Σήμα αντεργατικής επίθεσης έδωσε πριν λίγες μέρες ο Γιάννης Στουρνάρας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας. Ο βασικός στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής, είπε, θα πρέπει να είναι η «επίτευξη κυκλικά διορθωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ». Η επιστροφή στην πολιτική των μνημονίων δηλαδή.
Η εικόνα που ζωγράφισε για την ελληνική οικονομία δεν θυμίζει σε τίποτα τις υποσχέσεις για αυξήσεις στους μισθούς, μειώσεις φόρων και «καλύτερες μέρες» που πουλάει ακόμα ο Μητσοτάκης.
Το πρώτο πρόβλημα που επισημαίνει στην έκθεσή του ο Στουρνάρας είναι το χρέος. Η «βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους», είπε, πρέπει να συνεχίσει να είναι ένας από τους βασικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής. Το χρέος, σαν απόλυτο νούμερο, αυξήθηκε περίπου 10% πάνω, από τα 360 δις στα 400 δις, μέσα στην τετραετία της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ όμως έπεσε δέκα μονάδες κάτω – από το 180% το 2019, στο 170% στη φετινή χρονιά. Αλλά αυτή η μείωση δεν οφείλεται στο ότι «η οικονομία μας πάει τρένο» όπως έλεγε προεκλογικά ο Μητσοτάκης, αλλά στον πληθωρισμό, που φούσκωσε ονομαστικά το ΑΕΠ -ενώ έκανε ταυτόχρονα τους φτωχούς ακόμα φτωχότερους.
Ο πληθωρισμός, λέει ο Στουρνάρας, είχε «ευεργετική» επίδραση στη «μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ». Αλλά αρχικά μόνο. Γιατί αυτή η θετική επίδραση έχει ήδη αρχίσει να «αποδυναμώνεται» από την αύξηση των επιτοκίων. Από τα 400 δις που χρωστάει η Ελλάδα τα 275 περίπου είναι μνημονιακά χρέη προς τους «δανειστές» μας -τη διαβόητη Τρόικα δηλαδή. Τα χρέη αυτά έχουν όχι μόνο σταθερό επιτόκιο (που δεν ακολουθεί ούτε τον πληθωρισμό ούτε τα επιτόκια της ΕΚΤ) και περίοδο «χάριτος» περίπου δέκα ετών. Δηλαδή μέχρι το 2033 η επιβάρυνση του προϋπολογισμού από τα τοκοχρεολύσια αυτών των δανείων είναι μικρή.
Τα υπόλοιπα 125 δις είναι όμως έντοκα γραμμάτια και ομόλογα -δηλαδή χρεόγραφα μικρής διάρκειας τα οποία η κυβέρνηση πρέπει συνεχώς να ανανεώνει. Ο κύριος όγκος των εντόκων γραμματίων έχει διάρκεια όλη και όλη έξι μηνών. Κάθε φορά που λήγει ένα από αυτά η κυβέρνηση τρέχει να «πουλήσει» ένα άλλο στις τράπεζες για να καλύψει το κενό. Και τα νέα γραμμάτια έχουν νέο επιτόκιο, που ακολουθεί και τον πληθωρισμό και τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας -που συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Αυτή η «αποδυνάμωση» της «αρχικά ευεργετικής επίδρασης του πληθωρισμού», λέει τώρα ο Στουρνάρας, κάνει την επιστροφή στην πολιτική των «πρωτογενών πλεονασμάτων» υποχρεωτική.
Ο ίδιος ο πληθωρισμός και η καταπολέμησή του είναι η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σύμφωνα με τον Στουρνάρα. Όλα τα στατιστικά στοιχεία, διεθνώς, δείχνουν ότι η έκρηξη του πληθωρισμού των τελευταίων χρόνων δεν οφείλεται καθόλου στις -έτσι και αλλιώς ανύπαρκτες- «μισθολογικές αυξήσεις». Οφείλονται κύρια στην βουλιμία των μεγάλων επιχειρήσεων που κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την έξοδο από την πανδημία για να απογειώσουν τα κέρδη τους. Οι εταιρίες της ενέργειας (που κατάφεραν να αξιοποιήσουν εκτός από τον covid και τον πόλεμο στην Ουκρανία) είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Η Shell, για παράδειγμα, αύξησε από το 2021 στο 2022 τα κέρδη της κατά 50%. Αλλά οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι κυβερνήσεις, αντί να ελέγξουν αυτή την εξόφθαλμη κλοπή το μόνο που προσπαθούν να κάνουν είναι να εμποδίσουν τους εργάτες να αναπληρώσουν την χαμένη τους αγοραστική δύναμη με αυξήσεις. «Σε αυτό το πλαίσιο», γράφει το ρεπορτάζ της Καθημερινής για την έκθεση του Στουρνάρα, «πρότεινε άλλωστε και μισθολογικές αυξήσεις, συνεπείς με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού». Ξεχάστε τα 950 ευρώ κατώτατο μισθό που υποσχόταν πριν μερικές μέρες ο Μητσοτάκης. Τα κεφάλια μέσα.
Ο Στουρνάρας ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου. Έγινε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τον Ιούνιο του 2014 με τον προφανή στόχο να λειτουργήσει σαν ο «κέρβερος» των τραπεζών και των ιδιωτικών συμφερόντων. Ο Στουρνάρας στάθηκε επάξια στο βάθος αυτής της αποστολής. Και συνεχίζει να στέκεται στο ίδιο βάθος μέχρι και σήμερα.