«Τώρα οι άνδρες των SS ήταν έτοιμοι να επιτεθούν. Σε κλειστούς σχηματισμούς, με βήμα αγέρωχο και βροντερό, βάδισαν στους φαινομενικά νεκρούς δρόμους του κεντρικού γκέτο. Ο θρίαμβός τους φαινόταν να έχει ολοκληρωθεί.
Έμοιαζε σαν αυτός ο άριστα εξοπλισμένος σύγχρονος στρατός να είχε τρομάξει τη χούφτα των τυχάρπαστων ανδρών, σαν αυτά τα λίγα ανώριμα αγόρια να είχαν αντιληφθεί επιτέλους ότι δεν είχε νόημα να επιχειρήσουν το ανέφικτο.
Αλλά όχι, δεν μας τρόμαξαν και δεν αιφνιδιαστήκαμε. Περιμέναμε απλώς την κατάλληλη στιγμή. Οι ομάδες μάχης που είχαν οχυρωθεί στις τέσσερις γωνίες του δρόμου άνοιξαν ομόκεντρα πυρά εναντίον τους.
Περίεργα βλήματα άρχισαν να εκρήγνυνται παντού, οι χειροβομβίδες δικής μας κατασκευής, το μοναχικό πολυβόλο έστελνε ριπές στον αέρα πού και πού - τα πυρομαχικά έπρεπε να διατηρηθούν προσεκτικά. Επιχείρησαν να υποχωρήσουν, αλλά ο δρόμος τους ήταν κομμένος. Οι νεκροί τους σύντομα γέμισαν το δρόμο».
Αυτές οι σκηνές εκτυλίχτηκαν στις 19 Απρίλη του 1943. Τη διήγηση την έχει κάνει ο Μάρεκ Έντελμαν, ένας από τους ηγέτες της ηρωικής εξέγερσης των Εβραίων στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Ήταν η πρώτη εξέγερση σε πόλη της κατεχόμενης από τους ναζί Ευρώπης.
Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία τον Σεπτέμβρη του 1939. Η χώρα διαμελίστηκε, ένα κομμάτι προσαρτήθηκε στο «Ράιχ» και ένα κομμάτι πήρε η Ρωσία, τότε ίσχυε το περιβόητο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Ό,τι απέμεινε, έγινε η Γενική Διοίκηση. Οι ναζί ήθελαν να «εκγερμανίσουν» τις προσαρτημένες περιοχές. Οι Πολωνοί της Γενικής Διοίκησης προορίζονταν να δουλεύουν σαν δούλοι στους «Αρείους» αφέντες. Ο Χίμλερ ο αρχηγός των SS έλεγε ότι πρέπει να ξέρουν να βάζουν το όνομά τους αλλά να μη μπορούν να διαβάζουν ή να μετράνε πάνω από τον αριθμό 500.
Όμως, τα 3,5 εκατομμύρια Εβραίων της Πολωνίας θα εξοντώνονταν γιατί ήταν «μίασμα». Αρχικά οι ναζί σκόπευαν να πετύχουν αυτό το στόχο μέσα από την εξαντλητική δουλειά, την πείνα και τις αρρώστιες στα γκέτο που δημιούργησαν. Στο γκέτο της Βαρσοβίας στοιβάχτηκαν 500 χιλιάδες άνθρωποι σε 3,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα ζωσμένο από ένα φράχτη ύψους 3 μέτρων με πύργους ελέγχου και συρματοπλέγματα. Όποιος προσπαθούσε να περάσει χωρίς άδεια, τον πυροβολούσαν. Όποιος βοηθούσε τους Εβραίους, ακόμα και με νερό ή τρόφιμα, τον περίμενε η εκτέλεση.
Το 1942 οι ναζί άρχισαν να εφαρμόζουν την Τελική Λύση, τη βιομηχανικού τύπου εξόντωση των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου. Στη Βαρσοβία ξεκίνησαν τον Ιούλη μαζικές αποστολές με τα τρένα στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα. Μετά από λίγους μήνες στο γκέτο είχαν απομείνει λιγότεροι από 50 με 60 χιλιάδες άνθρωποι.
