Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ετοιμάζεται για μια δεύτερη θητεία στην πρωθυπουργία. Αλλά ούτε αυτοί που την ψήφισαν δεν μοιάζει να πιστεύουν ότι «έρχονται καλύτερες μέρες».
Η Νέα Δημοκρατία χρωστάει το 40,5% πρώτα και κύρια στην αποχή, που έσπασε με ένα 47% όλα τα ρεκόρ. Στις εκλογές του Μάη είχαν ψηφίσει περίπου 6 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Στις εκλογές του Ιούνη ψήφισαν 800 χιλιάδες λιγότεροι. Η αύξηση της αποχής ήταν αισθητά μεγαλύτερη στις φτωχογειτονιές από ότι στα ευκατάστατα ή τα πλούσια προάστια. Στο Περιστέρι η συμμετοχή έπεσε σχεδόν 12 μονάδες κάτω. Στο Μαρούσι 8 μονάδες, στο Παλιό Ψυχικό 5, στην Εκάλη 4. Οι εργάτες και οι φτωχοί αισθάνονταν ήδη από τον Μάη, ότι δεν «είχαν τι να ψηφίσουν». Τον Ιούνη, με τα αποτελέσματα των εκλογών του Μάη, το αισθάνονταν διπλά. Η Νέα Δημοκρατία, είναι αλήθεια, αναδείχτηκε σε πρώτο κόμμα όχι μόνο στην Εκάλη, το Μαρούσι και το Ψυχικό αλλά και στο Περιστέρι και σε όλες τις λαϊκές συνοικίες της χώρας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κέρδισε μαζικά τις ψήφους των εργατών. Οι μικροεπιχειρηματίες «της γειτονιάς», οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες ψήφισαν μαζικά τον Μητσοτάκη. Ακόμα και αυτοί, όμως, πολύ περισσότερο γιατί φοβήθηκαν «την ακυβερνησία» παρά γιατί περιμένουν καλύτερες μέρες.
Η πρώτη τετραετία του Μητσοτάκη στην εξουσία ήταν μια τετραετία διαρκούς σύγκρουσης με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Δεν υπήρχε ούτε μια από τις αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» που προσπάθησε να επιβάλει που να μην ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων έσπασε στους δρόμους. Ο νόμος Χατζηδάκη που «θα άλλαζε τον χάρτη της αγοράς εργασίας» ψηφίστηκε από τη Βουλή – αλλά έμεινε στα χαρτιά. Το ίδιο και η διαβόητη «αξιολόγηση» στα σχολεία. Το ίδιο και η εξίσου διαβόητη «πανεπιστημιακή αστυνομία» της Κεραμέως.
Αποκρουστικό πρόσωπο
Ο Μητσοτάκης απέφυγε σε όλη την μακρά προεκλογική περίοδο την μετωπική σύγκρουση με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Προσπάθησε να κρύψει το αποκρουστικό πρόσωπο της δεξιάς με ψεύτικες υποσχέσεις και κροκοδείλιες ευαισθησίες: «Εμείς θα πάμε το μέσο μισθό στα 1500 ευρώ και τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ», «η επόμενη τετραετία θα είναι μια τετραετία στην οποία οι φόροι θα μειωθούν και άλλο», «εμείς θα φέρουμε επενδύσεις».
Ο αρχηγός της κυβέρνησης που προσπάθησε να καταργήσει τις συλλογικές συμβάσεις δεν δίστασε να πει στην προεκλογική του συγκέντρωση στο Περιστέρι ότι «όταν η οικονομία πηγαίνει καλά και οι πολίτες πηγαίνουν καλά… όσο μειώνεται η ανεργία τόσο η δύναμη του εργαζόμενου να διαπραγματευτεί έναν καλύτερο μισθό ισχυροποιείται».Ο πρωθυπουργός της χειρότερης επίθεσης στους υγειονομικούς, τη δημόσια υγεία και τα δημόσια νοσοκομεία είχε το θράσος, στην ίδια συγκέντρωση να δηλώσει ότι «έχω ένα σχέδιο εδώ πέρα, για ένα παλιό νοσοκομείο, το Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας, αυτό θα γίνει ένα πρότυπο κέντρο που θα παρέχει πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και μετανοσοκομειακή φροντίδα…».
Στην πραγματικότητα η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν πρόκειται να υλοποιήσει ούτε μια από αυτές τις υποσχέσεις. Για δυο απλούς λόγους: πρώτον γιατί δεν μπορεί. Και δεύτερον γιατί δεν θέλει.
«Εμείς ξέρουμε να φέρνουμε επενδύσεις», έλεγε ο Μητσοτάκης. Οι επενδύσεις, είναι αλήθεια, αυξήθηκαν μέσα στην περασμένη τετραετία. «Από το 2019», γράφει η εφημερίδα Financial Times, «ο Κυριάκος Μητσοτάκης... εφαρμόζει μια φιλο-επιχειρηματική και σχετικά ορθόδοξη διαχείριση της οικονομίας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η οικονομία βρίσκεται τώρα 6,4% πάνω από το προ πανδημίας επίπεδό της».
