Η Αριστερά
Πού πάει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ήττα;

Ο Α. Τσίπρας το βράδυ της 25ης Ιούνη. Φωτό: ΑΠΕ ΜΠΕ

Στις εκλογές της 25ης Ιούνη ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ πήρε ποσοστό 17,84% και 929.000 ψήφους, περίπου 250.000 ψηφοφόρους λιγότερους από τις εκλογές της 21ης Μαϊου. Έχασε πάνω από 850.000 ψήφους, ένα 14% συγκριτικά με το αποτέλεσμα των εκλογών που τον έφερε στην αντιπολίτευση το 2019. Και έχασε περίπου το 60% των ψηφοφόρων του στις εκλογές που τον Ιανουάριο του 2015 τον έφεραν πρώτη φορά στην κυβέρνηση.

Σε όλη τη μεταπολίτευση είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα της λεγόμενης «αξιωματικής» αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν ανέβηκε αλλά κατρακύλησε σχεδόν στο μισό της δύναμής του μέσα τέσσερα χρόνια. 

Αυτό δεν συνέβη σε συνθήκες νηνεμίας αλλά σε συνθήκες κρίσης και πόλωσης. Από το ρεκόρ θανάτου στην πανδημία, στις πυρκαγιές που κατέκαψαν την Εύβοια, από το σκάνδαλο των υποκλοπών στο σκάνδαλο Πάτση, από το σκάνδαλο Λιγνάδη στο σκάνδαλο Μίχου και από το έγκλημα των Τεμπών στο ρατσιστικό έγκλημα της Πύλου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν βρέθηκε ούτε μια ούτε δύο ούτε τρεις στα στενά, αντιμέτωπη με την οργή του κόσμου αλλά και με μαζικά κινήματα: 

Τους υγειονομικούς, τους καλλιτέχνες, τον επισιτισμό, τη Νέα Σμύρνη την περίοδο της πανδημίας, το φοιτητικό κίνημα που σταμάτησε την πανεπιστημιακή αστυνομία, το σπάσιμο της απαγόρευσης των διαδηλώσεων και της Πορείας του Πολυτεχνείου το 2020. Τις απεργίες και τις καταλήψεις των εργατών της Cosco, της Λάρκο, των Λιπασμάτων και των Πετρελαίων στην Καβάλα. Τις μαζικές συναυλίες ενάντια στην υποστήριξη του πολέμου του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία στην Ουκρανία, τις μαζικές συναυλίες για το νερό, τα τοπικά κινήματα για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος και των ελεύθερων χώρων. Τους εκπαιδευτικούς ενάντια στην «αξιολόγηση», τις απεργίες για αυξήσεις ενάντια στην ακρίβεια, τις καταλήψεις των θεάτρων, την πανεργατική έκρηξη που ακολούθησε τα Τέμπη. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν παθητικός θεατής έως απών σε όλα αυτά τα κινήματα και τις λίγες φορές που ήταν παρών ήταν για να τα αποκλιμακώσει. Και αν το διαζύγιο με τους αγώνες και την ταξική πάλη ήταν το ένα χαρακτηριστικό της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης» που χάραξε, το άλλο ήταν η συνεχής προσαρμογή στις απαιτήσεις των αφεντικών, των εταίρων και της ίδια της ΝΔ. 

Επί μια τετραετία, η βασική κόντρα του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία ήταν ποιος από τους δύο εφάρμοσε καλύτερα τις επιταγές των τραπεζιτών στις πλάτες των εργαζομένων. Και πλησιάζοντας προς τις εκλογές το ποιος έχει το πιο «κοστολογημένο» πρόγραμμα για τη νέα τετραετία, σύμφωνα πάλι με τις απαιτήσεις των «εταίρων». 

Το μόνο που ενδιέφερε τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν να στέλνει αδιάκοπα μηνύματα στους δανειστές, τους τραπεζίτες, την ΕΕ και τα αφεντικά αυτής της χώρας, ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για τα συμφέροντά τους. Και η προσαρμογή δεν περιορίστηκε στα της οικονομίας. Κέντρο της πολιτικής του στόχευσης έγινε να κερδίσει τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ σε μια «προοδευτική κυβέρνηση» με αποτέλεσμα να το αναβαθμίσει σε «ρυθμιστικό παράγοντα».  

