Η Αριστερά
Εκλογές: Τι πραγματικά έφταιξε για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;

Τσίπρας και Σολτς

«Στις χθεσινές εκλογές νίκησε η ΝΔ αλλά ταυτόχρονα ηττήθηκε η στρατηγική της απλής αναλογικής. Οι προοδευτικές δυνάμεις στις οποίες τείναμε το χέρι της συνεργασίας, καθ’ όλη τη προεκλογική περίοδο είχανε μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ. Και χθες την ώρα μιας ιστορικής εκλογικής νίκης της δεξιάς αυτοί πανηγυρίζανε περισσότερο από τους Νεοδημοκράτες για τη πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς κοιτάζαμε τη χώρα. Εκείνοι το δικό τους χωράφι».

Αυτά δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας θεωρώντας ότι η μόνη λάθος επιλογή που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αλλαγή του εκλογικού νόμου και κατά τα άλλα έφταιγαν οι υπόλοιπες «προοδευτικές δυνάμεις». Ο ίδιος δεν τόλμησε να επιρρίψει ευθύνες στον κόσμο αλλά ήδη τα στελέχη και τα μέσα ενημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να εξηγήσουν την ήττα μέσα από αναλύσεις και θεωρίες περί «συντηρητικοποίησης», ακόμη και «ορμπανοποίησης» της κοινωνίας. Ήταν «στραβός ο γυαλός», δηλαδή.  

Ας ξεκινήσουμε από την «στρατηγική της απλής αναλογικής». Δεν ήταν απλή αναλογική. Ο νόμος που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε ακέραιο το όριο 3% για την είσοδο των κομμάτων στη Βουλή. Με αυτό το όριο (το οποίο όταν καθιερώθηκε, είχε αφήσει το 1993 τον ίδιο τον Συνασπισμό της Αριστεράς, τον πρόγονο του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός Βουλής με 2,9%) ακύρωσε την ψήφο 900.000 ψηφοφόρων, το 16% των ψηφισάντων, αφήνοντάς τους χωρίς εκπροσώπηση στη Βουλή. Οι «προοδευτικές δυνάμεις» στις οποίες υποτίθεται απευθυνόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΜέΡΑ25 που κανονικά θα εξέλεγε 8-9 βουλευτές, ή η Πλεύση Ελευθερίας που θα εξέλεγε άλλους τόσους έμειναν εκτός βουλής. Και να ήθελαν να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσαν γιατί φρόντισε να κλαδέψει προκαταβολικά τους μέλλοντες «συνεργάτες». 

Για τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ φταίει η αντιπολίτευση που (δεν) έκανε όλη την προηγούμενη τετραετία. Φταίει η συνέχιση της πολιτικής δεξιόστροφης πορείας του που συνεχίστηκε με καλπασμό και μετά το 2019 όταν βρέθηκε εκτός κυβέρνησης. Φταίνε συνολικά οι στρατηγικές του επιλογές.

Ας μιλήσουμε για αντιπολίτευση. Ας θυμηθούμε πώς φτάσαμε στο ιστορικό χαμηλό της ΝΔ το 2012, όταν ο Σαμαράς πήρε 18%. Πώς ήρθε η μεγαλύτερη συντριβή που γνώρισε ποτέ η δεξιά; Ήταν το μαζικό κίνημα των πανεργατικών απεργιών, των πλατειών, των συλλαλητηρίων, των καταλήψεων υπουργείων, που διέλυσε τη ΝΔ και λίγο νωρίτερα το ΠΑΣΟΚ. Και ήταν η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνο το κίνημα, που τον ανέδειξε σε δεύτερο κόμμα. 

Ας τη συγκρίνουμε με την «υπεύθυνη αντιπολίτευση» που έκανε ο Τσίπρας την προηγούμενη τετραετία στην κυβέρνηση Μητσοτάκη: Ξεκίνησε με το «εμείς δεν θα ζητησουμε να φύγει η ΝΔ από το πρώτο εξάμηνο». Αμέσως μετά, όταν ο Μητσοτάκης πυροβολούσε τους «εισβολείς» πρόσφυγες στον Έβρο και έστελνε τα ΜΑΤ στα νησιά για να φτιάξουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο Τσίπρας αναζητούσε συνεργασία λέγοντας «θα βάλουμε πλάτη για το προσφυγικό με προϋποθέσεις».

