Οικονομία και πολιτική
Μαρξισμός 2023: Η μακρόσυρτη οικονομική κρίση και η «επενδυτική βαθμίδα»

Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, σαν να μην ήξερε, “ζητάει τα ρέστα” από την Standard and Poοr’s για τις ΑΑΑ “αξιολογήσεις” της. (πηγή Financial Times)

Πρέπει να χαρούμε αν πιάσουμε την επενδυτική βαθμίδα; Πρέπει να χαίρονται τα γουρουνάκια για την κερδοφορία του αλλαντοποιείου; Γιατί το σύστημα δεν μπορεί να βρει διέξοδο από την κρίση του; 

Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα απαντάνε στις εισηγήσεις του ο Νίκος Θεοχαράκης, πανεπιστημιακός και ο Σωτήρης Κοντογιάννης, στην συζήτηση με θέμα η «Μακρόσυρτη οικονομική κρίση» που έγινε στα πλαίσια του φεστιβάλ «Μαρξισμός 2023». 

(Ολόκληρες τις εισηγήσεις και τη συζήτηση μπορείτε να ακούσετε εδώ)

 

 

Σωτήρης Κοντογιάννης

H χώρα μας απέκτησε μια νέα «μεγάλη ιδέα»: την «επενδυτική βαθμίδα». Τι σημαίνει αυτό; Να πείσουμε τους οίκους αξιολόγησης ότι τα ελληνικά ομόλογα, το ελληνικό χρέος δεν ανήκει πλέον στην κατηγορία του σκουπιδιού. Να τους πείσουμε, δηλαδή, ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της. 

Σε αυτήν την κατεύθυνση ο Μητσοτάκης αποφάσισε να ξεπληρώσει πρόωρα, μέσα στο 2023 αντί για το 2024 και το 2025, δύο δόσεις του μνημονιακού δανείου. Για να δείξουμε δηλαδή ότι «μπορούμε να πληρώνουμε» θα δώσει το ελληνικό δημόσιο φέτος 5,4 δις παραπάνω στους διεθνείς τραπεζίτες και οργανισμούς -ένα ποσό μεγαλύτερο από όλο τον προϋπολογισμό για την Παιδεία. Και ταυτόχρονα επιστρέφει η παλιά μνημονιακή δέσμευση -που είχε ατονήσει λόγω covid- για πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό που μεταφράζεται σε 4 περίπου δις κάθε χρόνο στους δανειστές. 

Ο Μητσοτάκης προσπαθεί να μας πείσει ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι κάτι καλό για όλους. Αν την κατακτήσουμε, λέει, θα πέσουν τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες. Και όταν πέφτουν τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες, πέφτουν και τα επιτόκια, με τα οποία δανείζουν τον κόσμο. Αυτό είναι ψέμα. Τα κεντρικά επιτόκια της ΕΚΤ ήταν 0% για πάρα πολλά χρόνια και οι τράπεζες δάνειζαν με 8 και 10%. Τώρα που τα επιτόκια είναι 3,5% στην ΕΚΤ, τα επιτόκια για τα στεγαστικά δάνεια ή τις πιστωτικές κάρτες είναι 15%. 

Η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν πρόκειται να φέρει «καλύτερες μέρες». Είναι κίνηση πανικού. Τον Μάρτιο χρεοκόπησαν τρεις τράπεζες, οι δυο ήταν αμερικάνικες που ειδικεύονταν σε δάνεια σε εταιρείες start-ups. Η τρίτη ήταν η Credit Suisse, η οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας και μια από τις 30 μεγαλύτερες συστημικές τράπεζες του κόσμου. 

Οι τράπεζες αυτές δεν χρεοκόπησαν επειδή «έπαιρναν υπερβολικά ρίσκα». Αυτό που τις οδήγησε στα τάρταρα ήταν η πολιτική καταπολέμησης του πληθωρισμού των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει κατακόρυφα τα επιτόκια μέσα στους τελευταίους μήνες – υποτίθεται σύμφωνα με διάφορα επιστημονικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα επιστημονικό σε αυτή την πολιτική: ανεβάζουν τα επιτόκια για να παγώσουν την οικονομία, να αυξήσουν την ανεργία έτσι ώστε να μπορούν να επιβάλουν τα αφεντικά πιο εύκολα τους εργάτες το πάγωμα των μισθών. 

