ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Ο Τρίτος Άνθρωπος - Συνομωσίες στο σβησμένο ηφαίστειο

Βιέννη 1949: Καμία σχέση με τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπεια που διέθετε σαν κραταιά πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας. Είναι μουντή και ξεθωριασμένη. Η Βιέννη στην αυγή του ψυχρού πολέμου είναι μια πόλη ηττημένη, χωρισμένη από τις συμμαχικές δυνάμεις σε 4 ζώνες:  γαλλική, αμερικάνικη, βρετανική και ρώσικη,  οι ισορροπίες μεταξύ τους κρατιούνται με ανταγωνισμό και λυκοφιλίες. Ο κόσμος βυθίζεται στη φτώχεια, η διαφθορά και η μαύρη αγορά ευδοκιμούν. 

Σ’αυτή τη Βιέννη φτάνει ο Αμερικανός Χόλι Μάρτινς, ένας αδέκαρος, επιρρεπής στο αλκοόλ συγγραφέας λαϊκών μυθιστορημάτων γουέστερν. Έχει έρθει ύστερα από πρόσκληση του παλιού του φίλου από το κολέγιο, Χάρι Λάιμ. Αλλά όταν ο Μάρτινς φτάνει στη Βιέννη, ο Λάιμ έχει ήδη πεθάνει. Πώς πέθανε ο Χάρι Λάιμ; Αυτή η ερώτηση είναι η κινητήρια δύναμη που καθοδηγεί την πλοκή, καθώς ο Μάρτινς σε αντίθεση με τη βρετανική αστυνομία που τον προτρέπει να φύγει το συντομότερο, θα μείνει, προκειμένου να μάθει τι ακριβώς συνέβη και έτσι θα μπλέξει σε μια δίνη πάνω και πέρα από τις δυνάμεις του, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται σε πρώτη ματιά και οι πάντες φάσκουν και αντιφάσκουν.

Για να το αποδώσει αυτό ο βρετανός σκηνοθέτης Κάρολ Ριντ, εφευρίσκει ένα εντυπωσιακό κινηματογραφικό στυλ, στο οποίο  συνυπάρχουν φανταστικά πλάνα από λοξή γωνία, ευρυγώνιοι φακοί που παραμορφώνουν πρόσωπα και τοποθεσίες, παράξενος φωτισμός, που τονίζει την αντίθεση φωτός και σκοταδιού και μετατρέπει την πόλη σε έναν εξπρεσιονιστικό εφιάλτη. Αυτός είναι ο κόσμος που άφησε πίσω του ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος: ένας κόσμος ξεχαρβαλωμένος όπου κυριαρχεί  ο παραλογισμός και το κλίμα ανασφάλειας και φόβου. Νικητές και ηττημένοι αλλά και κάθε είδους τυχοδιώκτες κινούνται σ’αυτό το ψυχροπολεμικό κλίμα, όπου η εξαπάτηση και η κερδοσκοπία είναι τρόπος ζωής, από την προμήθεια τσιγάρων και καλσόν μέχρι την εξασφάλιση πλαστών διαβατηρίων. 

Πραγματικότητα

Αυτή την πραγματικότητα θα ανακαλύψει ο «αφελής» Μάρτινς με το « αγαθό» πρόσωπο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά των «φίλων» του Λάιμ που γνωρίζει: τον διεφθαρμένο «Βαρόνο» Κουρτζ, τον πονηρό δόκτορα Βίνκελ, τον απατεώνα Ποπέσκου. Ο αισιόδοξος Αμερικανός προσγειώνεται ανώμαλα στην αλήθεια, στην απώλεια και την προδοσία της φιλίας που είναι υπόθεση τελικά πολύ πιο περίπλοκη από το σχηματοποιημένο καλό και κακό των μυθιστορημάτων γουέστερν για ευρεία κατανάλωση που γράφει.

Ο Ριντ και ο σεναριογράφος, ο γνωστός αντικομφορμιστής συγγραφέας Γκρέιαμ Γκριν κατάφεραν να αποδώσουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό το κλίμα, το γνώριζαν μια και οι δύο είχαν δουλέψει στον πόλεμο για λογαριασμό της Βρετανίας και αντιστάθηκαν στις οδηγίες των Αμερικανών παραγωγών του Χόλυγουντ που ήθελαν σασπένς, γκλάμορ και μεγαλοπρέπεια. Αντίθετα επέμειναν στη δημιουργία της μουντής και υποβλητικής ατμόσφαιρας με  γυρίσματα στους πραγματικούς χώρους της πόλης και όχι στο στούντιο, στην επιλογή των ηθοποιών αλλά και στη μουσική επένδυση  από έναν Βιεννέζο πλανόδιο οργανοπαίκτη, τον Αντον Κάρας, που ταιριάζει γάντι στα υπόλοιπα.

Η τελική σκηνή καταδίωξης στους υπονόμους της Βιέννης είναι άλλο ένα εύρημα  που ενώνει τη σωστή δράση με τη σωστή τοποθεσία. Ο Όρσον Ουέλς, μετά από μια εντυπωσιακή είσοδο στην ταινία και έναν περίφημο μονόλογο, δραπετεύει κυνηγημένος στους υπόνομους  και η ταινία παρουσιάζει την καταδίωξη σαν ένα μακρύ, ηχηρό, άδειο τοπίο υπονόμων, με μακρόστενες σκιές που δημιουργούν φιγούρες του Χάρι και των διωκτών του και κοντινά πλάνα στο ιδρωμένο πρόσωπο του Λάιμ, με τα μάτια του να ψάχνουν  απεγνωσμένα μια διέξοδο. 

Ο «τρίτος άνθρωπος» είναι μια ταινία «μαύρη» και σοφή, σε μεγαλειώδες στυλ  που κάνει αντίθεση με τον διεφθαρμένο κόσμο που παρουσιάζει και γι’αυτό ενσαρκώνει καλύτερα ίσως από κάθε άλλη ταινία τη μαγεία του να πηγαίνεις σινεμά.