Τι προτείνουν απέναντι στην ταξική λεηλασία της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ; Ξεκινώντας από το δεύτερο, ο Νίκος Ανδρουλάκης σε συνέντευξή του, έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ότι αυτά που προτείνει το ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν να αποτελέσουν «απειλή» για τα κέρδη των ιερών αγελάδων: «Για τα μερίσματα μιλάμε και όχι για τα κέρδη, για ποσό φορολόγησης 1.000 ευρώ στις 70 χιλιάδες και στις 120 χιλιάδες, 4 χιλιάδες ευρώ» είπε.
Προφανώς και πρέπει να αυξηθεί ο φόρος στα μερίσματα (δηλαδή τα λεφτά που παίρνουν κάθε χρόνο οι μέτοχοι των εταιριών) που στην Ελλάδα φορολογούνται με το εξωφρενικό 5% (μόνο η Εσθονία και η Λετονία έχουν χαμηλότερο, 0%) όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι πάνω από 20%, στην Δανία 42% και στο Βέλγιο και στην Σουηδία 30%. Αλλά τα δύο περίπου δις ευρώ που προβλεπόταν να μοιραστούν σε μερίσματα το 2022 στις εισηγμένες εταιρίες είναι ελάχιστα σε σύγκριση με τα κέρδη τους. Και ακόμη πιο ελάχιστα θα είναι τα έσοδα από την φορολόγηση που προτείνει το ΠΑΣΟΚ κλιμακωτά από 5% ως 15% - χειρότερη ακόμη και από το 15% της Ουγγαρίας του Ορμπάν. Και για τα κέρδη των εταιριών, κουβέντα.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την φορολόγηση των αφεντικών, όπως διευκρίνισε ο Δ. Τεμπονέρας, βάζει σαν στόχο τα «υπερκέρδη» και όχι τα κέρδη: «Όσον αφορά στη φορολόγηση των κερδών η χώρα μας βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης περίπου στο 22%. Το κυβερνητικό μας πρόγραμμα όπως έχει κατατεθεί δεν έχει καμία απολύτως μεταβολή όσον αφορά στο ζήτημα αυτό. Τι λέμε όμως; Ότι ακριβώς λόγω της συγκυρίας έχουν συσσωρευτεί κάποια κέρδη πάνω από τα συνήθη. Τα υπερκέρδη. Αυτά η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε ουσιαστικά να τα χαρίσει σε 6-7 μεγάλες εταιρείες παραγωγής ενέργειας και στα διυλιστήρια». Όπως υπογράμμισε, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτά τα υπερκέρδη να φορολογηθούν με συντελεστή 90% ώστε να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα, που υπολογίζει για 5,5 περίπου δις ευρώ σε κοινωνική πολιτική.
Προφανώς και πρέπει να φορολογηθούν οι ενεργειακοί κολοσσοί που κερδοσκόπησαν και κερδοσκοπούν ανελέητα στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Αυτό το αναγνωρίζουν ακόμη και αυτοί που τους έκαναν πλάτες. Στην πραγματικότητα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για 90% φορολόγηση στα υπερκέρδη ακολουθεί το μοντέλο που έβαλε τον περασμένο Σεπτέμβρη η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτείνοντας να υπάρξει μία «προσωρινή συμβολή αλληλεγγύης» από τους παραγωγούς και διανομείς φυσικού αερίου (δεν το είπε καν φορολόγηση) που την όρισε στο 33% των υπερκερδών (των κερδών δηλαδή που ήταν κατά 20% μεγαλύτερα σε σχέση με τον μέσο όρο των ετών 2018-2021). Την πρόταση αυτή την υπερψήφισε και η ΝΔ και η υλοποίησή της στην Ελλάδα θα αφορά στην επόμενη κυβέρνηση.
Εύλογα ερωτήματα
Με την πρότασή του ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να πάει ένα βήμα παραπέρα την πρόταση της Κομισιόν. Αλλά τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εύλογα:
Ποιος ορίζει που αρχίζουν τα «υπερκέρδη» και που τελειώνουν τα «κέρδη» αυτών των εταιριών; Και τα μεν και τα δε, δεν είναι βγαλμένα από τον ιδρώτα των εργαζόμενων στην ενέργεια και πληρωμένα από τους υπόλοιπους που κάθε μήνα λαμβάνουν τους λογαριασμούς; Γιατί από την επιπλέον φορολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαιρούνται οι τράπεζες που κυνηγάνε τα σπίτια των οφειλετών, οι εφοπλιστές που διαχρονικά παραμένουν στο αφορολόγητο, οι κατασκευαστικές που έχουν απλωθεί στα πέρατα της οικουμένης, οι φαρμακευτικές εταιρίες, και η «ναυαρχίδα της ανάπτυξης», η βιομηχανία του τουρισμού; Ακόμη και να μείνει κανείς στους ενεργειακούς κολοσσούς, τι εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς ότι μια «αλλαγή» στην κοινωνική πολιτική, σαν κι αυτή που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να γίνει εφικτή στα πλαίσια των «θεσμών»;
Οι ίδιοι αφερέγγυοι θεσμοί που τα προηγούμενα χρόνια εξασφάλισαν τα υπερκέρδη των ενεργειακών εταιριών καθιερώνοντας τα χρηματιστήρια ενέργειας και τον Σεπτέμβρη τους πρότειναν μια «προσωρινή συμβολή αλληλεγγύης» (για να εισπράξουν σαν απάντηση τα ουρλιαχτά τους) είναι πολύ καθαροί και στο ζήτημα της «προσωρινότητας» και στις «συστάσεις τους» για το πόσο αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να γίνει «κοινωνική πολιτική». Η Κομισιόν στην πρόσφατη έκθεσή της κάνει στην Ελλάδα, ανάμεσα σε άλλες, τις συστάσεις, να τερματίσει τα ισχύοντα μέτρα στήριξης.
Όπως διαβάζουμε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο: «Αυτό που πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά ο επόμενος υπουργός Οικονομικών είναι το γεγονός ότι από το 2024 θα εφαρμοστούν από την Κομισιόν νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που θα περιορίζουν σημαντικά το ενδεχόμενο αλόγιστων παροχών. Άλλωστε όλοι γνωρίζουν στην Ευρώπη ότι η περίοδος της ρήτρας διαφυγής λήγει στο τέλος του έτους και πλέον επιστρέφουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στους όρους και τις προϋποθέσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης…»
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζεται με τη ΝΔ για το ποιος έχει το πιο “κοστολογημένο” πρόγραμμα και τα καλύτερα διαπιστευτήρια στις Βρυξέλλες. Δεν πείθει κανέναν αυτό το επιχείρημα και δεν βοηθάει και καθόλου η εμπειρία του 2015, όταν μια προς μια οι δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ προς τον κόσμο κατέληξαν να γίνουν μνημονιακές δεσμεύσεις.