Ο στόχος της αντιπληθωριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών είναι ένας: να πληρώσουν οι εργάτες τον λογαριασμό. Αλλά η αύξηση των επιτοκίων  χτύπησε και τις μεγάλες τράπεζες. Πώς; Την περίοδο του κορονοϊού όλη η βοήθεια που έδωσαν τα διάφορα κράτη στις οικονομίες τους, τάχα για τους κατοίκους, κατέληξαν στα ταμεία των μεγάλων τραπεζών. Και επειδή οι τράπεζες δεν είχαν τι να τα κάνουν αυτά τα λεφτά -γιατί την περίοδο της πανδημίας ούτε επενδυτικές ευκαιρίες υπήρχαν και οι υγιείς εταιρείες δεν χρειάζονταν λεφτά- τα επένδυσαν σε «ασφαλείς προορισμούς», στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Όλες οι μεγάλες τράπεζες του κόσμου έκαναν το ίδιο έχοντας την εντύπωση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά (όταν ανεβαίνουν τα επιτόκια τα παλιά ομόλογα χάνουν την αξία τους)  και η οικονομία θα πηγαίνει καλά. 

Οι τράπεζες θεωρούσαν ότι ήταν ασφαλείς αλλά δεν ήταν. Με τα πρώτα σημάδια της ύφεσης οι επιχειρήσεις άρχισαν να σηκώνουν τις καταθέσεις τους για να πληρώσουν μισθούς, πρώτες ύλες κλπ που δεν καλύπτονταν πλέον από τις μειωμένες εισπράξεις τους. Οι τράπεζες όμως είχαν επενδύσει τις καταθέσεις αυτές σε ομόλογα 

-τα οποία ήταν τώρα υποχρεωμένες να ξεπουλήσουν τώρα πρόωρα, με τεράστιες ζημιές. Το αποτέλεσμα ήταν οι χρεοκοπίες- που θα ήταν πολύ περισσότερες  αν δεν είχαν επέμβει για μια ακόμα φορά οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις. 

Αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο θα ενταθεί στους επόμενους μήνες. Στην τελευταία του έκθεση το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι η οικονομία έχει μπει «σε μια επικίνδυνη φάση στην διάρκεια της οποίας οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι θα είναι αυξημένοι». Και όταν οι χαμηλοί ρυθμοί συνδυάζοται με χρηματοπιστωτικούς κινδύνους, δηλαδή τον κίνδυνο να έχουμε νέα κραχ σε τράπεζες, χώρες όπως η Ελλάδα θα βρεθούν ξανά στο προσκήνιο με τον τρόπο που συνέβη στην προηγούμενη κρίση. Γιατί η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια του χρέους, δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη. Είναι η πιο επισφαλής χώρα σε διεθνές επίπεδο. Για αυτό τρέχει ο Μητσοτάκης πανικόβλητος να αποδείξει ότι η Ελλάδα μπορεί να πληρώσει το χρέος. 

Χρέος

Δυο λόγια για το χρέος, επειδή καυχιέται η κυβέρνηση ότι το έχει μειώσει. Το μεν χρέος μειώθηκε σαν ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα από το 180% στο 170% του ΑΕΠ μέσα στα χρόνια του Μητσοτάκη.  Αλλά αυτό δεν οφείλεται στο ότι μειώθηκε πραγματικά το χρέος. Αντίθετα, το χρέος αυξήθηκε από 360 δις σε 400 δις αλλά μειώθηκε σαν ποσοστό του ΑΕΠ επειδή το ΑΕΠ αυξήθηκε ονομαστικά λόγω του πληθωρισμού. Δεν είναι ένα φαινόμενο για να χαίρεται κανείς. Ο Στουρνάρας στην τελευταία του έκθεση λέει ότι τα οφέλη από τον πληθωρισμό στην μείωση του χρέους είναι βραχυπρόθεσμα διότι μακροπρόθεσμα αυτό το οποίο θα γίνει είναι ότι τα επιτόκια που ανεβαίνουν θα αρχίσουν να πιέζουν ακόμη περισσότερο τον προϋπολογισμό. 