Όταν ξέσπασε η πανδημία ακολούθησε η θέση του «θα λογαριαστούμε μετά». Στο δεύτερο λοκντάουν, την ώρα που χιλιάδες πέθαιναν λόγω της εγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης, ο Τσίπρας δήλωνε «αν η κυβέρνηση δεν μπορεί, να μας ζητήσει βοήθεια» και ζητούσε να γίνει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών για κοινή δράση». Το 2021 πήγε στην Σακελλαροπούλου με «αίτημα για οικουμενικό υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής» προτείνοντας «οικουμενική συνεργασία όλων των κομμάτων». 

Επί μήνες, ο Μητσοτάκης επιτίθονταν στο κίνημα προσπαθώντας να επιβάλει πολιτική καραντίνα με απαγόρευση διαδηλώσεων. Ο Τσίπρας δεν τόλμησε καν να καλέσει τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ να διαδηλώσουν στις 17 Νοέμβρη, ή στην επέτειο του Γρηγορόπουλου. Ήταν ο κόσμος που έδινε τις μάχες στους δρόμους -και ο δικός του κόσμος- αλλά η γραμμή που έδινε η ηγεσία στις τοπικές ήταν αυτοσυγκράτηση στο δρόμο και ψαλίδισμα στα αιτήματα, εξηγώντας την ήττα του 2019 σαν αποτέλεσμα  του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «έταξε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε». 

Η πανδημία τελείωσε αλλά το «θα λογαριαστούμε μετά», δεν ήρθε ποτέ. Το καλοκαίρι του 2021, όταν καιγόταν ο τόπος και όλη η Ελλάδα φώναζε «Μητσοτάκη γαμιέσαι», ήταν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που καλούσαν τον κόσμο να κατέβει στον δρόμο. Ο ένας μετά τον άλλο οι εργατικοί χώροι -νοσοκομεία, επισιτισμός, καλλιτέχνες, Λάρκο, Cosco, Mαλαματίνα, Πετρέλαια- άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους αλλά έβρισκαν τον ΣΥΡΙΖΑ από αδιάφορο ως εχθρικό σε κάθε απεργιακή κλιμάκωση. 

Φρένο στους αγώνες

Το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών του 2022, αντί να σημάνει μαζικό προσκλητήριο στο Σύνταγμα για να πέσει η Νέα Δημοκρατία, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σήμανε μόνο μια ευκαιρία για να προσεγγίσει τον Ανδρουλάκη με καλύτερους όρους. Ήρθαν τα Τέμπη, μέσα στην προεκλογική περίοδο, και η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «τώρα πενθούμε». Αντί να καλεί σε παλλαϊκό ξεσηκωμό συνδέοντας τις μάχες, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που πρωτοστατούσε στο ΣΕΗ κατά της απεργίας διαρκείας των ηθοποιών. Απεργούσαν δέκα μέρες οι σιδηροδρομικοί, με πρωτοβουλία των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ηγεσία αντί να σπρώξει και άλλους χώρους σε απεργία, τους άφηνε ακάλυπτους.   

Ήταν ο κόσμος που ξεπερνούσε κάθε φορά στο δρόμο τα εμπόδια που έβαζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ήταν ο λόγος που ένας κομμάτι του, του γύρισε την πλάτη και ψήφισε πιο αριστερά. Και όχι ότι η υπόλοιπη αριστερά κοίταζε το «δικό της χωράφι». Ήταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έκανε πράξη αυτό που δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το «κάτω η ΝΔ»  μέσα στους αγώνες.

Αν η αλλεργία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις απεργίες και στις διαδηλώσεις ήταν η μια όψη της αποτυχίας, η άλλη ήταν η πολιτική που ακολούθησε. Υπερψήφισε τα μισά νομοσχέδια που έφερε η ΝΔ, ανάμεσά τους το ξεπούλημα των Ναυπηγείων της Ελευσίνας, το ξεπούλημα του Ελληνικού, την επέκταση του ΝΑΤΟ - ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. 