Παρά τις φήμες, τις αναφορές, ακόμα και τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, το γκέτο δεν μπορούσε αρχικά να πιστέψει ότι οι ιστορίες για τους θαλάμους αερίων ήταν αληθινές. To Εβραϊκό Συμβούλιο που είχαν διορίσει οι ναζί, όπως και στα άλλα γκέτο, με την αστυνομία του, συνεργαζόταν υπάκουα.
Αριστερά
Οι μόνοι που προειδοποιούσαν για το Ολοκαύτωμα ήταν τα μέλη των αριστερών οργανώσεων νεολαίας. Τον Ιούλη του 1942, με το ξεκίνημα των αποστολών θανάτου, ίδρυσαν την Εβραϊκή Μαχητική Οργάνωση (ΖΟΒ). Επικεφαλής της ήταν μια πενταμελής επιτροπή από εκπροσώπους των διαφορετικών οργανώσεων που συντόνιζε τις «ομάδες μάχης» που συγκροτούσαν.
Οι μαχητές και οι μαχήτριες της ΖΟΒ άρχισαν να τιμωρούν τους χαφιέδες της «εβραϊκής αστυνομίας» και άλλους συνεργάτες των ναζί. Στις 18 Γενάρη προχώρησαν στην πρώτη ένοπλη σύγκρουση όταν μια ομάδα, με επικεφαλής τον διοικητή της, τον 24χρονο Μορντεχάι Ανιέλεβιτς, χτύπησε τη φρουρά που οδηγούσε μια φάλαγγα Εβραίων στα τρένα για την Τρεμπλίνκα.
Όταν ξεκίνησε η εξέγερση τον Απρίλη, η ΖΟΒ διέθετε μερικές εκατοντάδες μέλη οπλισμένα υποτυπωδώς με πιστόλια, μερικές δεκάδες τουφέκια, χειροποίητες χειροβομβίδες και μολότοφ. Οι ναζί αρχικά αιφνιδιάστηκαν και μετά επιτέθηκαν με λύσσα, με τεθωρακισμένα οχήματα, πυροβολικό, φλογοβόλα, ακόμα και δηλητηριώδη αέρια για να φτάσουν στα υπόγεια κρησφύγετα της ΖΟΒ. Το γκέτο τυλίχτηκε στις φλόγες. Νόμιζαν ότι θα ξεμπερδέψουν σε τρεις μέρες. Χρειάστηκαν 18 μέρες. Στις 8 Μάη, έπεσε το κεντρικό κρησφύγετο της ΖΟΒ στην οδό Μίλα 18.
Μερικές δεκάδες μαχητές/τριες κατάφεραν να διαφύγουν από τους υπονόμους στην άλλη πλευρά. Θα συνέχιζαν τον αγώνα παίρνοντας μέρος σαν ιδιαίτερη μονάδα στη μεγάλη Εξέγερση της Βαρσοβίας τον Αύγουστο/Σεπτέμβρη του 1944.
Ο Μάρεκ Έντελμαν που μας έχει αφήσει την αξεπέραστη μαρτυρία για την εξέγερση (κυκλοφορεί στα αγγλικά με τον τίτλο The Ghetto Fights) ήταν στέλεχος της σοσιαλιστικής οργάνωσης Μπουντ. Προπολεμικά η Μπουντ ήταν μια μαζική εργατική οργάνωση, πολιτικά τοποθετημένη στην αριστερή πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως, αυτό που διέκρινε την Μπουντ στην εβραϊκή Αριστερά της Πολωνίας εκείνη την εποχή, ήταν η έντονη αντίθεσή της στο πολιτικό κίνημα του σιωνισμού που έλεγε ότι οι Εβραίοι θα αποκτήσουν πατρίδα στην Παλαιστίνη. Το σύνθημά της στα γίντις ήταν: «Dortn vu mir lebn – dort is unzer land, όπου ζούμε εκεί είναι η χώρα μας». Όπως γράφει ο Εντελμαν:
«Τα μέλη της Μπουντ δεν περίμεναν κανένα Μεσσία, ούτε σχεδίαζαν να φύγουν για την Παλαιστίνη. Πίστευαν ότι η Πολωνία ήταν η χώρα τους και πάλευαν για μια δίκαιη, σοσιαλιστική Πολωνία στην οποία κάθε εθνικότητα θα διατηρούσε τη δική της πολιτιστική αυτονομία και στην οποία τα δικαιώματα των μειονοτήτων θα ήταν εγγυημένα».
