Τον Γενάρη του 1928 το Πολιτικό Γραφείο του κομμουνιστικού κόμματος της Ρωσίας πήρε μια πρωτοφανή απόφαση. Την εξορία του Λ. Τρότσκι στην Άλμα-Ατα στο Τουρκεστάν, το σημερινό Καζακστάν. Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, ο νεαρός Τρότσκι είχε εξοριστεί από το τσαρικό καθεστώς στην Σιβηρία. Αυτή τη φορά τον εξόριζε ένα καθεστώς που διακήρυσσε ότι συνέχιζε το έργο της Επανάστασης του 1917.
Η εκτόπιση του Τρότσκι συμβόλιζε τη μεγάλη ανατροπή που επιταχύνθηκε εκείνη τη δραματική χρονιά και θα οδηγούσε στο πλήρες ξεθεμελίωμα των κατακτήσεων της εργατικής επανάστασης. Λίγους μήνες μετά την εξορία του Τρότσκι, η γραφειοκρατία που είχε διαμορφωθεί τα προηγούμενα χρόνια, απάντησε στις πιέσεις της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης με μια διπλή επίθεση στην αγροτιά και την εργατική τάξη.
Για τους αγρότες, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού τότε, αυτό σήμαινε αρχικά κατασχέσεις της σοδειάς των σιτηρών και στη συνέχεια την «κολεκτιβοποίηση», δηλαδή το άρπαγμα της γης τους. Εκατομμύρια κατέληξαν να δουλεύουν σε φοβερές συνθήκες στη βαριά βιομηχανία που γιγαντωνόταν με το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο (ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1928). Για την εργατική τάξη η επίθεση σήμαινε τρελούς ρυθμούς δουλειάς και μέσω του πληθωρισμού μείωση στο μισό των πραγματικών μισθών μέσα σε δυο χρόνια.
Ξερίζωμα εργατικής δημοκρατίας
Η εργατική επανάσταση το 1917 είχε βάλει μπρος να χτίσει μια οικονομία που κριτήριό της θα ήταν η ικανοποίηση των αναγκών της πλειοψηφίας. Το 1928 το κριτήριο έγινε η οικοδόμηση της βαριάς βιομηχανίας. Ήταν η βάση για να γίνει η Ρωσία στρατιωτική υπερδύναμη. Μια τέτοια μεγάλη ανατροπή δεν μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς το ξερίζωμα κάθε ίχνους εργατικής δημοκρατίας και ελέγχου.
Οι εργοστασιακές επιτροπές που είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση έγιναν επιτροπές για την αύξηση της παραγωγής και την «άμιλλα». Οι συνελεύσεις από σημεία έκφρασης παραπόνων και διεκδικήσεων, έγιναν χώροι καταγγελίας των «τεμπέληδων» και των «υπονομευτών» από τη διεύθυνση.
Τα συνδικάτα έγιναν εξάρτημα του κράτους. Ένα ολόκληρο νομικό οπλοστάσιο επιστρατεύτηκε για να δώσει στους διευθυντές απόλυτη εξουσία, ακόμα και να πετάνε από τους εργοστασιακούς κοιτώνες εργάτες/τριες που απουσίαζαν αδικαιολογήτως.
Συνήθως η μάχη που έδωσε ο Τρότσκι ενάντια στον Στάλιν παρουσιάζεται σα σύγκρουση για την «καρέκλα», για την «εξουσία». Αυτή είναι η κυνική ερμηνεία των απολογητών του καπιταλισμού που λένε ότι οι επαναστάσεις καταλήγουν σε «ολοκληρωτισμούς». Η διαφορά ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι, λένε, ήταν ποιος θα διαχειριστεί αυτό το «ολοκληρωτικό καθεστώς». Λένε απλά ψέματα. Ο Τρότσκι ήταν ο πρώτος μπολσεβίκος που συγκρούστηκε με την ανερχόμενη γραφειοκρατία από το 1923.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 η νέα γραφειοκρατία που είχε διαμορφωθεί στις συνθήκες της περικύκλωσης της σοβιετικής Ρωσίας, είχε αρχίσει να αποκτάει συνείδηση των συμφερόντων της και να χαράζει μια στρατηγική για την ικανοποίησή τους. Ήταν η «θεωρία» ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί έστω «σε μια και μόνο χώρα».
