Συνεντεύξεις
Συνέντευξη - Νίκος Στραβελάκης: «Η πραγματική Αριστερά πολιτικοποιεί τις διεκδικήσεις της κοινωνίας σε ρήξη με το σύστημα»

Νίκος Στραβελάκης

Ο Νίκος Στραβελάκης, πανεπιστημιακός, μίλησε στον Γιώργο Πίττα.

 

Η Νέα Δημοκρατία ενόψει εκλογών ισχυρίζεται ότι άσκησε «κοινωνική πολιτική» και ότι είναι το μόνο κόμμα με «οικονομικό πρόγραμμα». Πόσο ισχύει κάτι τέτοιο;

Για τις εκτιμήσεις της ΝΔ για την οικονομία ισχύει η Κινεζική παροιμία: «Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Αυτό το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους οι εργαζόμενοι και οι νέοι που παλεύουν να βγάλουν τον μήνα. 

Όμως για κακή τύχη του Μητσοτάκη και του Άδωνι η κατάσταση δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε από τις συνήθεις οικονομικές στατιστικές.  Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Πριν από λίγες μόλις ημέρες ο ΟΟΣΑ δημοσιοποίησε στατιστική η οποία δείχνει ότι ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα το 2022 μειώθηκε κατά 7,3%. Σύμφωνα με τη Eurostat το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην χώρα το 2022 είναι το 68% του μέσου όρου των 27 χωρών της ΕΕ έναντι 85% που ήταν το 2009. Τέλος σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η εισοδηματική ανισότητα εντός της χώρας αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2018 και του 2020 που είναι η τελευταία χρονιά που έχουμε στοιχεία. Είναι μάλιστα κάπου 2% υψηλότερη από τον μέσο όρο των 27 χωρών της ΕΕ. 

Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια χώρα που έχουν ισοπεδωθεί οι εργασιακές σχέσεις (κατάργηση 8ωρου, υπερωρίες, μερική και ελαστική απασχόληση) και οι μισθωτοί έχουν χάσει κάπου 40% του πραγματικού τους εισοδήματος την τελευταία δωδεκαετία. Δηλαδή, σε ένα διάστημα που η ΝΔ κυβέρνησε αυτοδύναμη ή με συνεργάτες τα 9 από τα 12 χρόνια (κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά και Μητσοτάκη). 

Με δύο λόγια η επιδοματική πολιτική της ΝΔ και οι όποιες αυξήσεις του κατώτατου μισθού δεν αντιμετώπισαν τις εισοδηματικές απώλειες του λαϊκού νοικοκυριού. Άλλωστε τα επιδόματα στην πραγματικότητα ήταν και είναι επιδοτήσεις της καπιταλιστικής κερδοφορίας τα χρόνια της ακρίβειας. Δηλαδή, το κράτος έβαζε και βάζει αυτά που δεν μπορούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι σε λογαριασμούς ενέργειας, νοίκια και τραπεζικά επιτόκια. Για το τελευταίο αρκεί να θυμηθούμε τις πύρινες δηλώσεις Μητσοτάκη ότι θα φορολογηθούν με συντελεστή 90% τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας. Δεκάρα τσακιστή δεν πλήρωσαν. 

Όλα αυτά είναι λίγο ως πολύ γνωστά αφού ο κόσμος τα ζει στο πετσί του. Γι’ αυτό η ΝΔ προσπαθεί να πουλήσει το αφήγημα της αναστήλωσης του μεγαλείου του Ελληνικού καπιταλισμού από το οποίο κάτι θα τσιμπήσουν και οι εργαζόμενοι βρε αδερφέ. Κι εδώ όμως η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Η Ελλάδα είναι μοναδική χώρα της ΕΕ ίσως και η μοναδική παγκοσμίως που το ΑΕΠ είναι κάπου 20% κάτω από αυτό που ήταν το 2009. Είναι η επιτομή της αποτυχίας του ευρωπαϊκού οράματος του Ελληνικού καπιταλισμού. Την ίδια ώρα το δημόσιο χρέος είναι 420 δις (μαζί με τις εγγυήσεις στα κοράκια μέσω του σχεδίου Ηρακλής) κάπου 120 δις περισσότερα από το 2009 όταν μπήκαμε στα μνημόνια. 

