Συνεντεύξεις
Μαρία Στύλλου: Η Αριστερά έχει ανάγκη να ανατρέξει στις επαναστατικές παραδόσεις

Μαρία Στύλλου

Στο ένθετο Νησίδες της Εφημερίδας των Συντακτών ο Τάσος Τσακίρογλου πήρε συνέντευξη από την Μαρία Στύλλου, υπεύθυνη του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα κάτω. 

Της δίνει τον τίτλο "η Αριστερά έχει ανάγκη να ανατρέξει στις επαναστατικές παραδόσεις της". 

Ο Τάσος Τσακίρογλου στην εισαγωγή αναφέρει: "Η Μαρία Στύλλου απορρίπτει την άποψη ότι, σύμφωνα με το εκλογικό αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία συντηρητικοποιείται, προτείνει την επιστροφή της αριστεράς στις επαναστατικές της παραδόσεις και εκτιμά ότι τα προηγούμενα χρόνια, δόθηκαν επιτυχείς αγώνες ενάντια στο ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής και πως αυτό που χρειάζεται είναι μια συνολική αντεπίθεση του εργατικού κινήματος". 

Αναδημοσιεύουμε το κείμενο της συνέντευξης.

 

Εδώ και πολλές δεκαετίες η Αριστερά δείχνει να έχει εγκαταλείψει, για διάφορους λόγους, το πεδίο των ιδεών, το οποίο τα τελευταία χρόνια έρχεται να καλύψει η ακροδεξιά με τον ρατσιστικό, εθνικιστικό και λαϊκίστικο λόγο της. Πώς μπορεί να επανεπινοήσει η Αριστερά τον εαυτό της και να διαδώσει τις «επαναστατικές» ιδέες της; 

Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται μια άμεση απάντηση στις απόπειρες υποτίμησης της Αριστεράς που ξεδιπλώθηκαν από αφορμή τις εκλογές. Αριστερά δεν είναι μόνο ούτε κύρια οι κοινοβουλευτικές ηγεσίες. Είναι ο κόσμος που έδωσε και δίνει μάχες σε πολλά μέτωπα. Αυτό φάνηκε σε όλη την τετραετία. Πιο πρόσφατη είναι η σύγκρουση με την ΕΕ-φρούριο με τους χιλιάδες διαδηλωτές μετά το έγκλημα στα ανοιχτά της Πύλου. Οι εργατικοί αγώνες άνοιξαν το αίτημα της κρατικοποίησης, ένα αίτημα που αναδείχτηκε πλατιά μετά το έγκλημα των Τεμπών, άνοιξαν το ζήτημα ότι η μόνη ρεαλιστική απάντηση σε μια κοινωνία που βάζει τη ζωή των ανθρώπων πάνω από τα κέρδη είναι η ίδια η δύναμη της εργατικής τάξης. Της τάξης που είναι το κοινωνικό υποκείμενο, όχι μόνο για να αντιμετωπίσει την κρίση αλλά να πάρει και τον έλεγχο. 

Εδώ είναι το κλειδί για την αντεπίθεση της Αριστεράς. Πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει την εργατική τάξη σαν εκλογικό μηχανισμό. Πρέπει να την τοποθετεί εκεί που εκτίμησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, δηλαδή στη θέση του υποκείμενου της κοινωνικής αλλαγής, του «νεκροθάφτη του καπιταλισμού».

Η Αριστερά έχει ανάγκη να ανατρέξει στις επαναστατικές παραδόσεις της. Ιστορικά έχει διαχωριστεί σε δυο ξεχωριστά ρεύματα από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Τότε οι επίσημες ηγεσίες στήριξαν τον πόλεμο και έβαλαν στο κέντρο τα συμφέροντα του «δικού τους» κράτους, ενώ οι επαναστάτες, ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Ρόζα, ο Γκράμσι διαχώρησαν τη θέση τους και συγκρότησαν την επαναστατική αριστερά.

Εκείνη δεν ήταν μια στιγμιαία ρήξη. Ήταν και είναι η μεγάλη στρατηγική επιλογή που καθορίζει τις απαντήσεις μας μέχρι σήμερα. Η κυρίαρχη τάξη φοβάται την πολυκρίση του συστήματος και κυρίως φοβάται την εργατική αντίσταση. Aντίσταση που συνεχίζεται. 

Οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκι – παρόλα τα εμπόδια και τις ιστορικές περιπλοκές – δεν εγκατέλειψαν ποτέ το οραματικό στοιχείο, το οποίο τροφοδοτούσαν με σχέδια, προτάσεις και ιδέες, βασισμένοι στην προηγούμενη εμπειρία των μεγάλων ιστορικών επαναστάσεων. Χωρίς ένα σχέδιο για το μέλλον, αλλά και την πυξίδα για τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε, η πρόταση της Αριστεράς μοιάζει λειψή και αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τις πλέον συντηρητικές δυνάμεις. Τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να καλύψει αυτό το κενό; 

Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την κατάληψη της ΕΡΤ σαν απάντηση στο «μαύρο» που είχε ρίξει η τότε κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων. Η προοπτική του να πάρει η εργατική τάξη τον έλεγχο παντού, στους χώρους δουλειάς, στην οικονομία, στην εξουσία δεν είναι μια ουτοπία. Είναι η μόνη πραγματική διέξοδος και αυτό πρέπει να αναδείξει η Αριστερά και στις ιδέες της και στην πρακτική της. 

 Όταν έγινε η Παρισινή Κομμούνα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνισαν ότι εκείνη η επανάσταση έδειξε τι σημαίνει η εργατική τάξη στην εξουσία. Ο Λένιν και ο Τρότσκι με την Οκτωβριανή επανάσταση μπόρεσαν να προχωρήσουν πιο πέρα, να δείξουν πιο χειροπιαστά τι είναι η εργατική δημοκρατία. Το σύνθημά τους ήταν «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», όχι όλη η εξουσία στο κόμμα.

Δεν υπάρχει δρόμος κοινοβουλευτικός για την αλλαγή. Αυτή είναι η συζήτηση που πρέπει να κάνουμε παντού και να την οργανώσουμε με τον κόσμο συνολικά της Αριστεράς. 

Γι’ αυτό έχει ξεχωριστή σημασία η παρουσία και η παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς. Μέσα σε μια περίοδο όπου η κρίση του καπιταλισμού γίνεται μακρόσυρτη, ανοίγει η συζήτηση για την προοπτική. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, μια υπαρκτή δύναμη με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα στους αγώνες, στη νεολαία, στους εργατικούς χώρους, δίνει τη δυνατότητα να αναδείξουμε τα εργατικά προχωρήματα και την προοπτική που βάζουν. 

Κατά πόσο συμμερίζεστε την άποψη ότι το εκλογικό αποτέλεσμα, εκτός από τη συντριπτική νίκη της Ν.Δ, ανέδειξε και την «συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας», δεδομένου πως το άθροισμα των δεξιών και ακροδεξιών κομμάτων αθροίζει περί το 50% του εκλογικού σώματος; 

Μιλάνε διάφοροι για «συντηρητικοποίηση» της εργατικής τάξης αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ήταν το εργατικό και νεολαιϊστικο κίνημα που έφερε το 2015 το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση έχοντας την ελπίδα ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα καθόριζε τις εξελίξεις, θα άλλαζε τα πράγματα ριζικά. Προχώρησε ακόμη περισσότερο αυτή η δύναμη με το 62% που έδωσε στο ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα. Και στη συνέχεια πάλεψε ενάντια στο τρίτο μνημόνιο καθ’ όλη την τετραετία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015-19. Αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσαρμοζόταν στις πιέσεις της άρχουσας τάξης και όχι του εργατικού κινήματος.

Έτσι φτάσαμε στην ήττα στις εκλογές του 2019. Και το δίδαγμα του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνη την ήττα, ήταν η στροφή ακόμη πιο δεξιά, ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή, ότι πρέπει να αποδεχτεί τις μεγάλες επιλογές της κυρίαρχης τάξης και να μπει στην διεκδίκηση της επόμενης κυβέρνησης με τους όρους που αυτή βάζει. Και φτάσαμε στην κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

Πρόκειται για την αποτυχία της στρατηγικής του κοινοβουλευτικού δρόμου. Αυτήν τη στρατηγική την έχει πληρώσει με μεγάλο κόστος η εργατική τάξη και στο παρελθόν. 

Το τεράστιο κίνημα της Αντίστασης στη ναζιστική κατοχή οδηγήθηκε στη Βάρκιζα και στην ήττα μέσα από τις αναζητήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για «ομαλή πορεία» μετά την Απελευθέρωση σε συνεργασία με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αυταπάτες που επαναλήφθηκαν στις δεκαετίες του 1950 και ‘60, όταν το κίνημα ανέβασε την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του 1958. Και εκείνη τη δύναμη, τελικά η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ την χαράμισε αναζητώντας συμβιβασμούς με τον Γεώργιο Παπανδρέου, συμβιβασμούς στη συνέχεια με την ΕΡΕ και τον Κανελλόπουλο, συμβιβασμούς με την άρχουσα τάξη, που τελικά προτίμησε τη χούντα. 