Μια τέτοια σύλληψη ερχόταν σε σύγκρουση με όλη τη μέχρι τότε μαρξιστική παράδοση και με τις επιλογές των ίδιων των μπολσεβίκων το 1917. Αυτό που έμπαινε σε αμφισβήτηση ουσιαστικά ήταν τι σήμαινε σοσιαλισμός: για τη γραφειοκρατία σοσιαλισμός σήμαινε ο έλεγχός της στο κράτος και την κοινωνία.
Για τον Τρότσκι, αντίθετα, σοσιαλισμός σήμαινε μια κοινωνία ανώτερη οικονομικά από τον καπιταλισμό που όμως την εξουσία –δηλαδή τη δυνατότητα λήψης και εφαρμογής των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων- θα την είχε η εργατική τάξη. Και θα τη χρησιμοποιούσε για να ικανοποιεί τις ανάγκες της. Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορούσε να χτιστεί «απομονωμένα» ακόμα και στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου, πολύ περισσότερο στη ρημαγμένη Ρωσία.
Γι’ αυτό, επέμενε ο Τρότσκι, η σωτηρία της Ρωσικής Επανάστασης βρισκόταν στη νίκη της επανάστασης στις άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Μπορεί το επαναστατικό κύμα να είχε υποστεί προσωρινές ήττες, αλλά οι επαναστατικές ευκαιρίες θα εμφανίζονταν ξανά γρήγορα και τα Κομμουνιστικά Κόμματα θα έπρεπε να είναι σε θέση να τις αξιοποιήσουν.
Αριστερή Αντιπολίτευση
Όμως, ο Τρότσκι και η Αριστερή Αντιπολίτευση δεν έλεγε ότι το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν η «αναμονή» της επανάστασης στο εξωτερικό. Το καθεστώς στην Ρωσία μπορούσε να επιβιώσει αν έκανε βήματα στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας για να ικανοποιεί τις ανάγκες των εργατών και των αγροτών, και αν το κόμμα έκανε βήματα για να αποκαταστήσει την εργατική δημοκρατία.
Τον Σεπτέμβρη του 1927 αυτές οι ιδέες κωδικοποιήθηκαν στην Πλατφόρμα της Αντιπολίτευσης. Αυτό το πρόγραμμα αξίζει να διαβαστεί και σήμερα ιδιαίτερα από όσους/ες στην Αριστερά υιοθετούν τις αντιλήψεις περί «επουσιωδών διαφορών» ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι.
Κεντρικός άξονας συνολικά των επεξεργασιών της Αντιπολίτευσης ήταν η ανάγκη για σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας, με πόρους που σε μεγάλο βαθμό θα προέρχονταν από τη φορολόγηση των στρωμάτων που κέρδιζαν από τις συνθήκες της αγοράς που είχε φέρει η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ): τους εμπόρους και επιχειρηματίες στις πόλεις και τους πλούσιους αγρότες (κουλάκους) στην ύπαιθρο.
Ο βασικός σκοπός της σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης ήταν να ανασυγκροτήσει την ίδια την εργατική τάξη που ανάρρωνε ακόμα από την αιμορραγία του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης. Και ταυτόχρονα να ενισχύσει την συμμαχία της με τους φτωχούς αγρότες. Για παράδειγμα, μια από τις προτάσεις ήταν να απαλλαγούν από οποιαδήποτε φορολογία και το βάρος να πέσει στους πλούσιους.
Το αποτέλεσμα θα ήταν η ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Η Πλατφόρμα είναι γεμάτη με αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς που άρχιζαν να μένουν στάσιμοι, για υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων που είχαν αρχίσει να παραβιάζονται, για αντιμετώπιση των άσχημων συνθηκών στέγασης των εργατών, για την προστασία των εργατριών από σεξιστικές διακρίσεις.