Σε αυτές τις συνθήκες ο οικονομικός σύμβουλος του Μητσοτάκη Αλέξης Πατέλης και κύκλοι του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος πιέζουν τους «οίκους επενδυτικής αξιολόγησης» να επαναφέρουν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα μετά από 12 χρόνια. Το τι σημαίνει αυτό οικονομικά φαίνεται από την τελευταία έξοδο του Ελληνικού δημοσίου στις «αγορές» στις 30 Μαρτίου του 2023. Κατόρθωσε να σηκώσει μόλις 300 εκ. με επιτόκιο 4,25% (2% πάνω από το επιτόκιο του Γερμανικού Δεκαετούς) και αν ήταν να πάρει περισσότερα, αυτά θα ήταν με επιτόκιο πάνω από 5%. Η εκτίμηση τραπεζικών κύκλων στην Αθήνα είναι ότι επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου θα φτάσει το 6.5% ή και το 7% καθιστώντας τις κυβερνητικές προσδοκίες κενό γράμμα.         

Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι είναι έτοιμος να εφαρμόσει μια πραγματικά κοινωνική πολιτική. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια τέτοια προοπτική;  

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δικιά του πετριά. Προσπαθεί απεγνωσμένα να μας πείσει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός πηγαίνει καλά και αυτό είναι αποτέλεσμα της δικής του μνημονιακής πολιτικής που «προίκισε» τη χώρα με 38 δις «μαξιλάρι». Αυτή η λογική ακροβασία, πέρα από τις εσωκομματικές ισορροπίες, σκοπό έχει να πείσει ότι μια σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε αναδιανομή σε όφελος της κοινωνίας.

Το πρόβλημα αυτής της πρότασης βρίσκεται στην προϋπόθεση που θέτει. Δηλαδή, ότι για να εφαρμοστεί η όποια αναδιανεμητική ή κοινωνική πολιτική ο ελληνικός καπιταλισμός θα πρέπει να «πηγαίνει καλά». 

Όμως ούτε ο παγκόσμιος ούτε ο ελληνικός καπιταλισμός πηγαίνουν καλά. Ο πληθωρισμός επιμένει, τα επιτόκια ανεβαίνουν, το «ποσοστό κέρδους της επιχείρησης» που λέει και ο Μάρξ (ποσοστό κέρδους μείον το επιτόκιο) μειώνεται και η καπιταλιστική κρίση που ξεκίνησε το 2008 μπαίνει σε μια νέα φάση όξυνσης. Αυτό φάνηκε και με τις πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το σύστημα ετοιμάζεται για ένα νέο γύρο λιτότητας όπως μαρτυρά και η νέα πρόταση της Κομισιόν για την «οικονομική διακυβέρνηση» που δημοσιοποιήθηκε στις 26 Απριλίου.

Έτσι αυτό που θα γίνει είναι οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ να μείνουν κενό γράμμα, όπως το σκίσιμο των μνημονίων την προηγούμενη φορά. Είναι η κατάληξη των ρεφορμιστικών πολιτικών που κάνουν δικά τους τα προβλήματα του συστήματος. 

Αυτό φαίνεται ακόμα και στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επεξεργαστεί μια θέση. Σε όλες του τις δηλώσεις ο Τσίπρας θεωρεί ότι το πρόγραμμά του είναι εφικτό διότι «η χώρα δεν βρίσκεται σε μνημόνια». Μόλις επανέλθουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα πει τώρα δε μας παίρνει και θα κάνει πίσω.              

Ποια πιστεύεις ότι θα όφειλε να είναι η στάση των κομμάτων της Αριστεράς σε ζητήματα που θεωρείς κεντρικά; 

Το πρόβλημα των μνημονιακών κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι ότι η πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης του 2008 έχει αποτύχει. Αυτό ισχύει παγκόσμια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ο κόσμος πλήρωσε το μάρμαρο και προκοπή δεν είδε. 

Έτσι σε ολόκληρη την Ευρώπη διαμορφώνεται ένα ισχυρό εργατικό και λαϊκό κίνημα που αναμετράται με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τα ζητάει όλα πίσω. Αυτή είναι η πείρα από την εξέγερση στη Γαλλία, τη μεγάλη απεργία στις μεταφορές στη Γερμανία, τις κινητοποιήσεις με αφορμή τα Τέμπη στην Ελλάδα αλλά και τις κινητοποιήσεις των αγροτών στην Ολλανδία.

Η αποκατάσταση των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, η κρατική ιδιοκτησία ή /και η επανακρατικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών (Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση) αλλά και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (Ηλεκτρικό Ρεύμα, Νερό, μεταφορές, λιμάνια) θα βρεθούν στο κέντρο των λαϊκών διεκδικήσεων.

Τα κόμματα της αριστεράς θα πρέπει να οργανώσουν και να βρεθούν στην πρώτη γραμμή αυτών των διεκδικήσεων. Δεν βοηθά καθόλου η γραμμή του ΚΚΕ που μόλις ξεκίνησε η συζήτηση για επανακρατικοποιήσεις, άρχισε να σνομπάρει τις διεκδικήσεις με το σκεπτικό ότι πρόκειται για αλλαγή ιδιοκτησίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Είναι η άλλη όψη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει πολιτική μέχρι εκεί που του επιτρέπει το σύστημα, το ΚΚΕ δεν κάνει πολιτική γιατί δεν του το επιτρέπει το σύστημα. Η πραγματική αριστερά πολιτικοποιεί τις διεκδικήσεις της κοινωνίας οδηγώντας σε ρήξη με το σύστημα.

Είναι σίγουρο ότι η πολιτική κόντρα θα οξυνθεί από νέο γύρο τραπεζικής κρίσης και κρίσης χρέους που θα ξεσπάσει. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό η αριστερά να αναδείξει ότι η κρίση είναι καπιταλιστική και όχι χρηματοπιστωτική και άρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές ρύθμισης όπως διατείνονται ο Λαπαβίτσας και το ΜέΡΑ 25. Αυτή θα πρέπει να είναι και η κατακλείδα της διεκδίκησης: άρνηση του χρέους, κρατικοποίηση τραπεζών και έξοδος από την ΕΕ, αιτήματα που θα επανέλθουν στο προσκήνιο το επόμενο διάστημα.   

Ακόμη και οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα νέο αντισυστημικό ρεύμα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Γαλλία και αλλού. Τι ρόλο πιστεύεις ότι μπορεί να παίξει αυτός ο παράγοντας την επόμενη μέρα των εκλογών καθώς και η ενίσχυση των αντισυστημικών δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις μάχες που έρχονται;

Είναι πλέον βέβαιο ότι η/οι κάλπη/ες θα αναδείξουν αδύναμη κυβέρνηση. Αυτό από μόνο του θα είναι κέρδος για τις λαϊκές διεκδικήσεις το επόμενο διάστημα. Όμως η πείρα του 2012 και του 2015 έχει δείξει ότι μεγάλη σημασία έχει ο συσχετισμός μέσα στην ίδια την αριστερά. Αν η αμφισβήτηση περιοριστεί στον αναχωρητισμό του ΚΚΕ και στις «μετακαπιταλιστικές επεξεργασίες» του ΜέΡΑ 25 είναι σίγουρο ότι το σύστημα εύκολα θα ξεμπερδέψει με την κοινωνική δυσαρέσκεια όπως έγινε και το 2015. Άρα είναι σημαντικό η αντικαπιταλιστική αριστερά να καταγράψει ένα σημαντικό κομμάτι της λαϊκής δυσαρέσκειας. Αυτό όμως δεν γίνεται με απόψεις που περιορίζουν τη συζήτηση σε ένα «αριστεροχώρι» στο οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιπαρατίθεται με το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ 25. Νομίζω ότι έχουμε το πολιτικό ανάστημα και τη διαδρομή στο κίνημα για να απευθυνθούμε στο μεγάλο ακροατήριο της εργατικής τάξης και της νεολαίας και να πείσουμε πάνω σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής. Καλό μας αγώνα!