Εργατικό κίνημα
Εκλογές: Ο κοινοβουλευτικός δρόμος διαιωνίζει αρνητικούς «συσχετισμούς δυνάμεων»

«Η ενίσχυση της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, ιδιαίτερα σε σημαντικά αστικά κέντρα της χώρας, σε εργατικές γειτονιές των μεγάλων πόλεων, σε περιοχές όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του βιομηχανικού και γενικότερα του εργατικού δυναμικού, όπως για παράδειγμα στην Αττική, είναι ελπιδοφόρα μηνύματα, που ανοίγουν δρόμο στο αύριο», δήλωσε ο γγ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας, σχολιάζοντας την αύξηση των ψήφων (125.000 περισσότεροι από το 2019) και του ποσοστού του κόμματος από 5,3% σε 7,23%. «Το ΚΚΕ θα αξιοποιήσει τη δύναμη που του έδωσε ο λαός στην κάλπη, για να συμβάλει και μέσα στη Βουλή και στους δρόμους του αγώνα για την οργάνωση της λαϊκής αντίστασης, της αντεπίθεσης στον δρόμο της ανατροπής» τόνισε.

Για τους περισσότερους εργαζόμενους/ες και νέους/ες, που το βράδυ των εκλογών ήθελαν να δουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη να καταβαραθρώνεται και τα κόμματα της Αριστεράς να ανεβαίνουν, η άνοδος του ΚΚΕ ήταν μια ευχάριστη εικόνα. Αλλά δεν μπορούμε να αναθέσουμε τις ελπίδες για στήριξη των αγώνων στην υπόσχεση της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι θα συμβάλει σε «λαϊκή αντεπίθεση».

Σε καμιά από τις μεγάλες μάχες που άνοιξαν μέσα στην προηγούμενη τετραετία δεν επιδίωξε να κλιμακώσει την αντίσταση σε μια κατεύθυνση μετωπικής  σύγκρουσης με την κυβέρνηση της ΝΔ ούτε (πολύ περισσότερο) με το σύστημα συνολικά. Δεν αξιοποίησε ούτε  τα συνδικάτα που ελέγχει το ΠΑΜΕ ούτε την ισχυρή παρουσία του στα υπόλοιπα, για να κλιμακώσει και να συντονίσει τους αγώνες και τις απεργίες που ξέσπασαν στα νοσοκομεία, στον επισιτισμό, στους εκπαιδευτικούς, στους καλλιτέχνες και πολλούς άλλους χώρους. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης, ήταν η στάση του στη γενική συνέλευση του ΣΕΗ όπου ψήφισε μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην κλιμάκωση της απεργίας στους ηθοποιούς,  κόντρα στην διάθεση εκατοντάδων αγωνιστών-τριών. Μια μαχητική διάθεση που απειλούσε να δώσει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική στις καταλήψεις των θεάτρων από τους σπουδαστές και τους εργαζόμενους. Το ίδιο συνέβη και στα πανεπιστήμια, όπου η ΚΝΕ παρότι είναι πρώτη δύναμη, ήταν κόντρα σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για ένα μαζικό κίνημα καταλήψεων, παρότι οι αφορμές που έδωσε η κυβέρνηση, ήταν πολλές. Με δεδομένη την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει «υπεύθυνη αντιπολίτευση» στη ΝΔ, το ΚΚΕ είχε όλη τη δυνατότητα να μπει σφήνα παίζοντας τον ρόλο του πυροδότη σε ένα κίνημα με στόχο να τσακίσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, στρέφοντας όλη την κοινωνία προς τα αριστερά.

Δεν το έκανε, και ο λόγος τον οποίο επικαλείται είναι ο «αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων», ότι «πρέπει να θέλει και ο κόσμος». Πρόκειται για μια διαχρονική δικαιολογία. Το ίδιο έλεγε το 2006-07, όταν οι απεργίες διαρκείας των εκπαιδευτικών και οι φοιτητικές καταλήψεις άνοιγαν το δρόμο για την εξέγερση Γρηγορόπουλου και την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή δυο χρόνια αργότερα. Το ίδιο έλεγε το 2012, όταν οι δεκάδες πανεργατικές απεργίες, απεργίες διαρκείας και καταλήψεις χώρων δουλειάς, διέλυσαν το ΠΑΣΟΚ και γκρέμισαν τη ΝΔ στο χαμηλότερο ποσοστό της, το 18% του Σαμαρά, οδηγώντας σε άνοδο όλη την Αριστερά και χαρίζοντας στο ΚΚΕ ένα 8,48%. Το μεγαλύτερο ποσοστό από το 1989, όταν με τον ενιαίο Συνασπισμό είχε πάρει 13,13%. Αλλά οι συσχετισμοί συνέχισαν να  παραμένουν «αρνητικοί». 