Κεντροδεξιά ανοίγματα

Από κοντά ακολουθούσαν τα ανοίγματα στην ίδια τη ΝΔ, στην «κεντροδεξιά» της, την καραμανλική πτέρυγα και βέβαια οι συναινετικές προτάσεις στον Μητσοτάκη για υπουργούς «εθνικής αποδοχής» κάθε φορά που η ΝΔ ήταν σε κρίση. Καθ’ όλη την τετραετία ο Τσίπρας φίμωσε κάθε φωνή που πήγε να σπάσει το κλίμα της συναίνεσης, επιπλήττοντας και διαγράφοντας στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθ’ υπόδειξη της ΝΔ, γιατί μίλησαν για μαζικές δολοφονίες στην πανδημία. Για να του απομείνει στο τέλος ο …Αντώναρος.

Ψήφισε μαζί με τη ΝΔ υπέρ της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Σε κάθε επίθεση της ΝΔ , ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κάνει την χώρα «ξέφραγο αμπέλι», έτρεχε να διαβεβαιώσει τους «νοικοκυραίους» της δεξιάς και της ακροδεξιάς ότι «προφανώς θα κρατήσουμε τον φράχτη στον Έβρο». Η κόντρα με τον ρατσισμό ήταν εκτός προγράμματος. 

Μέσα από αυτήν την πορεία φτάσαμε στις εκλογές της 21ης Μάη, ο ΣΥΡΙΖΑ να πέσει εντεκάμισι ποσοστιαίες μονάδες. Ο Τσίπρας απέδωσε την ήττα στο ότι το κόμμα δεν «επικοινώνησε» καλά το πρόγραμμά του και ότι έφταιγαν τα κόμματα της Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ που δεν αποδέχτηκαν την πρότασή του για «προοδευτική» διακυβέρνηση. 

Ακολούθησε η δεύτερη προεκλογική περίοδος με τον Τσίπρα να δηλώνει ότι κάνει «επανεκκίνηση» με «μέτωπο μόνο απέναντι στην δεξιά». Θα περίμενε κανείς κάποιες ενέργειες που θα σηματοδοτούσαν έστω μια αλλαγής πλεύσης. Αντ’ αυτού είχαμε την επιλογή του Νίκου Μαραντζίδη σαν επικεφαλής του σχεδιασμού της νέας προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Στη νέα προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σαν στόχο το πρωτοφανές, όχι να κερδίσει τις εκλογές αλλά κάλεσε τον λαό να εκλέξει … «αντιπολίτευση».  Σε αυτήν την κατεύθυνση χρησιμοποιήσε το επιχείρημα ότι η ψήφος στα άλλα κόμματα της Αριστεράς ευνοεί την ΝΔ.

Ακόμη κι έτσι θα περίμενε κανείς να δοθούν κάποια μηνύματα αντιπολίτευσης. Ήρθε το ρατσιστικό έγκλημα της Πύλου με την σφραγίδα της ΕΕ και του Μητσοτάκη. Αλλά η γραμμή υπεράσπισης του φράχτη στον Έβρο παρέμεινε ως έχει. Είχε την ευκαιρία να πολώσει πάνω στον εθνικισμό κόντρα στην επίθεση της ΝΔ στα δικαιώματα της μειονότητας αλλά και εκεί προτιμήθηκε να κρατηθούν οι ισορροπίες πάνω σε «ευαίσθητα εθνικά θέματα». Δεν είναι να απορεί κανείς που ο ΣΥΡΙΖΑ κατρακύλησε άλλες 2,5 μονάδες στις εκλογές της 25ης  Ιούνη. 

