Το 1923 ήταν χρονιά κοινωνικής κρίσης και πολιτικής αστάθειας. Την προηγούμενη χρονιά είχε καταρρεύσει, μέσα σε ποτάμια αίματος, η δεκαετής πολεμική εξόρμηση της άρχουσας τάξης που είχε πάρει το όνομα Μεγάλη Ιδέα. Ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες έφτασαν το 1922-23 από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης τον Ιούλη του 1923 ήταν ο επίλογος αυτής της τραγωδίας.
Η άρχουσα τάξη προσπαθούσε να στήσει ξανά το κράτος και τον στρατό της, και να φορτώσει το κόστος στην εργατική τάξη και τους φτωχούς. Το 1923 ήταν και η χρονιά μιας οργανωμένης εργοδοτικής επίθεσης στους μισθούς και τα συνδικάτα.
Το επαναστατικό κόμμα που κλήθηκε να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση μετρούσε μόλις τέσσερα χρόνια ζωής. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 1918. Το καθοριστικό γεγονός που οδήγησε στη συγκρότησή του ήταν η Επανάσταση του Οκτώβρη το 1917 στη Ρωσία. Το νέο κόμμα έκανε τη μεγάλη στρατηγική επιλογή: με τον επαναστατικό δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού κι όχι τη μεταρρύθμισή του μέσα από΄το κοινοβούλιο. Στις αρχές του 1920 το κόμμα εντάχθηκε κι επίσημα στη Κομμουνιστική Διεθνή, τη Διεθνή του Λένιν και του Τρότσκι, και πρόσθεσε τη λέξη «Κομμουνιστικό» στον τίτλο του.
Η εργατική τάξη έκανε την πρώτη της μεγάλη «εμφάνιση» σε μια σειρά από εντυπωσιακές απεργιακές μάχες και ξεσηκωμούς. Το ΣΕΚΕ (Κ) ήταν το κόμμα που τασσόταν ενάντια στον πόλεμο στη Μικρά Ασία και στήριζε τις συγκλονιστικές απεργίες που ξεσπούσαν. Ένωνε, δηλαδή τις εργατικές μάχες με την οργή για τον πόλεμο και τη δυστυχία που έφερνε. Μέχρι τότε την αντιπολεμική διάθεση την καπηλευόταν η μοναρχική παράταξη της αστικής τάξης. Η επαναστατική Αριστερά έσπασε αυτό το «μονοπώλιο» κερδίζοντας χιλιάδες από τους πιο μαχητικούς εργάτες και εργάτριες στις επαναστατικές ιδέες.
Στο μέτωπο
Κομμάτι αυτής της παρέμβασης ήταν η δράση των επαναστατών φαντάρων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, εκεί αναδείχτηκε η μορφή του Παντελή Πουλιόπουλου. Ο νεαρός Πουλιόπουλος συνδέθηκε με το ΣΕΚΕ και πρωτοστάτησε στη δράση των αντιπολεμικών ομίλων των φαντάρων στο μέτωπο. Μαζί με άλλους συντρόφους, συγκροτεί μια αντιπολεμική ομάδα στο Σύνταγμα Τηλεγραφητών με έδρα την Σμύρνη και εκδίδουν μια μικρή πολυγραφημένη εφημερίδα, τον Ερυθρό Φρουρό. Συλλαμβάνονται και μένουν στις στρατιωτικές φυλακές για μήνες. Η κατάρρευση του μετώπου τον Σεπτέμβρη του 1922 τους έσωσε από το στρατοδικείο και πιθανά το θάνατο.
Το 1923 αυτοί οι επαναστάτες, η λεγόμενη «γενιά των Παλαιών Πολεμιστών» μαζί με άλλους συντρόφους όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος αναλαμβάνουν τα ηνία του ΣΕΚΕ (Κ). Το κόμμα αγωνιζόταν να διατηρήσει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Τα αμφισβητούσαν απόψεις που υποστήριζαν ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα είναι ανώριμη για επαναστατικούς αγώνες και ουσιαστικά αναζητούσαν συμμαχίες με τους «προοδευτικούς» αστούς. Ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του βάζουν στόχο να ηγηθούν στους αγώνες των εργατών και των καταπιεσμένων ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση που συνόδευσε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το ΣΕΚΕ(Κ) βάζει μπροστά να υλοποιήσει στις ελληνικές συνθήκες τη στρατηγική του «ενιαίου μετώπου», που είχε επεξεργαστεί η Κομιντέρν με την καθοριστική συμβολή του Λένιν και του Τρότσκι στο 3ο και 4ο συνέδριό της. Πήρε την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση «Επιτροπών Αμύνης» που είχαν στόχο την κοινή δράση όλων των συνδικάτων, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν στη ΓΣΕΕ ή όχι (τότε η ΓΣΕΕ ήταν «οργανικά» συνδεδεμένη με το ΣΕΚΕ), για την απόκρουση των επιθέσεων των αφεντικών.
Αυτή η προσπάθεια δεν περιορίστηκε στα συνδικάτα. Ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του πρωταγωνιστούν στη συγκρότηση των Παλαιών Πολεμιστών, που θα μετατραπεί σε μαζικό κίνημα με δεκάδες χιλιάδες εργάτες και αγρότες να πλημμυρίζουν τις γραμμές τους, προκαλώντας διαρκείς πονοκεφάλους στις κυβερνήσεις.