«Δεν θα σπάσει ούτε τζάμι»

Ο λόγος για τον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ έχει πάρει διαζύγιο με τις απεργίες διαρκείας και τις καταλήψεις δεν είναι απλά μια λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας. Είναι ότι εδώ και δεκαετίες, παρά τις συνεχείς της γενικές αναφορές στην επανάσταση και τον σοσιαλισμό, έχει υποταχτεί στον κοινοβουλευτικό δρόμο αρνούμενη να στηρίξει και να δώσει επαναστατική προοπτική σε οποιοδήποτε κίνημα ξεδιπλώνεται από τα κάτω. Το 2008 το ΚΚΕ ήταν απών από την εξέγερση για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. «Δεν ήταν εξέγερση. Με την πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι» έλεγε η τότε η γγ του κόμματος, Α. Παπαρήγα. Το 2011 απείχε από το κίνημα «των πλατειών» καταγγέλλοντάς το ότι «δεν είναι συνειδητό». Δεν υπάρχουν «αριστεροί», μόνο οι «κομμουνιστές είναι αριστεροί» ήταν το ρεφρέν. 

Στην μεγαλύτερη κορύφωση ταξικής πόλωσης των τελευταίων πενήντα χρόνων, στο δημοψήφισμα του 2015, όταν ένα 63% του κόσμου κινήθηκε στην κατεύθυνση της ανατροπής και της ρήξης με ΕΕ, ΔΝΤ και δανειστές, κάλεσε σε λευκό και μετά σε λευκό και αποχή από το δημοψήφισμα. Απείχε από τα τεράστια συλλαλητήρια των ημερών και απομόνωσε τον εαυτό του από τα πιο μαχητικά κομμάτια της τάξης. Η στάση του ήταν το ίδιο υπονομευτική για το κίνημα όσο και η κωλοτούμπα του Τσίπρα που μετέτρεψε το ΟΧΙ σε «Ναι». 

Ήταν όμως υπονομευτική και για την ίδια του την εκλογική δύναμη. Στη διάρκεια της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ και περισσότερο την τελευταία τετραετία, το ΚΚΕ επιχείρησε να επικοινωνήσει με ευρύτερα κομμάτια κόσμου. Στην τρέχουσα προεκλογική του καμπάνια υιοθέτησε, με είκοσι χρόνια καθυστέρηση, το σύνθημα «τα κέρδη τους, οι ζωές μας» (το σύνθημα που εισήγαγε το 2001 το ΣΕΚ με το κίνημα της Γένοβας και τότε το ΚΚΕ λοιδορούσε σαν οπορτουνιστικό) σαν κεντρικό του προεκλογικό σύνθημα. 

Μέσα στο εκρηκτικό κλίμα των απεργιών και διαδηλώσεων μετά τα Τέμπη, αυτό το σύνθημα θα μπορούσε να γίνει κεντρικό για μια απεργιακή κλιμάκωση που θα μπορούσε να διαλύσει τη ΝΔ και να ενισχύσει παραπάνω το ίδιο το ΚΚΕ. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Την ίδια στιγμή που το 70% του κόσμου στις δημοσκοπήσεις ζητούσε την επανακρατικοποίηση του ΟΣΕ -και ο Τσίπρας απαντούσε με «επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης με την εταιρία»- το ΚΚΕ έκανε δύο βήματα πίσω: «Δεν θα μας σώσει μία καλύτερη ιδιωτικοποίηση, ένας δήθεν πιο αυστηρός δημόσιος έλεγχος, ούτε μία "επανακρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση"» δήλωνε ο Δ. Κουτσούμπας σε ημερίδα για τις μεταφορές. «Το ΚΚΕ δεν δίνει τη μάχη ενάντια στην πολιτική της "απελευθέρωσης" και της εμπορευματοποίησης με τη σημαία τού χτες, της επιστροφής στο κρατικό μονοπώλιο της δικτατορίας του κεφαλαίου, αλλά με τη σημαία της κοινωνικοποίησής τους, με την εργατική τάξη, τον λαό στο τιμόνι της εξουσίας».

