Πολιτισμός
Αντίο Sinéad O'Connor

Ο θάνατος της Ιρλανδής τραγουδίστριας Sinéad O'Connor έγινε παντού δεκτός με μεγάλα αφιερώματα. Η κίτρινη «Sun» έγραφε στο πρωτοσέλιδό της «Ο θρύλος χάθηκε». Πράγματι. Αλλά η εφημερίδα που την κατήγγειλε και τη χλεύαζε επί δεκαετίες ξέχασε ότι την είχε αποκαλέσει «τρελή». Ξέχασε να αναφέρει ότι της επιτέθηκε όταν εκείνη είχε δηλώσει: «Άνθρωποι όπως η Θάτσερ πρέπει να εκτελεστούν» ή ότι «ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν ήταν χειρότερος από τον Τζορτζ Μπους».

Όταν ηχογραφούσε το πρώτο της άλμπουμ, ένας υπεύθυνος της δισκογραφικής εταιρείας της είπε να αφήσει τα μαλλιά της μακριά και να αρχίσει να ντύνεται σαν κορίτσι με κοντές φούστες. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε με το κεφάλι της ξυρισμένο. Αργότερα στη ζωή της είπε: «Η βιομηχανία έχει καταφέρει να διαστρεβλώσει εντελώς την ιδέα της γυναικείας απελευθέρωσης. Δίνουν στα κοριτσάκια την ιδέα ότι όλη τους η αξία βασίζεται στο πως φαίνονται».

Η Sinéad κέρδισε τέσσερις υποψηφιότητες για Grammy, αλλά μποϊκοτάρισε την τελετή και αρνήθηκε το βραβείο. Το 1992 έσκισε μια φωτογραφία του Πάπα στην αμερικανική τηλεόραση. Ήταν μια διαμαρτυρία κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μέσα στην Ιρλανδική Καθολική Εκκλησία. Αυτό οδήγησε όχι μόνο σε απειλές θανάτου αλλά και σε καταδίωξή της από τα μέσα ενημέρωσης. Πολλοί είπαν ότι αυτό κατέστρεψε την καριέρα της, αλλά εκείνη το είδε διαφορετικά. «Αισθάνομαι ότι το να έχω ένα Νο1 δίσκο εκτροχίασε την καριέρα μου και το σκίσιμο της φωτογραφίας με έβαλε ξανά στο σωστό δρόμο». 

Το 1992 είχε διαδηλώσει πολλές φορές, μαζί με χιλιάδες άλλους, σε μια εξέγερση για ένα 14χρονο θύμα βιασμού που εμποδίστηκε να ταξιδέψει στην Αγγλία για έκτρωση. Αρνιόταν πεισματικά να παιχτεί ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ πριν από τις συναυλίες της στις ΗΠΑ, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί απαγόρευσαν τους δίσκους της. Την αποδοκίμασαν άγρια σε μια συναυλία-αφιέρωμα στον Bob Dylan καθώς ερμήνευσε μια οργισμένη εκδοχή του «War» του Bob Marley. Φεύγοντας από την Αμερική δώρισε το σπίτι που είχε αγοράσει στους λόφους του Χόλιγουντ στον Ερυθρό Σταυρό και ζήτησε τα χρήματα να διατεθούν για τα παιδιά στη Σομαλία. Έγινε ιερέας. Στράφηκε προς τον παγανισμό, τον ρασταφαριανισμό και τον βουδισμό και το 2018 ασπάστηκε το Ισλάμ.

Η φωνή της μπορούσε να σπάσει πέτρες και να κάνει τους αγίους να κλάψουν. Στην τελευταία δημόσια εμφάνισή της αφιέρωσε το βραβείο που παρέλαβε σε όλους τους πρόσφυγες. Μιλούσε με ειλικρίνεια σχετικά με την ψυχική της δυσφορία χλευάζοντας τα συνεχή κουτσομπολιά  των μέσων ενημέρωσης. Όπως έγραψε στα σχόλια της δικής της συνέντευξης στους New York Times πριν από δύο χρόνια: «Δεν είναι μέτρο υγείας να είσαι καλά προσαρμοσμένος σε μια βαθιά άρρωστη κοινωνία».

Από το αφιέρωμα της εφημερίδας Socialist Worker, μετάφραση Μαρία Καστελιώτη