πιο συντηρητική, προσκολλημένη στην προπαγάνδα και τον ιδεολογικό φρονηματισμό γινόταν η Παιδεία. Όσο πιο μεγάλη ήταν η εξουσία του επιθεωρητή τόσο μεγαλύτερη ήταν η αμάθεια. Η μετεμφυλιακή περίοδος είναι χαρακτηριστική. Μέχρι το 1959 μόλις το 6% των νηπίων φοιτούσαν σε κάποιο από τα μόλις 808 νηπιαγωγεία. Υποχρεωτικό ήταν μόνο το Δημοτικό και δεν υπήρχε καμία απολύτως κρατική μέριμνα για την τεράστια σχολική διαρροή ιδιαίτερα από τη Δ’ τάξη και μετά. Το ποσοστό των αποφοίτων Γυμνασίου από 5,5% στα 1951 ανέβηκε μόλις στο 8% στα 1961. Για το ίδιο χρονικό διάστημα η άνοδος των αποφοίτων ανωτάτων σχολών αυξήθηκε από 1,6% σε μόλις 2%. Η μέση και ανώτερη εκπαίδευση ήταν απαγορευτικές για τα παιδιά των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων καθώς υπήρχαν δίδακτρα, εξέταστρα, εκπαιδευτικά τέλη και αγορά των βιβλίων. Επιθεωρητισμός και ταξικός αποκλεισμός πήγαιναν μαζί. 

Διόλου τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι όλες οι απόπειρες επαναφοράς της αξιολόγησης συνάντησαν την πεισματική αντίσταση των εκπαιδευτικών και ναυάγησαν είτε προέρχονταν από «προοδευτικούς» υπουργούς, όπως ο Κακλαμάνης το 1984 είτε από μισητούς θιασώτες της αγοράς και των επιχειρήσεων, όπως η Α. Διαμαντοπούλου και η Κεραμέως. Οι εκπαιδευτικοί ξέρουν καλά ότι η αντικατάσταση των κριτηρίων της εθνικοφροσύνης με τους σύγχρονους δείκτες επίδοσης δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν τη διαλυτική για την παιδεία και απειλητική για τους εκπαιδευτικούς λειτουργία της αξιολόγησης.

Σεραφείμ Ρίζος,
εκπαιδευτικός, μέλος ΔΣ ΣΕΠΕ Χανίων