Ο Εβγκένι Πρεομπραζένσκι, ένας από τους κύριους θεωρητικούς εκπροσώπους της Αντιπολίτευσης εκείνα τα χρόνια, εξηγούσε ότι: «Από τη στιγμή της νίκης της η εργατική τάξη δεν μπορεί να έχει την ίδια στάση απέναντι στην ίδια την εργατική δύναμη, την υγεία και την εργασία με αυτή που έχει ο καπιταλιστής. Τίθεται ένα σαφές όριο στο ρυθμό της σοσιαλιστικής συσσώρευσης, ένα εμπόδιο που δεν αναγνώριζε η καπιταλιστική οικονομία στην πρώτη περίοδο της ανάπτυξής της».
Ο άλλος κεντρικός άξονας της Πλατφόρμας, ήταν η αναγέννηση της εργατικής δημοκρατίας τόσο στο Κόμμα, όσο και στα συνδικάτα και στα Σοβιέτ. Απαιτούσε: «Μετατροπή των σοβιέτ των πόλεων σε πραγματικά όργανα προλεταριακής εξουσίας, που θα τραβούν στη δουλειά τους τους εργαζόμενους...Να μπει οριστικό τέλος στην απομάκρυνση εκλεγμένων αξιωματούχων παρά μόνο σε περιστάσεις απόλυτης ανάγκης και με τους λόγους να γίνονται σαφείς στους εκλογείς».
Τον Νοέμβρη του 1927, στη διάρκεια των επίσημων εκδηλώσεων για τη 10η επέτειο της επανάστασης, η Αντιπολίτευση αποφάσισε να δώσει τη μάχη στους δρόμους, οργανώνοντας τις δικές της διαδηλώσεις. Η απάντηση ήταν ένα κύμα καταστολής που επισφραγίστηκε με τις διαγραφές από το κόμμα του Τρότσκι και χιλιάδων συντρόφων του.
Άνιση μάχη
Η Αντιπολίτευση έδωσε μια άνιση μάχη. Η εργατική τάξη δεν είχε προλάβει να ανασυνταχτεί όταν βρέθηκε μπροστά στην επέλαση της γραφειοκρατίας του 1928/29. Όμως, πρόβαλε αντίσταση, έστω σποραδική και ασυντόνιστη.
Μια σειρά έρευνες στα ρωσικά αρχεία των τελευταίων δυο δεκαετιών αναδεικνύουν μια θαμμένη εικόνα. Τη δυσαρέσκεια που κάμποσες φορές έφτανε στην απεργία με επίκεντρο τα εργοστάσια της κλωστοϋφαντουργίας. Απεργίες στις οποίες, καθόλου τυχαία, πρωτοστατούσαν εργάτριες. Γιατί οι γυναίκες γίνονταν ο στόχος μιας σκληρής επίθεσης, οικονομικής και ιδεολογικής.
Τον Δεκέμβρη του 1928, ο Τρότσκι έγραφε σε μια ανοιχτή επιστολή στην κομματική ηγεσία: «Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη. Συνεχίζετε να εφαρμόζετε τις επιταγές ταξικών δυνάμεων εχθρικών στο προλεταριάτο. Εμείς γνωρίζουμε το καθήκον μας και θα το πράξουμε μέχρι τέλους».
Δυο μήνες μετά ο Τρότσκι απελάθηκε από τη Ρωσία. Όμως ακόμα και τρία χρόνια μετά η μυστική αστυνομία ανέφερε με ανησυχία την κυκλοφορία προκηρύξεων σε κλωστοϋφαντουργίες της Μόσχας οι οποίες καλούσαν τις εργάτριες και τους εργάτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα των συναδέλφων τους στο Ιβάνοβο-Βοζνεζέσκ (το «ρωσικό Μάντσεστερ»), το Τβερ και το Κίεβο, να απεργήσουν ενάντια στην πείνα ενώ τελείωνε με τη φράση: «Ζήτω ο σύντροφος Τρότσκι!»
Ο κρατικός καπιταλισμός χτίστηκε στη Ρωσία υποβιβάζοντας την εργατική τάξη από υποκείμενο της επανάστασης σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Αυτό σήμαινε η επικράτηση του σταλινισμού. Ο Τρότσκι κράτησε ζωντανή την ιδέα ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας.