Οι άρχουσες τάξεις και τα κράτη τους καλύπτουν πάντα τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες τους με επικλήσεις στη «διεθνή νομιμότητα» και το «διεθνές δίκαιο». Οι άρχουσες τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν είναι εξαίρεση. Η αντίπαλος πάντα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Και μια σταθερή κατηγορία που εκτοξεύεται από την ελληνική διπλωματία είναι ότι η Τουρκία αμφισβητεί, με δηλώσεις και πράξεις, την Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφτηκε τον Ιούλη του 1923.
Για την επίσημη, δηλαδή την αστική ιστοριογραφία τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι: το έθνος βγήκε δυνατό από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δυστυχώς η «φαγωμάρα» των δυο μεγάλων παρατάξεων υπονόμευσε την Εκστρατεία στη Μικρά Ασία με αποτέλεσμα την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής τον Σεπτέμβρη του 1922. Ύστερα, χρειάστηκε ο «δαιμόνιος» Βενιζέλος για να ξεκινήσουν οι συνομιλίες στην ελβετική πόλη τον Νοέμβρη του 1922 οι οποίες κατέληξαν στη Συνθήκη. Από τότε, «εμείς» είμαστε οι υπερασπιστές της και οι απέναντι οι αναθεωρητές της.
Είναι ένα αφήγημα που οι σιωπές του λένε περισσότερα από τις μισές αλήθειες του.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονταν και το 1914 θα οδηγούσαν στο μεγαλύτερο πολεμικό σφαγείο που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα Βαλκάνια έγιναν η εστία ανάφλεξης του πολέμου. Το προανάκρουσμα ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια αναχρονιστική απολυταρχία, απομεινάρι της φεουδαρχίας που εξακολουθούσε να υπάρχει επειδή η κάθε Μεγάλη Δύναμη φοβόταν ότι αν η Αυτοκρατορία καταρρεύσει κερδισμένη θα έβγαινε κάποια άλλη. Στις αρχές του 20ου αιώνα αυτή η «ισορροπία» κατέρρεε. Όλοι τρέχανε να εξασφαλίσουν οικονομικά, ακόμα και εδαφικά, οφέλη από την κρίση της. Για τις άρχουσες τάξεις των Βαλκανικών κρατών, ήταν η ευκαιρία να διεκδικήσουν ρόλο -και χώρο- σε αυτή τη μοιρασιά.
Η ελληνική άρχουσα τάξη έσπευσε να επωφεληθεί. Οι «εθνικοί θρίαμβοι» του 1912-13 διπλασίασαν την έκταση του ελληνικού κράτους. Υποτίθεται ότι η Συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 θα εξασφάλιζε με το κύρος της «διεθνούς νομιμότητας» το αποτέλεσμα των πολέμων με τους χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, πρόσφυγες. Όμως, σε ένα χρόνο ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Το Βουκουρέστι ξεχάστηκε.
Η Ελλάδα μπήκε επίσημα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917 στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ. Το έπαθλο που διεκδικούσε η άρχουσα τάξη με τον Βενιζέλο επικεφαλής, ήταν λάφυρα από τη μοιρασιά της λείας. Έτσι ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στις αρχές του 1919 στην Οδησσό και τη Σεβαστούπολη, και την άνοιξη της ίδιας χρονιάς στη Σμύρνη. Έτσι ξεκίνησε η Μικρασιατική Εκστρατεία.
Φιλοδοξίες
Ενάμισι χρόνο μετά, ο Βενιζέλος επέστρεφε θριαμβευτής από το Παρίσι. Η Συνθήκη των Σεβρών, ήταν η επίσημη συνθήκη ειρήνης των χωρών της Αντάντ με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν επίσης, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, η συνθήκη που έκανε πράξη το όνειρο για την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Δυο χρόνια μετά, αυτές οι φιλοδοξίες γίνονταν στάχτη στις φλόγες της Σμύρνης.
Στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης συμμετείχαν πέρα από την Ελλάδα και την Τουρκία -δηλαδή το κράτος που είχε δημιουργήσει το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ- η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία ακόμα και η …Ιαπωνία (σύμμαχος της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο). Επικεφαλής της ιταλικής αντιπροσωπείας ήταν ο Μουσολίνι.
Ο Λόρδος Κέρζον, υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας στις αρχές Οκτώβρη του 1923 εξήγησε στις αντιπροσωπείες της Αυτοκρατορικής Διάσκεψης στο Λονδίνο τη διαφορά με προηγούμενες συνθήκες για παράδειγμα των Σεβρών. Αυτό που γινόταν στις προηγούμενες ήταν: «υπαγόρευση υπό την απειλή της ξιφολόγχης. Ο ηττημένος εχθρός γινόταν δεκτός μόνο για να ακούσει την ποινή του… Η Λωζάνη διέφερε. Μέχρι τώρα υπαγορεύαμε τις συνθήκες ειρήνης. Τώρα διαπραγματευτήκαμε μία με ένα εχθρό που διαθέτει στρατό».
Έτσι οι Σύμμαχοι αναγκαστήκανε να αναγνωρίσουνε τη νέα Δημοκρατία της Τουρκίας, απέσυραν τις τελευταίες μονάδες που συνέχιζαν να κατέχουν την Κωνσταντινούπολη, να εγκαταλείψουν το αποικιοκρατικό καθεστώς των «διομολογήσεων» (ιδιαίτερα προνόμια για τους υπηκόους και τις επιχειρήσεις τους). Επίσης, αναγνώρισαν την κυριαρχία της Τουρκίας στα Στενά, εξασφαλίζοντας όμως την ελευθερία διέλευσης για τα εμπορικά και πολεμικά πλοία τους.