Στη Μεταπολίτευση η ίδια αποτυχημένη στρατηγική σήμανε το περιβόητο «Καραμανλής ή τανκς». Άλλη μια ευκαιρία πήγε χαμένη το 1989. Η ηγεσία του ενιαίου τότε Συνασπισμού της Αριστεράς, προχώρησε στη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία που τελικά κατέληξε σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του μπαμπά Μητσοτάκη. 

Οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν πρέπει να χρεώνουν τις αποτυχίες της κοινοβουλευτικής στρατηγικής τους στην εργατική τάξη λέγοντας ότι αυτή φταίει επειδή «συντηρητικοποιείται».

Δεδομένου του ακροδεξιού «κύματος» σε ΗΠΑ και Ευρώπη (Τραμπ, Μελόνι, Λεπέν, Όρμπαν κλπ), πιστεύετε ότι η Αριστερά είναι καταδικασμένη σε «μάχες χαρακωμάτων» ή βλέπετε τη δυνατότητα μιας αριστερής αντεπίθεσης στο μέλλον; 

Μέσα στην τετραετία είχαμε τη μεγάλη νίκη της καταδίκης της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής. Το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα έχτισαν αυτή τη νίκη μέσα από σκληρές μάχες και αυτό δείχνει το δρόμο για τη συνέχεια. Το πιο σημαντικό είναι η σύνδεση των αγώνων μεταξύ τους. Οι μάχες ενάντια στη ρατσιστική ατζέντα των κυβερνήσεων κόβουν τον αέρα από τα πανιά της ακροδεξιάς και των φασιστικών ομάδων. 

Μέσα στην τετραετία έγιναν οι μεγαλύτερες επιθέσεις στις γυναίκες: Δολοφονίες και βιασμοί αλλά και απάνθρωπες συνθήκες, ανισότητα στους χώρους δουλειάς, σεξιστικές παρενοχλήσεις. Είδαμε τον αντιδραστικό ιδεολογικό μηχανισμό της ΝΔ, μαζί με τους ακροδεξιούς και την Εκκλησία, να ανοίγει το ζήτημα των εκτρώσεων. Δεν ξεχνάμε τις εκστρατείες που έκαναν για το «Αγέννητο παιδί».

Ενάντια σε αυτές τις επιθέσεις, είδαμε την 8 Μάρτη, χρόνο το χρόνο, να γίνεται Απεργία. Η σύνδεση της πάλης ενάντια στον σεξισμό με το εργατικό κίνημα είναι ένα προχώρημα που συνδυάζεται με τα άλλα βήματα που έκαναν οι εργατικοί αγώνες. Όπως έγινε και με το αίτημα των κρατικοποιήσεων, όπως έγινε με το αίτημα της καταδίκης της Χρυσής Αυγής, όπως έγινε με το ζήτημα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους  μετανάστες. 

Με τέτοιες επιλογές η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά δεν μένει σε επίπεδο «χαρακωμάτων», αλλά γενικεύεται σε συνολική αντεπίθεση ανατροπής.

Πού στοχεύει το «Φεστιβάλ ιδεών Μαρξισμός» που έχει καθιερώσει το ΣΕΚ εδώ και αρκετά χρόνια και πώς μπορεί να συμβάλλει στην πάλη ενάντια στο νεοφιλελεύθερο δόγμα που κυριαρχεί σήμερα;

Οι επαναστατικές ιδέες και παραδόσεις του Μαρξισμού είναι πολύτιμες και το φεστιβάλ Μαρξισμός δίνει την ευκαιρία να σταθούμε σε αυτές και να τις φέρουμε στο σήμερα. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα κάνει αυτή την προσπάθεια ακριβώς γιατί αναφέρεται στην παράδοση του Λένιν, του Τρότσκι και του Κόκκινου Οκτώβρη, αλλά και της Κόκκινης Διετίας στην Ιταλία του Γκράμσι και στην αναγέννηση αυτής της παράδοσης με τον Μάη του 1968 και με το Πολυτεχνείο του 1973.

Το φεστιβάλ του Μαρξισμού είναι ένα πολιτικό γεγονός που αγκαλιάζει όλο τον κόσμο της Αριστεράς και τις αναζητήσεις του. Αυτό φαίνεται και από τη σύνθεση των ομιλητών και ομιλητριών που συμμετέχουν και από το φάσμα των θεμάτων στο οποίο απλώνονται οι συζητήσεις. Καμιά από τις συζητήσεις δεν περιορίζεται απλά σε μια διάλεξη του εισηγητή/ριας, σε όλες γίνεται διάλογος. Με κοινή προσπάθεια ότι η εναλλακτική στις βαρβαρότητες του καπιταλισμού είναι η επανάσταση και ο Σοσιαλισμός.