Διεθνή
Ο Μπλίνκεν στο Πεκίνο: Ιμπεριαλιστικός “διάλογος”

Άντονι Μπλίνκεν - Σι Τζινπίνγκ

Η επίσκεψη του Άντονι Μπλίνκεν, του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, στο Πεκίνο ούτε έχει σαν στόχο, ούτε πρόκειται να ανατρέψει την τροχιά της σύγκρουσης στην οποία έχουν μπει οι σινοαμερικανικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Ο Μπλίνκεν είχε αλλεπάλληλες συναντήσεις με διάφορα στελέχη της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού της Κίνας: με τον υπουργό εξωτερικών Τσιν Γκανγκ, τον ανώτατο διπλωμάτη Γουάνγκ Γι και τον ίδιο τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Το μόνο αποτέλεσμα, εκτός από μερικά καθησυχαστικά λόγια, αυτών των συναντήσεων ήταν η «δέσμευση και των δυο πλευρών να συνεχίσουν τον διάλογο».

Από μόνο του το γεγονός ότι αποτελεί είδηση η συμφωνία των δυο πλευρών να μιλάνε μεταξύ τους, γράφει η εφημερίδα Financial Times, δείχνει και το μέγεθος της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ τους.

Ο Τζο Μπάιντεν εμφανίστηκε αισιόδοξος για το αποτέλεσμα της επίσκεψης, χωρίς όμως να κρύψει την επικίνδυνη τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες. «Ο Μπλίνκεν έκανε φανταστική δουλειά», δήλωσε. «Βρισκόμαστε στη σωστή τροχιά…. Ήταν εμφανές ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες είχαν φτάσει σε ένα σημείο αστάθειας και ότι και οι δυο πλευρές αντιλαμβάνονται την ανάγκη να εργαστούμε για να τις σταθεροποιήσουμε». Χρειάζεται να εγκαταστήσουμε καλύτερους διαύλους επικοινωνίας έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι «ο ανταγωνισμός δεν θα εξελιχθεί σε σύγκρουση».

Ο Σι Τζινπίνγκ ήταν ακόμα πιο σαφής: «Οι δυο πλευρές θα πρέπει να χειριστούν τις Σινοαμερικανικές σχέσεις με μια αίσθηση υπευθυνότητας απέναντι στην ιστορία, τους ανθρώπους και τον κόσμο» είπε. Και ο ίδιος εμφανίστηκε αισιόδοξος για το αποτέλεσμα των συνομιλιών. «Σημειώσαμε πρόοδο», είπε, «και φτάσαμε σε συμφωνία σε σχέση με κάποια ζητήματα». 

Ο τελευταίος αμερικανός υπουργός που είχε επισκεφθεί το Πεκίνο πριν από τον Μπλίνκεν ήταν ο Μάικ Πομπέο, ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ το 2018. Ο Μπλίνκεν επρόκειτο αρχικά να επισκεφθεί το Πεκίνο στις αρχές της χρονιάς. Η επίσκεψη αυτή όμως ακυρώθηκε ύστερα από την κατάρριψη τον περασμένο Φλεβάρη ενός κινεζικού αερόστατου από την αμερικανική πολεμική αεροπορία στον Ατλαντικό, κοντά στη ανατολική ακτή των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Πεκίνο δεν ήταν παρά ένα μετεωρολογικό, ερευνητικό μπαλόνι το οποίο – όπως συχνά συμβαίνει με αυτά- παρασύρθηκε μακριά από τον στόχο του από τους ανέμους. Σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές ήταν ένα κατασκοπευτικό αερόστατο που φωτογράφιζε αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ο Μπλίνκεν ακύρωσε τότε την επίσκεψη σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κινεζική «παραβίαση».