Ανανέωση;

«Αν και ο κίνδυνος της κατάρρευσης αποφεύχθηκε, και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ παραμένει αξιωματική αντιπολίτευση, έχουμε υποστεί μια σοβαρή εκλογική ήττα. Ποτέ στα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν υπήρξαν συσχετισμοί τόσο αρνητικοί για το προοδευτικό χώρο… Σε κάθε περίπτωση όταν η Δεξιά και η άκρα Δεξιά προελαύνουν, οι δυνάμεις της δημοκρατίας οφείλουν να οργανώσουν τις αντιστάσεις τους» είπε ανάμεσα σε άλλα στη δήλωσή του το βράδυ των εκλογών ο Αλέξης Τσίπρας καταλήγοντας στις εξής προτάσεις: «Να ανανεώσουμε τολμηρά το στελεχικό μας δυναμικό δείχνοντας εμπιστοσύνη σε νέους ανθρώπους... Για τον ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία έκλεισε ένας μεγάλος και δημιουργικός ιστορικός κύκλος... να προχωρήσουμε στις  απαραίτητες τομές…Τα μέλη του κόμματος θα κληθούν να μας κρίνουν όλους... Πρώτος εγώ θα θέσω τον εαυτό μου στη κρίση των μελών του κόμματος».

Δεν ανοίγει κανένα ζήτημα αλλαγής πολιτικής στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν το  συμπέρασμα του Αλέξη Τσίπρα για τη νέα αποτυχία. Η ήττα ήταν πρόβλημα «ανανέωσης του στελεχικού δυναμικού», πρόβλημα «νοοτροπιών που κοστίζουν ακριβά». 

Στην πραγματικότητα, το «κλείσιμο ενός κύκλου» σημαίνει να ξεμπερδεύουμε τελειωτικά με ό, τι «ριζοσπαστικό» έχει απομείνει έστω και στα λόγια να σηματοδοτεί τον ΣΥΡΙΖΑ της περασμένης δεκαετίας.    

«Πρώτος εγώ θα θέσω τον εαυτό μου στη κρίση των μελών του κόμματος» λέει ο Τσίπρας. Αλλά οι οργανωτικές μεθοδεύσεις στις οποίες έχει προχωρήσει ήδη από το προηγούμενο συνέδριο, ακολουθώντας το αρχηγικό μοντέλο που λάνσαρε ο ΓΑΠ πριν μια δεκαπενταετία, τον θέλουν να εκλέγεται όχι από συνέδριο αλλά απευθείας από τα μέλη του κόμματος. Που σημαίνει διακοσμητικές διαδικασίες και συνέδρια που «συζητάνε» και ο πρόεδρος κάνει ό,τι θέλει. 

Είναι η δεξιόστροφη πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία εκφράζει ο Τσίπρας, που βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος στον ΣΥΡΙΖΑ. Η «αποφασιστική προγραμματική αντιπολίτευση» και όχι «ανεύθυνη αντιπολίτευση» στο δρόμο, είναι η σφραγίδα ότι η αποχή του ΣΥΡΙΖΑ από τα κινήματα θα συνεχιστεί. Ήδη στην Κ.Ε που εκλέχτηκε στο προηγούμενο συνέδριο δεν υπήρχε ούτε ένας συνδικαλιστής. 

Βγήκαν 23 στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές σε δημόσια παρέμβασή τους μετά το ναυάγιο: «Απέναντι σε αυτή την Alt Right υπερσυντηρητική αντεπίθεση που διεκδικεί μακρά περίοδο ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας, η Αριστερά οφείλει να αντιτάξει μια εξίσου ολοκληρωμένη, μαζική, επιθετική και με αυτοπεποίθηση διατυπωμένη Alt Left πολιτική» καλώντας τον ΣΥΡΙΖΑ να αποσύρει τώρα την υποστήριξή του στον φράχτη γιατί είναι ζήτημα χρέους προς τα θύματα και υπόθεση τιμής για την Αριστερά».

Πραγματικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να συγκρουστείς με τις ρατσιστικές πολιτικές -και αυτό είναι ένα συμπέρασμα που αφορά ολη την Αριστερά. Η Αριστερά οφείλει να δίνει τις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες και να τραβάει την κοινωνία ολόκληρη αριστερά, αλλιώς δεν αξίζει καν να λέγεται έτσι.

Όμως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει εδώ και καιρό, από το 2016 που υπέγραψε την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό να θεωρεί υπόθεση τιμής να συγκρουστεί με την πολιτική της ΕΕ. Η «προγραμματική αντιπολίτευση» που υπόσχεται ενάντια στη δεξιά και την ακροδεξιά, μακριά από τους αγώνες με μοναδικό περιεχόμενο τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, το μόνο που επιφυλάσσει είναι νέες ήττες.