«Πάντα με τους καταπιεσμένους»
Ο Έντελμαν αρνήθηκε να πάει στο Ισραήλ, έγινε χειρούργος στην Πολωνία και πολλά χρόνια μετά συμμετείχε στο μεγάλο εργατικό κίνημα της Αλληλεγγύης το 1980/81. Το 2002 προκάλεσε την οργή του κράτους του Ισραήλ όταν κυκλοφόρησε μια επιστολή προς τους «διοικητές και στρατιώτες των παλαιστινιακών ένοπλων και παρτιζάνικων οργανώσεων» -φρασεολογία που παρέπεμπε στους μαχητές του γκέτο. Όπως είχε δηλώσει σε μια άλλη περίσταση: «Εβραίος σημαίνει να είσαι πάντα με τους καταπιεσμένους, ποτέ με τους καταπιεστές».
Η ΖΟΒ και η ίδια η εξέγερση δεν ήταν προϊόν μόνο της οργής ανθρώπων που αποφάσισαν να μην είναι πρόβατα προς σφαγή. Στηρίχτηκαν σε ένα πυκνό δίκτυο μαζικών οργανώσεων στο οποίο δέσποζε η Μπουντ. Ένα εντυπωσιακό δείγμα ήταν ο εορτασμός των 44 χρόνων της οργάνωσης τον Οκτώβρη του 1941, στον οποίον συμμετείχαν 2 χιλιάδες μέλη χωρισμένα σε πεντάδες και επτάδες σε διαμερίσματα ή γωνιές δρόμων. Η νεολαία της Μπουντ οργάνωσε μαθήματα και δημιουργική απασχόληση για τα παιδιά. Και βέβαια Αριστερά χωρίς εφημερίδες και περιοδικά είναι κουτσή: η Μπουντ, στις συνθήκες πείνας, στέρησης και ζόφου κυκλοφορούσε τακτικά 6 εφημερίδες και περιοδικά που περνούσαν παράνομα και το φράχτη του γκέτο.
Η εξέγερση του γκέτο ήταν μήνυμα αντίστασης για όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Ήταν και μήνυμα ελπίδας για ένα καλύτερο κόσμο που οι μαχητές και μαχήτριες που έδιναν τη ζωή τους περίμεναν να αναδυθεί από τα ερείπια του πολέμου. Η περιγραφή για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς είναι συγκλονιστική:
«Την Πρωτομαγιά η Διοίκηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια “εορταστική” δράση. Αρκετές ομάδες μάχης στάλθηκαν για να ‘κυνηγήσουν’ όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ναζί. Το βράδυ έγινε το προσκλητήριο πεσόντων για την Πρωτομαγιά. Στους αντάρτες απηύθυναν σύντομο χαιρετισμό μερικοί ομιλητές και τραγουδήσαμε τη Διεθνή.
Όλος ο κόσμος, ξέραμε, γιόρταζε την Πρωτομαγιά εκείνη την ημέρα και παντού ακούγονταν λόγια γεμάτα νόημα και δύναμη. Αλλά ποτέ άλλοτε η Διεθνής δεν είχε τραγουδηθεί σε συνθήκες τόσο διαφορετικές, τόσο τραγικές, σε ένα μέρος όπου ένα ολόκληρο έθνος είχε χαθεί και εξακολουθούσε να χάνεται. Τα λόγια και το τραγούδι αντηχούσαν από τα απανθρακωμένα ερείπια και ήταν, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, μια ένδειξη ότι η σοσιαλιστική νεολαία [εξακολουθούσε] να αγωνίζεται στο γκέτο και ότι ακόμη και μπροστά στο θάνατο δεν εγκατέλειπε τα ιδανικά της».
Διαβάστε επίσης