Αλλά αυτό το «θαύμα» δεν πρόκειται να επαναληφθεί μέσα στη νέα τετραετία. Ακόμα και οι ίδιες οι επίσημες προβλέψεις εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, που έφτασε στο 6,1% την περασμένη χρονιά θα προσγειωθεί κοντά στο 1,5% μέσα στα επόμενα χρόνια. Τα πρώτα στοιχεία από τη φετινή χρονιά δείχνουν ότι ακόμα και αυτή η εκτίμηση μπορεί να είναι υπεραισιόδοξη: «Η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 0,1% σε τριμηνιαία βάση το τρίμηνο έως τον Μάρτιο του 2023», γράφει η ιστοσελίδα Trading Economics, «… σημειώνοντας την πρώτη πτώση από το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Η κύρια πίεση προήλθε από τις σταθερές επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν κατά 1%, αντιστρέφοντας μια άνοδο 8,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2022». Η εξέλιξη αυτή, γράφει η ιστοσελίδα, σπρώχνει ακόμη πιο κάτω τις ήδη προς τα κάτω αναθεωρημένες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη.
Τα ψέματα του Μητσοτάκη, όμως, δεν αφορούσαν μόνο το μέλλον και τις υποτιθέμενες επενδύσεις που θα συνεχίσουν να έρχονται στη χώρα μας. Αφορά και το παρελθόν. Είναι καθαρός μύθος ότι «όταν η οικονομία πηγαίνει καλά και οι πολίτες πηγαίνουν καλά». Αυτό το παραμύθι του νεοφιλελευθερισμού ξεκίνησε πριν 40 χρόνια, την εποχή του Ρήγκαν και της Θάτσερ. Από τότε, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων πολλαπλασιάστηκε παντού, ενώ το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ όλων των χωρών συρρικνώθηκε. Και δεν έχει σταματήσει ούτε στην Ελλάδα:
«Tο ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από την φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι στην Ελλάδα ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης», γράφει η Financial Times. Μόνο δυο ευρωπαϊκές χώρες, η Βουλγαρία και η Ρουμανία βρίσκονται κάτω από εμάς.
Σε όλες σχεδόν τις προεκλογικές συγκεντρώσεις ο Μητσοτάκης διαλαλούσε ότι, με τη Νέα Δημοκρατία ξανά στην εξουσία, η Ελλάδα θα «κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα» πράγμα που θα είναι καλό για όλους, αφού θα πέσουν τα επιτόκια. Με 800 χιλιάδες κατοικίες να απειλούνται από τις τράπεζες και τα funds αυτή η πρόβλεψη ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο. Αλλά και πάλι δεν είναι μόνο αυτό.
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αναθεωρήσει πολλές φορές μέσα στους προηγούμενους μήνες την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και το ελληνικό δημόσιο δανείζεται σήμερα από τις διεθνείς αγορές με επιτόκια ελάχιστα μόνο χειρότερα από ότι η Γερμανία. Και το χρέος μειώνεται σαν ποσοστό του ΑΕΠ, κύρια χάρη στον πληθωρισμό. Αλλά η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη. Τα χαμηλά επιτόκια οφείλονται στην δεκαετή περίπου περίοδο χάριτος που έχει δοθεί με τα μνημόνια στην Ελλάδα για την αποπληρωμή του χρέους. Με απλά λόγια, η όρεξη των επενδυτών για τα ελληνικά ομόλογα έχει ημερομηνία λήξης – και αυτή δεν είναι και τόσο μακριά.
Ο Μητσοτάκης ψεύδεται
Όσο για τα επιτόκια, ο Μητσοτάκης απλά ψεύδεται: οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να ανεβάζουν τα επιτόκιά τους για «την καταπολέμηση του πληθωρισμού». Και θα συνεχίσουν, όπως όλα δείχνουν, για πολύ καιρό ακόμα να τα ανεβάζουν. Το σύστημα παγκόσμια έχει μπει σε μια νέα φάση ύφεσης που δεν αφήνει περιθώρια για «παροχές» ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά.
Η νέα κυβέρνηση του Μητσοτάκη ξέρει ότι θα χρειαστούν σκληρά μέτρα για να «σωθεί η οικονομία» μας και ετοιμάζεται από τώρα για έναν ακόμα γύρο αναμέτρησης με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έβαλε έναν ακροδεξιό, τον Άδωνη Γεωργιάδη, στο υπουργείο Εργασίας. Ούτε ότι μετακόμισε τον Μηταράκη, τον υπουργό του Τείχους του Έβρου και των παράνομων και δολοφονικών επαναπροωθήσεων στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Ο ελληνικός λαός δεν έδωσε «ισχυρή εντολή» στον Μητσοτάκη να συνεχίσει τις αντιδραστικές του μεταρρυθμίσεις. Η νέα κυβέρνηση είναι αδύναμη. Είναι αδύναμη κοινοβουλευτικά – η ΝΔ ζητούσε 180 έδρες έτσι ώστε να μπορεί να αλλάξει το σύνταγμα και πήρε παρά την επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής μόλις 158. Είναι πάνω από όλα αδύναμη κοινωνικά. Οι εργάτες, οι νέοι, οι φτωχοί που βγήκαν στους δρόμους ενάντια στην πολιτική του την πρώτη τετραετία ούτε τον ψήφισαν, ούτε έχουν συντριβεί, ούτε πρόκειται να αποδεχτούν αμαχητί τις επιθέσεις που ετοιμάζει η νέα κυβέρνηση. «Δεν είναι ώρα για εσωστρέφεια και περισυλλογή», όπως γράφει η ανακοίνωση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Ούτε ώρα για ηττοπάθεια. Αυτό που χρειάζεται είναι να ριχτούμε στις μάχες που έρχονται, να τις οργανώσουμε και να τις κερδίσουμε. Μπορούμε.