Η «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ», η διάσημη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι που έχει ανεβάσει αυτές τις ημέρες στο Ηρώδειο η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει τυπικά μια απλή καταθλιπτική ιστορία.
Το λιμπρέτο
Μια δεκαπεντάχρονη φτωχή ορφανή γιαπωνέζα, η Τσο-Τσο Σαν (πεταλούδα στα γιαπωνέζικα), από το Ναγκασάκι, παντρεύεται τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, έναν πλούσιο αμερικάνο αξιωματικό που υπηρετεί εκείνο τον καιρό στην Ιαπωνία. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν πρόκειται ακριβώς για γάμο: η όπερα δείχνει από την αρχή τον Πίνκερτον να λέει ότι θα κάνει έναν κανονικό γάμο με μια αμερικανίδα όταν γυρίσει στην πατρίδα: «Παντρεύομαι λοιπόν, με γιαπωνέζικο τρόπο, για εννιακόσια ενενήντα εννιά χρόνια. Με το δικαίωμα να απελευθερωθώ κάθε μήνα».
Τον γάμο έχει κανονίσει ο Γκόρο, ο προξενευτής –ο μαστροπός θα έπρεπε να πούμε καλύτερα. «Είναι η νύφη όμορφη;» ρωτάει ο αμερικανός πρέσβης που συνοδεύει τον Πίνκερτον. «Μια γιρλάντα από φρέσκα λουλούδια, ένα αστέρι με χρυσές αχτίνες» απαντάει ο Γκόρο. «Και όλα αυτά για το τίποτα: εκατό γιεν μόνο».
Η Τσο-Τσο Σαν, όμως, έχει πιστέψει ότι ο Πίνκερτον την αγαπάει πραγματικά. Και όταν φεύγει για την Αμερική τον περιμένει ανυπόμονα να γυρίσει πίσω. Ο Πίνκερτον γυρίζει πράγματι μερικά χρόνια μετά, όχι όμως για να την ξαναβρεί αλλά για να της πάρει τον γιό τους –που ο πρέσβης τον έχει ενημερώσει ότι υπάρχει. «Θέλουν να μου τα πάρουν όλα. Τον γιό μου» τραγουδάει η Τσο-Τσο Σαν. Και ύστερα αυτοκτονεί με ένα παλιό μαχαίρι του πατέρα της. «Πεθαίνει με τιμή όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή» γράφει στη λαβή του.
Οι ντεντέκτιβ Πίνκερτον και η Παρισινή Κομμούνα
Ο Πουτσίνι έγραψε την Μαντάμ Μπάτερφλαϊ στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν ακόμα ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σύμφωνα με τον βιογράφο του το «ενδιαφέρον του για την πολιτική ήταν σχεδόν μηδενικό». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν μοναρχικός, κάποιοι άλλοι ακόμα και ότι έβλεπε με συμπάθεια τον Μουσολίνι. Παρόλα αυτά η Μαντάμ Μπάτερφλαϊ είναι ένα δυνατό πολιτικό έργο, μια καταγγελία του καπιταλισμού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που είχε αρχίσει από τότε να γιγαντώνεται. Υπάρχουν δυο λόγοι για αυτό:
Ο πρώτος είναι το λιμπρέτο, ή για την ακρίβεια η ομώνυμη νουβέλα του αμερικανού συγγραφέα Τζον Λούθερ Λονγκ πάνω στην οποία στηρίχτηκε το λιμπρέτο. Η νουβέλα είναι μια ανοιχτή καταγγελία της χυδαιότητας του «νέου κόσμου». Ο Λονγκ δεν αποφάσισε τυχαία να βαφτίσει Πίνκερτον τον μισητό του ήρωα: οι Πίνκερτον ήταν ένα διαβόητο γραφείο ιδιωτικών ντεντέκτιβ στις ΗΠΑ που ειδικεύονταν στην καταστολή του συνδικαλισμού. Το 1892 μια συμμορία 300 οπλισμένων «ντεντέκτιβ» των Πίνκερτον είχαν πνίξει στο αίμα την απεργία των χαλυβουργείων του Κάρνενγκι στο Χόμεστεντ της Πενσυλβάνια. Η νουβέλα «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ» γράφτηκε λίγους μήνες μετά την σφαγή και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1898.
Ο δεύτερος λόγος που έχει κάνει την όπερα του Πουτσίνι μια ισχυρή καταγγελία ενάντια στον καπιταλισμό είναι το ρεύμα του «βερισμού» που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη στον χώρο της όπερας. Οι ήρωες στις παλαιότερες όπερες ήταν κατά κανόνα μυθικά πρόσωπα -θεοί, βασιλιάδες και βασίλισσες, πρίγκηπες και πριγκίπισσες. Οι ήρωες του «βερισμού» είναι οι απλοί άνθρωποι –φτωχοί αγρότες στην «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Πιέτρο Μασκάγκνι, του πιο αντιπροσωπευτικού έργου του ρεύματος αυτού, μια τσιγγάνα εργάτρια σε καπνεργοστάσιο στη διάσημη «Κάρμεν» του Ζωρζ Μπιζέ. Η πραγματική ημερομηνία γέννησης του βερισμού είναι το 1871, η χρονιά της Παρισινής Κομμούνας. Καθόλου τυχαία.
Μια πολιτική παράσταση
Οι παραστάσεις της Μαντάμ Μπάτερφλαϊ εστιάζουν συνήθως στο συναισθηματικό στοιχείο. Η παράσταση της Λυρικής Σκηνής στο Ηρώδειο, αντίθετα, ήταν μια έντονα πολιτική παράσταση. Ο τοίχος του Ωδείου ήταν διακοσμημένος με διαφημίσεις εταιριών στο πρώτο μέρος της παράστασης –με τα σιχαμερά στολίδια του κόσμου των Κάρενγκι και των Πίνκερτον στον οποίο είχε μόλις πουληθεί «για εκατό γιεν μόνο» η Τσο-τσο Σαν. Στο δεύτερο μέρος, οι διαφημίσεις αντικαταστάθηκαν με φωτογραφίες από τον βομβαρδισμό του Ναγκασάκι του 1945. Ο χορός αναδύεται σαν τα μυθικά τζίνι μέσα από την παλιά βαλίτσα με τα λιγοστά οικογενειακά υπάρχοντα της Τσο-τσο Σαν. Η Τσο-τσο Σαν τον διώχνει, σπρώχνει τους χορευτές κάτω από τη σκηνή -τα φαντάσματα του παλιού κόσμου δεν χωράνε στη νέα αμερικάνικη ζωή που νομίζει ότι ανοίγεται μπροστά της.
Στο τέλος ο κορυφαίος του χορού ανασύρει το μαχαίρι από την παλιά βαλίτσα και της το προσφέρει γονατιστός. Και αυτοκτονεί.