Η Γερμανία, η ατμομηχανή της Ευρώπης, αγκομαχάει. Σύμφωνα με τα πρόσφατα, αναθεωρημένα, στοιχεία που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,3 % μέσα στο πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Το τελευταίο τρίμηνο του 2022 είχε κλείσει με μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση – μισή ποσοστιαία μονάδα κάτω. Σύμφωνα με τους επίσημους ορισμούς μια χώρα βρίσκεται σε ύφεση αν το ΑΕΠ της συρρικνωθεί για δυο συνεχόμενα τρίμηνα. Η Γερμανία βρίσκεται επίσημα σε ύφεση.
Φτώχεια
Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αυτή την πτώση. Ο πιο σημαντικός, με μεγάλη διαφορά από όλους τους άλλους, είναι η μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών. «Η απροθυμία των νοικοκυριών να αγοράσουν φάνηκε σε μια πληθώρα από τομείς» έγραψε στην ανακοίνωσή της η Destatis, το επίσημο Ομοσπονδιακό Γραφείο Στατιστικής της Γερμανίας. «Τα νοικοκυριά ξόδεψαν λιγότερα για φαγητό και ποτά, ρουχισμό και υποδήματα και έπιπλα στο πρώτο τρίμηνο του 2023 από ότι είχαν ξοδέψει στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2022». Ο κύριος παράγοντας της ύφεσης, με απλά λόγια, ήταν η φτώχεια -η υπονόμευση της αγοραστικής δύναμης των οικογενειών από τον πληθωρισμό.
Φυσιολογικά, μέσα σε τέτοιες συνθήκες αυτό που θα περίμενε κάθε λογικός άνθρωπος θα ήταν κάποια μέτρα αποκατάστασης της ισορροπίας -για παράδειγμα μια προσπάθεια πάταξης του πληθωρισμού ή παροχής αυξήσεων στους εργάτες που να αντισταθμίζουν το χαμένο τους εισόδημα. Πολύ περισσότερο θα περίμενε κανείς κάποια τέτοια μέτρα ειδικά από μια κυβέρνηση σαν τη Γερμανική, που αυτοπροσδιορίζεται «προοδευτική» και ήρθε στην εξουσία μοιράζοντας υποσχέσεις ότι θα δώσει τέλος στην αιώνια πολιτική της λιτότητας. Αλλά η λογική δεν είναι το φόρτε ούτε των πρωθυπουργών, ούτε των υπου-ργικών συμβουλίων. Ούτε η τήρηση των προεκλογικών υποσχέσεων είναι το φόρτε τους.
Την περασμένη εβδομάδα ο Όλαφ Σολτς, ο καγκελάριος (πρωθυπουργός δηλαδή) της Γερμανίας μίλησε στο Συνέδριο της Συνομοσπονδίας των Εργατικών Συνδικάτων που έγινε στο Βερολίνο: Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας σήμερα; Η φτώχεια; Η συρρίκνωση των εισοδημάτων; Η ύφεση της οικονομίας; Λάθος: το βασικό πρόβλημα είναι το δημόσιο χρέος. Και αυτό που χρειάζεται είναι μεγαλύτερη «δημοσιονομική πειθαρχία». Περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και λιτότητα δηλαδή. Τα μέτρα που πήραν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τις πρόσφατες κρίσεις -την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία- είπε «έχουν αυξήσει σημαντικά τα δημόσια χρέη… Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια (ευρωπαϊκή) συμφωνία για το πως θα μπορέσουμε να μειώσουμε ξανά αυτά τα υψηλά χρέη».