Αντί να απαντάει στα ιδεολογικά όπλα που επιστράτευε ο Μητσοτάκης, τον έκανε «μάγκα» σε όλα τα ζητήματα που θεωρούσε προνομιακό του πεδίο: Έπαιζε ασταμάτητα το χαρτί του εθνικισμού η κυβέρνηση με την Τουρκία, υπερθεμάτιζε ο Τσίπρας λέγοντας ότι αν ήταν στην κυβέρνηση θα έβγαζε τις φρεγάτες στο Αιγαίο. Έπαιζε ασταμάτητα το χαρτί του ρατσισμού ο Μητσοτάκης, «προφανώς θα κρατήσουμε τον φράχτη στον Έβρο» απαντούσε ο Τσίπρας. Έπαιζε ο Θεοδωρικάκος, «τάξη και ασφάλεια», ψήφιζε ο ΣΥΡΙΖΑ τα 600 ευρώ επίδομα στους αστυνομικούς. Δεν υπήρχε καλύτερο δώρο για τη ΝΔ.

Η βασική κόντρα του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία ήταν ποιος από τους δύο κατάφερε να «σώσει τη χώρα βγάζοντάς την από τα μνημόνια», ποιος εφάρμοσε καλύτερα τις επιταγές των τραπεζιτών. Αυτή η πλασματική εικόνα ευημερίας, αυτή και αν ήταν μάτριξ για τον κόσμο που άρχισε να βιώνει την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση. Και όταν μπήκαμε στην τελική ευθεία για τις εκλογές η κόντρα με τον Μητσοτάκη μεταφέρθηκε στο ποιος έχει το πιο «κοστολογημένο» πρόγραμμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των «εταίρων».

Σε αυτήν την «κοστολογημένη» Αριστερά γύρισε την πλάτη ένα μεγάλο μέρος του κόσμου γιατί του γύρισε την πλάτη πρώτη αυτή. Σε όλη την τετραετία, το μόνο που ενδιέφερε τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν να στέλνει αδιάκοπα μηνύματα στους δανειστές, τους τραπεζίτες, την ΕΕ και τα αφεντικά αυτής της χώρας, ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για τα συμφέροντά τους. 

Σε αυτό το πλαίσιο, κέντρο της πολιτικής του στόχευσης έγινε να κερδίσει τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ σε μια «προοδευτική κυβέρνηση» με αποτέλεσμα να το αναβαθμίσει μετατρέποντας το σε ρυθμιστικό παράγοντα αλλαγής και οδηγώντας ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου, να επιστρέψει σε αυτό. Ο Τσίπρας υιοθέτησε ακόμα και το σύνθημα της «αλλαγής» και στην τελευταία του προεκλογική συγκέντρωση στην Πάτρα παρίστανε τον Αντρέα. 

Μόνο που ο Α. Παπανδρέου για να κερδίσει τον μπαμπά Μητσοτάκη στις εκλογές του 1993 αναγκάστηκε να επανακρατικοποιήσει τα λεωφορεία της Αθήνας. Ο Τσίπρας, με 57 νεκρούς στα Τέμπη, ούτε αυτό δεν τόλμησε να πει. Πρότεινε «επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης» για μια ιδιωτικοποίηση που υλοποίησε η δική του κυβέρνησή και επιβεβαίωσε τη ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. 

Καθ’ όλη την τετραετία ο Τσίπρας φίμωσε κάθε φωνή που πήγε να σπάσει το κλίμα της συναίνεσης, επιπλήττοντας και διαγράφοντας εδώ και εκεί στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθ’ υπόδειξη της ΝΔ, γιατί μίλησαν για μαζικές δολοφονίες στην πανδημία, με αποκορύφωμα την διαγραφή Πολάκη. Στο Συνέδριο του κόμματος, τον περσινό Μάη, ο Τσίπρας πανηγύριζε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι πια ένα άλλο κόμμα» έχοντας κλαδέψει τα αριστερά κομμάτια του, με μια κεντρική επιτροπή που δεν είχε ούτε ένα συνδικαλιστή. Θεωρώντας «βαρίδια» ανθρώπους σαν την Κούνεβα και κυνηγώντας περσόνες - σαν τον Γεωργούλη που την αντικατέστησε στην ευρωβουλή- για να χαρίσει με τις καταγγελίες περί σεξουαλικής κακοποίησης, άλλον ένα πόντο στη ΝΔ. 

Στην τελική ευθεία η ΝΔ δεν είχε κανένα πρόβλημα να δημαγωγήσει τάζοντας παροχές και υπερκαλύπτοντας κάθε αίτημα που πρόβαλλε το «κοστολογημένο» πρόγραμμα που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ στον Ανδρουλάκη. Τα «ρήγματα» που επιδίωκε να προκαλέσει ο Τσίπρας στην Νέα Δημοκρατία κατέληξαν σε μια μεγάλη τρύπα στα δικά του αμπάρια.