Βαθιές ρίζες

Η επιδείνωση των Σινοαμερικανικών σχέσεων, όμως, έχει πολύ πιο βαθιές ρίζες. Η Κίνα είναι, μετά τις ΗΠΑ, η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη. Όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι σε λίγα χρόνια η Κίνα θα έχει κατακτήσει την πρώτη θέση. Αυτή η ραγδαία οικονομική άνοδος τρομοκρατεί τα αμερικανικά επιτελεία, τα οποία (καθόλου άδικα) φοβούνται ότι η σχετική οικονομική υποβάθμιση των ΗΠΑ θα ανατρέψει και τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Με άλλα λόγια φοβούνται ότι η Κίνα θα αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στην κορυφή του πλανήτη όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο διπλωματικό και το στρατιωτικό επίπεδο. 

Τα αμερικανικά επιτελεία προσπαθούν να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο με όλα τα μέσα που διαθέτουν: το αμερικανικό ναυτικό και η αμερικανική πολεμική αεροπορία περιπολούν, στο όνομα της προστασίας της Ταϊβάν, στη νότια σινική θάλασσα. Η αμερικανική κυβέρνηση απαγορεύει την «εξαγωγή τεχνολογίας» προς την Κίνα, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς. Και παράλληλα έχει ξεκινήσει μια ολόκληρη προσπάθεια «αποσύνδεσης» των δυο οικονομιών -που όμως είναι πολύ δύσκολη με δεδομένο το σημερινό επίπεδο της «παγκοσμιοποίησης» και τις στενές σχέσεις που έχουν αναπτύξει τις προηγούμενες δεκαετίες οι αμερικανικές εταιρίες με την Κίνα.

Η Κίνα απαντάει σε αυτές τις «προκλήσεις» με το ίδιο ακριβώς νόμισμα: η κατάσταση ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα με τις «παραβιάσεις» και τις «εικονικές αερομαχίες» στο Αιγαίο μοιάζει με παιδικό παιχνίδι σε σχέση με αυτό που γίνεται στη νότια σινική θάλασσα. Τον περασμένο Οκτώβρη, γράφει και πάλι η Financial Times, τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στην επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ. «Αυτό όμως που πολλοί παρέβλεψαν εκείνη την εποχή ήταν η άνοδος μιας νέας ομάδας πολιτικών ηγετών στα κορυφαία κλιμάκια της εξουσίας...  Όλοι τους έχουν βαθιά εμπειρία στο στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα της Κίνας. Η ταχεία ανέλιξη τους είναι μέρος των προσπαθειών του Σι … για τη ‘στρατιωτική-πολιτική σύντηξη’, μια πολιτική που επιδιώκει να αξιοποιήσει νέες τεχνολογίες από τον ιδιωτικό τομέα προς όφελος του ταχέως εκσυγχρονιζόμενου στρατού της χώρας».

«Οι ΗΠΑ δεν προσπαθούν να περικυκλώσουν την Κίνα», δήλωσε ο Μπλίνκεν στο Πεκίνο. «Η Κίνα δεν προσπαθεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ» απάντησε ο Σι. Ψέματα. Ακριβώς αυτό προσπαθούν να κάνουν και οι δύο. Ο διάλογος μπορεί να καταφέρει να ρίξει τους τόνους στο άμεσο μέλλον. Αλλά είναι βαθιά γελασμένος όποιος πιστεύει ότι η διεθνής ειρήνη μπορεί να εξασφαλιστεί με «μπαλώματα» και προσωρινές μικρο-υποχωρήσεις. Ο ανταγωνισμός, ο μιλιταρισμός και ο πόλεμος βρίσκονται στο ίδιο το DNA του καπιταλισμού. Οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ου αιώνα, ο Ψυχρός Πόλεμος, ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας -για να αναφέρουμε μόνο μερικούς- δεν ήταν ατυχήματα της ιστορίας: ήταν αποτελέσματα της ίδιας της λογικής του συστήματος. 

Ο διάλογος ανάμεσα στους πολεμοκάπηλους δεν πρόκειται να εξασφαλίσει την ειρήνη. Μόνο η αντίσταση στα παρανοϊκά τους σχέδια -από την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο μέχρι την Αθήνα και την Άγκυρα- μπορεί να τα ακυρώσει.