Το Δημόσιο Χρέος
Τον περασμένο Απρίλη η Κομισιόν πρότεινε ένα σχέδιο αναθεώρησης των κανόνων για το δημόσιο χρέος και τα δημόσια ελλείμματα. Τυπικά οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υποχρεωμένες από τις ιδρυτικές συνθήκες να διατηρούν τα ελλείματα κάτω από το 3% και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ τα μισά είχαν ήδη από το 2020 χρέη μεγαλύτερα από το όριο του 60%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δημοσίου χρέους στο τέλος του 2020 ήταν 76%. Ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης (της οικονομικής ελίτ υποτίθεται της Ευρώπης) ήταν ακόμα μεγαλύτερος – 86% του ΑΕΠ. Ο πρωταθλητής του χρέους είναι όπως είναι γνωστό η Ελλάδα. Ακολουθεί η Ιταλία, η Τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, Στην Πέμπτη θέση βρίσκεται η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μετά τη Γερμανία. Στην ένατη βρίσκεται η Αυστρία – ένα από τα πιο σκληρά γεράκια της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» στην Ευρώπη.
Το σχέδιο της Κομισιόν αναγνωρίζει ότι οι άκαμπτοι κανόνες για τα ελλείματα και τα χρέη είναι εξωπραγματικοί και προσπαθεί να θέσει πιο ρεαλιστικούς στόχους. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διατεθειμένη να επιδείξει κάποια ελαστικότητα: «τα κράτη μέλη», γράφει η εφημερίδα Financial Times, «θα πρέπει στο τέλος της αρχικής τετραετούς περιόδου να έχουν χαμηλότερα χρέη από ότι σήμερα… Χώρες με μεγαλύτερα ελλείμματα από το 3% που ορίζει το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας θα πρέπει να επιβάλουν μια δημοσιονομική προσαρμογή μισής τουλάχιστον ποσοστιαίας μονάδας κάθε χρόνο…».
Τα «γεράκια» του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού διαφωνούν και αυτός που σέρνει τον χορό είναι ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας. Ο Λίντνερ ήταν μέχρι την υπουργοποίησή του το 2021 ο αρχηγός του FDP, του «Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας». Το FDP είναι το ένα από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Και είναι ένα κόμμα που καμιά σχέση δεν έχει με την «πρόοδο»: είναι ένα ακραία νεοφιλελεύθερο κόμμα που υπερασπίζεται με πάθος την ασυδοσία της αγοράς και απεχθάνεται τα συνδικάτα, τις συλλογικές συμβάσεις και τις κρατικές παρεμβάσεις. «Έχει έρθει πλέον η στιγμή όπου η χώρα μας θα πρέπει να εγκαταλείψει την πολιτική της ανακατανομής του πλούτου» δηλώνει. Η πρόταση δεν είναι απλά και μόνο προκλητική απέναντι σε μια εργατική τάξη που έχει αναγκαστεί να κόψει ακόμα και τα χρήματα που ξοδεύει για φαγητό. Είναι και τελείως ψεύτικη: στη Γερμανία η ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς διευρύνεται συνεχώς τα τελευταία 20 χρόνια. Και ο ίδιος ο Λίντνερ κάνει ότι μπορεί για να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο: το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού που ψηφίστηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη περιλάμβανε φοροαπαλλαγές πάνω από 10 δισεκατομμυρίων για τους πλούσιους.