«Πόλεμος κατά του Πολέμου»
Οι τοπικές Ενώσεις των Παλαιών Πολεμιστών οργανώνονται σε μια Πανελλήνια Ομοσπονδία. Ο Πουλιόπουλος εκλέγεται γραμματέας της Ομοσπονδίας στο πρώτο της Συνέδριο το Φλεβάρη του 1924. Είναι επίσης ο συγγραφέας (με το ψευδώνυμο Φίλιππος Ορφανός) της συγκλονιστικής διεθνιστικής διακήρυξης του συνεδρίου με τίτλο «Πόλεμος κατά του Πολέμου». Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του κειμένου:
«Η πρόσφατη ιστορία μας απέδειξε τρανά πόσο ύπουλες και λαοπλάνες είναι οι δικαιολογίες περί ‘εθνικής ενότητας’, ‘αμύνης της χώρας’ κλπ... Όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου για το καθένα εμπόλεμο κράτος, τ’ αποτελέσματά του είναι ολέθρια για τους λαούς, πάντα οι λαοί τόσο του νικητού όσο και του νικημένου βγαίνουν και οι δύο νικημένοι από τον πόλεμο...». Η κυκλοφορία της εβδομαδιαίας εφημερίδας της Ομοσπονδίας θα φτάσει τα 20.000 φύλλα.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Μιχ. Λυμπεράτος: «Το δε Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που ίδρυσε την αντίστοιχη Ομοσπονδία απέδωσε μια σειρά προγραμματικών θέσεων, αλλά και οργανωτικά χαρακτηριστικά στο αντιπολεμικό κίνημα, που το χαρακτήρισαν ολόκληρο τον αιώνα. Ακρογωνιαίος τους λίθος ήταν η αυτονομία του από τις στενές ανάγκες της εκάστοτε πολιτικής σκηνής, το να διαθέτει κινηματική μορφή με ακτιβιστικό προσανατολισμό, χωρίς καταναγκαστικούς οργανωτικούς περιορισμούς, αλλά διατηρώντας μια διαρκή σύνδεση με τα διεθνή κινήματα στον υπόλοιπο κόσμο.
Έτσι, χωρίς οργανωτικές περιχαρακώσεις, το κομμουνιστικό κίνημα συνδέθηκε με το αντιπολεμικό κίνημα μέσα από την σύγκλιση κινηματικής και πολιτικής πράξης, με τη μορφή που πήρε όταν τα στελέχη του ΣΕΚΕ αναδείχθηκαν δυνάμει της αντιπολεμικής τους δράση στο ίδιο το μικρασιατικό μέτωπο, μια ηρωική δράση που επέσυρε την εκτέλεση επί κατασκοπία και προδοσία. Στην ουσία, το νεόδμητο εργατικό κίνημα ήταν εκείνο που γέννησε και το αντιπολεμικό κίνημα αλλά και το αντίστροφο».
Στο Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος τον Φλεβάρη του 1924, ο Πουλιόπουλος είχε κάνει μια από τις κεντρικές εισηγήσεις που αφορούσαν το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών. Τον Ιούνη είχε αντιπροσωπεύσει το κόμμα στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και παράλληλα είχε αναλάβει τη διεύθυνση του θεωρητικού-πολιτικού του περιοδικού, της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης.
Συνεπώς, δεν ήταν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Πουλιόπουλος εκλέγεται γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριό του τον Νοέμβρη του 1924 (τότε το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε ΚΚΕ). Αυτή η νέα ηγεσία βρέθηκε σύντομα μπροστά σε δυο προβλήματα. Την καταστολή από το αστικό κράτος, το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου από τη δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου και ο Πουλιόπουλος σύρθηκε στα στρατοδικεία όπου υπεράσπισε με λαμπρό τρόπο τις διεθνιστικές θέσεις για το Μακεδονικό.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν η επικράτηση του σταλινισμού στη Ρωσία και κατ’ επέκταση στην Κομιντέρν. Αυτή η ανατροπή οδήγησε σε λίγα χρόνια στην εγκατάλειψη της επαναστατικής στρατηγικής από το ΚΚΕ. Το 1934 αυτή η εγκατάλειψη επισημοποιήθηκε και παγιώθηκε με την υιοθέτηση της στρατηγικής των «σταδίων» επειδή τάχα η «καθυστέρηση» του ελληνικού καπιταλισμού έκανε την εργατική τάξη «ανώριμη» να πάρει την εξουσία.
Ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του συγκρούστηκαν με αυτές τις επιλογές και τάχτηκαν με τον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση. Το 1934 στο μνημειώδες έργο του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα, ο Πουλιόπουλος προειδοποιούσε ότι η νέα στρατηγική επιβάλλει τον «ασκητικό αυτοπεριορισμό στο προλεταριάτο» και στη δυναμική των αγώνων και των αιτημάτων του. Επιβεβαιώθηκε τραγικά στα επόμενα χρόνια.
Αυτές οι αναφορές δεν είναι γενικώς «για την ιστορία». Αφορούν το σήμερα των αγώνων μας και την Αριστερά που χρειάζονται. Μια Αριστερά που δεν κουνάει το δάχτυλο στην εργατική τάξη δασκαλεύοντας τον «ασκητικό περιορισμό» όταν εκφράζει το μίσος της για την κυβέρνηση της συμφοράς αλλά την αντιμετωπίζει σαν τη δύναμη που γίνεται «τάξη για τον εαυτό της» στους αγώνες του σήμερα. Αυτή η τάξη χρειάζεται μια δυνατή επαναστατική Αριστερά που θα πατάει στην κληρονομιά του Πουλιόπουλου.