Όμως, ο Κέρζον θεωρούσε ότι ο απολογισμός ήταν θετικός για τη Βρετανία και τους άλλους ιμπεριαλιστές. Η Συνθήκη της Λωζάνης επισημοποιούσε τα σύνορα του νέου τουρκικού κράτους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Κι αυτά τα σύνορα ήταν αποτέλεσμα της κυνικής μοιρασιάς που είχαν κάνει η Βρετανία και η Γαλλία από την εποχή του πολέμου, με τη μυστική Συμφωνία Σάικς-Πικό.
Η Παλαιστίνη, το Ιράκ, η Συρία κι ο Λίβανος γίνονταν επίσημα γαλλικά και βρετανικά προτεκτοράτα. Η Μοσούλη, στο σημερινό βόρειο Ιράκ, με τις πετρελαιοπηγές της θα κατοχυρωνόταν αργότερα στη Βρετανία. Οι Κούρδοι δεν αναφέρονται καν στα κείμενα της Συνθήκης. Το Κουρδιστάν μοιράστηκε ανάμεσα στην Τουρκία, τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ. Οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές που το 1919-20 ενθάρρυναν τους Κούρδους να ξεσηκωθούν ενάντια στο κίνημα του Κεμάλ, τo 1923-24 βομβάρδιζαν χωριά στο σημερινό ιρακινό Κουρδιστάν. Την ίδια τύχη είχαν και οι Παλαιστίνιοι. Η «διεθνής νομιμότητα», δηλαδή τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, δεν είχε θέση για αυτούς.
Ακόμα και ο Μουσολίνι πήρε το «κατιτίς» του από την Συνθήκη. Η Τουρκία αποκήρυξε κάθε αξίωση για τα Δωδεκάνησα που είχε κατακτήσει η Ιταλία το 1912 μετά τον ιταλοτουρκικό Πόλεμο.
Σφιχταγκάλιασμα
O Βενιζέλος είχε δυο «χαρτιά» στις διαπραγματεύσεις. Το ένα, ήταν το σφιχταγκάλιασμα με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Το δεύτερο ήταν η συγκρότηση της «στρατιάς του Έβρου» υπό τον υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο με δύναμη που έφτασε τις 100 χιλιάδες άνδρες.
Η στρατιά συγκροτήθηκε με «αυστηρά μέτρα» αποκατάστασης της πειθαρχίας: «Εις την Θράκην οι στρατιώται επυροβόλουν κατά των αξιωματικών, όταν τους απηύθυνον διαταγάς» αναφέρει ο ιστορικός Γρ. Δάφνης. Ο Πάγκαλος επέβαλε την ποινή του θανάτου για λιποταξία και προχώρησε σε εκτελέσεις. Η αστική τάξη ανασυγκροτούσε το κράτος της. Ήταν η περίοδος που οι φαντάροι γύριζαν στις πόλεις και τα χωριά εξοργισμένοι από τις θυσίες και το λουτρό αίματος στα μέτωπα, πύκνωναν τις γραμμές του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών και το εργατικό κίνημα όδευε στη μεγάλη σύγκρουση του Αυγούστου του 1923, την Γενική Απεργία με τη σφαγή των απεργών στο Πασαλιμάνι.
Ο Βενιζέλος έφτασε να απειλεί με προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη. Προσπάθησε να κερδίσει και την υποστήριξη της Σερβίας στην επιχείρηση, ζητώντας να επιτεθεί στη Βουλγαρία. Το αντάλλαγμα θα ήταν η περιοχή της Φλώρινας. Έτσι κι αλλιώς η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν Μακεδόνες. Η Γιουγκοσλαβία δεν δέχτηκε και η αγγλική κυβέρνηση δεν ενέκρινε την επιχείρηση.
Σε αυτό που συμφώνησαν όλοι, ήταν στην «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών». Ήταν ένας ευφημισμός. «Ανταλλαγές» γίνονταν σε όλη την προηγούμενη πολεμική δεκαετία. Ήταν οι εθνοκαθάρσεις που συνόδευαν τις επιχειρήσεις των αντίπαλων στρατών. Το 1919 η Συνθήκη του Νεϊγί πρόβλεπε μια τέτοια ανταλλαγή ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα, υποτίθεται εθελοντική.
Η συμφωνία που υπογράφτηκε στις 30 του Γενάρη και έγινε κομμάτι της τελικής Συνθήκης της Λωζάνης πρόβλεπε υποχρεωτική ανταλλαγή. Περίπου 900 χιλιάδες χριστιανοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει σε απερίγραπτη δυστυχία στο ελληνικό κράτος. Περίπου 200 χιλιάδες προστέθηκαν μετά τη συμφωνία της «υποχρεωτικής ανταλλαγής». Όμως, δεν ήταν οι μόνοι. Περίπου 550 χιλιάδες μουσουλμάνοι που ζούσαν για αιώνες από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη ξεριζώθηκαν από τα χωριά τους κι έκαναν το ταξίδι στην άλλη μεριά του Αιγαίου.
Όταν σήμερα μας μιλάνε για διπλωματικές λύσεις στον ανταγωνισμό της ελληνικής και της τουρκικής άρχουσας για τον έλεγχο των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, λύσεις που θα βασίζονται στο «διεθνές δίκαιο» και «νομιμότητα», χρειάζεται να θυμόμαστε τα ποτάμια αίματος και την απέραντη δυστυχία για τους απλούς ανθρώπους στα οποία βασίστηκαν οι παλιές διπλωματικές λύσεις. Την ειρήνη την εξασφαλίζουν οι κοινοί αγώνες της εργατικής τάξης και στις δύο μεριές του Αιγαίου, όχι τα παζάρια και οι συμφωνίες των «από πάνω» υπό την επίβλεψη των μεγάλων ιμπεριαλιστών και των πολυεθνικών τους.