Ο Λίντνερ επιμένει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να «χαλαρώσει» τους κανόνες για το δημόσιο χρέος: οι χώρες με χρέος πάνω από το όριο του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να υποχρεώνονται να το μειώνουν κατά το 1/20 της υπέρβασης κάθε χρόνο. Η Ελλάδα, όπου το χρέος βρίσκεται λίγο κάτω από το 180% του ΑΕΠ σήμερα, θα έπρεπε, σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα να μειώνει το χρέος κατά 6% κάθε χρόνο – ένα εξωπραγματικό νούμερο που ακόμα και με την πιο σκληρή λιτότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Οι «θεσμοί»
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) -οι δυο άλλες συνιστώσες δίπλα στην Κομισιόν της αείμνηστής μας Τρόικας- μπορεί να μην συντάσσονται 100% με τον Λίντνερ, συμφωνούν όμως απόλυτα με την ανάγκη της λιτότητας. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η επικεφαλής της ΕΚΤ συνεχίζει να ανεβάζει τα επιτόκια «για την καταπολέμηση του πληθωρισμού» παρόλο που η ευρωζώνη έχει αρχίσει να βυθίζεται επικίνδυνα στην ύφεση. Στις 4 Μαϊου η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια για έβδομη φορά μέσα στο τελευταίο χρόνο. «Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια», έγραφε στα τέλη του Απρίλη η εφημερίδα Financial Times, «εκτός εάν η αυξητική τάση των μισθών επιβραδυνθεί, σύμφωνα με τους επισήμους της κεντρικής τράπεζας». Ο Άλφρεντ Κράμμερ, ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ προειδοποίησε πρόσφατα τους κεντρικούς τραπεζίτες να μην χαλαρώσουν τα μέτρα καταπολέμησης του πληθωρισμού (δηλαδή τις αυξήσεις των επιτοκίων) παρόλο που ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να πέφτει. Φυσικά όσο μεγαλώνουν τα επιτόκια τόσο περισσότερο δυσκολεύονται τα υπερχρεωμένα κράτη – μέλη να μειώσουν τα χρέη τους. Αλλά και πάλι η λογική δεν είναι το φόρτε ούτε των στελεχών των διεθνών οργανισμών.
Η κατάφορη παραβίαση της κοινής λογικής δεν είναι αποτέλεσμα βλακείας. Ούτε η Λαγκάρντ, ούτε ο Κράμμερ, ούτε ο Σολτς, ούτε ο Λίντνερ είναι «βλάκες». Η βλακεία τους είναι αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης στην οποία βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία. Το σύστημα ολόκληρο θυμίζει ασθενή στα τελευταία του, όπου τα φάρμακα για το ένα ζωτικό όργανο βλάπτουν το διπλανό ζωτικό όργανο, όπου οι παρενέργειες από τις θεραπείες αποδεικνύονται κάθε φορά και πιο επικίνδυνες από τις αρχικές ασθένειες. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας απογείωσαν τον πληθωρισμό, τα μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού απειλούν τα τινάξουν τα χρέη στα ουράνια, τα μέτρα για αντιμετώπιση του χρέους απειλούν να βυθίσουν τις οικονομίας στην ύφεση – ένας φαύλος κύκλος που σπρώχνει ολόκληρο το σύστημα ολοένα και πιο κάτω. Καθόλου παράξενο, μέσα σε αυτές τις συνθήκες αυτό που κυριαρχεί στα μυαλά των «ειδικών» είναι οι ταξικές τους ιδεοληψίες: φταίνε οι εργάτες, φταίνε οι υπερβολικοί μισθοί, φταίνε οι υπερβολικές κοινωνικές παροχές. Λιτότητα, λιτότητα και πάλι λιτότητα.
Δεν πρόκειται απλά και μόνο για ευρωπαϊκό φαινόμενο. Στις ΗΠΑ οι Ρεπομπικάνοι που ελέγχουν την Γερουσία απείλησαν να «χρεοκοπήσουν» τη χώρα, αρνούμενοι να αποδεχτούν την αύξηση του «ταβανιού χρέους» αν ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν ευθυγραμμιζόταν με τις ιδεοληψίες τους για την περικοπή των κοινωνικών κονδυλίων. Ο Μπάιντεν υποχώρησε (όχι και πολύ δύσκολα είναι αλήθεια) αλλά ακόμα και τώρα είναι αβέβαιο αν η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος θα καταφέρει να πείσει τους σκληροπυρηνικούς – που θέλουν να καταργήσουν ακόμα και τα κουπόνια σίτισης για τους φτωχούς. Δηλαδή ονειρεύονται έναν κόσμο χωρίς φτωχούς, όχι γιατί θα έχει εξαλειφθεί η φτώχεια αλλά γιατί οι φτωχοί θα εξοντώνονται από την πείνα.
Η βλακεία των από πάνω είναι η μια όψη της σήψης αυτού του συστήματος. Η άλλη της όψη είναι η απανθρωπιά.