Πάνω στο πιο κομβικό αίτημα που άνοιξε μετά τα Τέμπη, η ηγεσία του ΚΚΕ έβγαλε αριστερό φλας για να στρίψει δεξιά. Μέχρι το ζήτημα των μεταφορών να λυθεί με την κοινωνικοποίηση τους στον σοσιαλισμό, δεν κάνει διαφορά αν είναι ιδιωτικές ή δημόσιες. Τσάμπα μάλλον έγιναν οι αγώνες των εργαζομένων της ΕΑΣ και του Σταμούλου για επανακρατικοποίηση των λεωφορείων του 1990-93. Προφανώς το ΚΚΕ δεν διδάχτηκε τίποτε από την κατάληψη της ΕΡΤ, τον αγώνα που έδειξε το 2013 ότι ο εργατικός έλεγχος δεν είναι μακρινή ουτοπία.

Επόμενη μέρα

Αυτή η στάση δεν έχει μόνο σημασία για το τι συνέβη την προηγούμενη τετραετία αλλά και στο τι θα ακολουθήσει την επόμενη μέρα των εκλογών απέναντι στην όξυνση της επίθεσης, που έρχεται. Στηρίζουμε τους αγώνες των εργατών σήμερα για καλύτερες συνθήκες, συγκοινωνίες, αυξήσεις, απαντάει η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά οι κρατικοποιήσεις, η έξοδος από την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους, δεν μπορούν να αποτελούν αιτήματα για το σήμερα, αναβάλλονται μέχρι να έρθει η εργατική εξουσία. 

Και πώς θα έρθει αυτή; Ποια είναι η γέφυρα που θα μας μεταφέρει από τις διεκδικήσεις του σήμερα στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία; «Σήμερα, το Κόμμα μας διαθέτει σύγχρονο, επιστημονικά επεξεργασμένο Πρόγραμμα εξουσίας-διακυβέρνησης, το οποίο καταθέτει ανοιχτά στον λαό και είναι έτοιμο να το υπηρετήσει από κυβερνητικές θέσεις, όταν ο λαός το επιλέξει» έλεγε πριν λίγους μήνες ο Δημήτρης Κουτσούμπας. «Αυτό που επείγει είναι να ενισχυθεί το αγωνιστικό πνεύμα μέσα στην εργατική τάξη και όλο το λαό, σε συμπόρευση με το ΚΚΕ, που θα εκφράζεται και στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών παντού: Από το πρωτοβάθμιο σωματείο και το σύλλογο μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, που θα γίνουν το αργότερο ως τις αρχές καλοκαιριού του 2023, αλλά και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές τον Οκτώβρη του 2023».

Ο δρόμος για την εργατική εξουσία δεν είναι στρωμένος πάνω σε αέναες εκλογικές αναμετρήσεις περιμένοντας το 5% να μεγαλώσει λίγο-λίγο. Δεν είναι ο δρόμος της κάλπης, περιμένοντας να «ωριμάσουν οι συνθήκες». Είναι στρωμένος πάνω σε αγώνες με επαναστατική στρατηγική, χωρίς κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Οργανώνοντας τις μάχες με απεργίες διαρκείας και καταλήψεις των χώρων δουλειάς και αντικαπιταλιστικά αιτήματα, εκεί που η ίδια η εργατική τάξη μπορεί να πάρει τον έλεγχο και να εφαρμόσει το δικό της μεταβατικό πρόγραμμα: Διαγραφή του χρέους, έξοδο από τη θανάσιμη θηλιά της ΕΕ, έξοδο από το ΝΑΤΟ και τους επικίνδυνους πολεμικούς του σχεδιασμούς, κρατικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση των αφεντικών. 

Να πάρει τον έλεγχο με επαναστατική προπτική την επόμενη φορά που η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να κλείσει ένα νοσοκομείο, να ιδιωτικοποιήσει το νερό, στα επόμενα Τέμπη, στο επόμενο Μάτι. Αυτός είναι ο δρόμος της ανατροπής, που οφείλει να ακολουθήσει το ΚΚΕ. Γιατί, αν κάτι ανέδειξε η τελευταία τετραετία, από τα νοσοκομεία την περίοδο της πανδημίας μέχρι τους σιδηροδρόμους, είναι ότι η εργατική τάξη είναι αυτή που μπορεί να «σώσει το λαό».