Ο Τζακ ήταν μετρίου μεγέθους σκυλάκι, κάτασπρο και όταν ήμουν μικρός η χαρά μου ήταν όταν πήγαινα στο σπίτι της θείας μου Λεδάκαινας να παίξω μαζί του. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινα για διάφορα θελήματα μεταξύ των οικογενειών μας, γιατί το σπίτι μας ήταν στην είσοδο του χωριού (Βαρύπετρο Χανίων) και της θείας μου Κατίκο το τελευταίο σε μια κοιλάδα 800 μέτρα μακριά, στα Λεδιανά.
Μετά το μικρό διάστημα της ΕΑΜοκρατίας 1945-46 ήρθαν τα δύσκολα. Έλεγχοι χωροφυλακής, περαστικές έρευνες και βιαιοπραγίες. Μάλιστα το σπίτι της θείας μου ήταν λόγω θέσεως και αριστερών φρονημάτων της οικογένειας, αρχηγός ΕΠΟΝ ο γιος της Δημήτρης η κόρη της Μαρία αρχηγός κοριτσιών και γυναικών ΕΑΜ, που μετά τα πανηγύρια της ΕΑΜοκρατίας κατέληξαν στον ζόφο για τη οικογένεια. Εγώ είχα αναλάβει μόλις βλέπω χωροφύλακες να τους ειδοποιώ. Απ’το σπίτι μας φαινόταν μακριά στο δρόμο όποιος ερχόταν, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε, μόνο άμαξες. Έτρεχα λοιπόν και ειδοποιούσα. Μάλιστα μια φορά την έπαθα, δυο χωριανάκια μας είχαν αγοράσει απ’τα Χανιά απ’το παζάρι ρούχα χωροφυλακίστικα (λαθροπουλιόταν ό,τι θέλεις). Τα ‘χαν φορέσει, ξεγελάστηκα, σε δύο λεπτά, τρέχω, φωνάζω χωροφύλακες, βλέπω φεύγουν στην ρεματιά 5-6 κυνηγημένοι παράνομοι κλπ. Με κορόιδευαν μετά τα ξαδέλφια μου.
Όταν το 1947 άρχισε ο Εμφύλιος τα μέτρα ζόρισαν πολύ, μάλιστα ο ξάδελφός μου ο Νίκος είχε την ευθύνη να κουβαλάει τρόφιμα μέχρι την Συκότρυπα, όπου τα έπαιρναν οι αντάρτες. Μάλιστα τα μεσάνυχτα με ξυπνούσε να τον συνοδεύσω, αυτός 70-80 κιλά, εγώ 10. Μας τα αγόραζε ο μπακάλης του χωριού, γιατί απαγορευόταν να τα φέρνουμε απ’ τα Χανιά, μόνο οι μπακάλιδες, ήταν δικός μας. Ανιχνευτής μπροστά ο Τζακ και πίσω εμείς. Αργότερα από χρόνια τον ρώτησα γιατί έπαιρνε εμένα και όχι άλλο παλικάρι να μοιράζονται το φορτίο. Με αποστόμωσε λέγοντάς μου, αν μας έπιαναν οι χωροφύλακες να τροφοδοτούμε τους αντάρτες θα μας σκότωναν επί τόπου, με εσένα πιτσιρικά δεν θα τολμούσαν.
«Μπασκινίλα»
Είχε αγριέψει ο εμφύλιος στα Χανιά, είχαμε καμιά 300 αντάρτες, οπότε το σπίτι των Λεδάκιδων ήταν υπό παρακολούθηση, γιατί ήταν κέντρο διερχομένων μεταξύ Χανίων και Βουνού. Σε ακτίνα λοιπόν ενός χιλιομέτρου στήναν ενέδρες την νύχτα για να πιάσουν παράνομους και αντάρτες. Έλα σου όμως που οι χωροφύλακες μέναν σε σταθμούς χωροφυλακής 5-10 άτομα σε ένα θάλαμο με τους καπνιστές και την κακή καθαριότητά τους, μύριζαν την λεγόμενη «μπασκινίλα», οπότε ο Τζακ καταλάβαινε από μακριά την μυρωδιά τους και όλη νύχτα γάβγιζε και τους χαλούσε τη δουλειά, και είχε δοθεί σήμα στους αντάρτες όταν γαβγίζει ο Τζακ να μην πλησιάζουν στο σπίτι, σημειωτέον ότι και η κόρη τους Μαρία ήταν αντάρτισσα.
Οπότε μια νύχτα πήγαν στην αυλή του σπιτιού της θείας μου οι Χωροφύλακες και τον θέρισαν με μια ριπή. Πρωί πρωί πήγα εγώ μήνυμα στην θεία μου και βλέπω τον άσπρο Τζακ στα αίματα νεκρό, τον αγκαλιάζω και έκλαιγα γοερά, τότε ξεφοβήθηκαν στης θείας μου και βγήκαν έξω από το σπίτι. Μετά τους ανάγκασαν να ξεσπιτωθούν και να τους φιλοξενήσουμε μέσα στο χωριό. Καημένε Τζακ, παράπλευρη απώλεια.
Λεωνίδας Κοντουδάκης,
29/1/2023