Η Ελλάδα έχει 400 δις χρέος από τα οποία τα 250 δις είναι μνημονιακό χρέος το οποίο έχει σταθερό επιτόκιο και μεγάλο χρόνο αποπληρωμής σε 30 χρόνια περίπου. Τα υπόλοιπα 150 δις όμως είναι βραχυπρόθεσμοι τίτλοι δηλαδή έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, που συνήθως κρατάνε 6 μήνες. Κάθε 6 μήνες το ελληνικό δημόσιο πρέπει να παίρνει ένα καινούργιο δάνειο για να ξεπληρώσει τα προηγούμενα με ολοένα και μεγαλύτερα επιτόκια – που όσο ανεβαίνουν τόσο κλονίζεται η εμπιστοσύνη των αγορών ότι θα αποπληρωθούν. Η Ελλάδα πρέπει να πληρώνει τα επόμενα χρόνια και τα σπασμένα των μνημονίων και τα νέα επιτόκια που ανεβαίνουν. Συνεπώς, όλη αυτή η μπαρουφολογία από την πλευρά του Μητσοτάκη ότι έρχονται καλύτερες μέρες είναι χοντρά ψέματα. 

Πώς φτάσαμε όμως σε ένα σύστημα που πηγαίνει από κρίση σε κρίση; Νομίζω την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στον Μαρξ. Ο Μαρξ έλεγε ότι «η κρίση είναι αποτέλεσμα της αντίφασης που έχει ο καπιταλισμός ανάμεσα στα συμφέροντα του μεμονωμένου καπιταλιστή και τα συμφέροντα που έχει η αστική τάξη συνολικά». Τι σημαίνει αυτό; Ο κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής για να κερδίσει περισσότερα, για να την βγει στους ανταγωνιστές του και να μείνει στην αγορά, είναι αναγκασμένος να επενδύει συνεχώς σε νέες τεχνολογίες, να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας. 

Αυτό συνολικά σημαίνει ότι όσο γερνάει το σύστημα τόσο αυξάνουν οι επενδύσεις σε σχέση με τους εργάτες. Κοιτάξτε πώς ήταν ένα εργοστάσιο σε μια φωτογραφία την εποχή του Μαρξ και πώς είναι σήμερα. Η αλλαγή είναι πασιφανής, τα μηχανήματα, η τεχνολογία, έχουν αυξηθεί ραγδαία σε σχέση με την εργασία. Αλλά η αντίφαση είναι ότι οι μηχανές δεν βγάζουν κέρδος, το κέρδος είναι προϊόν εκμετάλλευσης. Οι καπιταλιστές δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τις μηχανές, μόνο τους εργάτες μπορούν. Όταν, όμως, αυξάνει το κεφάλαιο που διατίθεται για μηχανήματα σε σχέση με το κεφάλαιο που διατίθεται για τους εργάτες, όταν δηλαδή το μη κερδοφόρο κομμάτι του κεφαλαίου (αυτό που αντιστοιχεί στα μηχανήματα κλπ) μεγαλώνει πιο γρήγορα από το κερδοφόρου του κομμάτι (αυτό που αντιστοιχεί στην εργασία)  επόμενο είναι το ποσοστό του κέρδους να πέφτει.

Όταν πέφτουν τα ποσοστά κέρδους, όμως, πέφτουν και οι επενδύσεις. Ποιος καπιταλιστής θα αποφασίσει να φτιάξει ένα καινούργιο εργοστάσιο αυτοκινήτων όταν το κέρδος που θα έχει να περιμένει από την επένδυση θα είναι 1%; Καλύτερα να ρίξει τα λεφτά του στο χρηματιστήριο -στην κερδοσκοπία που είναι η άλλη όψη της κρίσης. Γι’ αυτό ζούμε σε αυτή την κατάσταση  της μια κρίσης μετά την άλλη.

Ξέρετε όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση το 2008  έτρεξαν λυτοί και δεμένοι, κεντρικοί τραπεζίτες, κυβερνήσεις να σώσουν το σύστημα. Το έσωσαν, απέφυγαν ένα κραχ σαν της δεκαετίας του ΄30. Αλλά δεν το γιάτρεψαν. Έχουμε έναν ασθενή ο οποίος από τότε είναι στην εντατική διασωληνωμένος με τις κεντρικές τράπεζες. Κάθε φορά που προσπάθησαν να τον αποσωληνώσουν υποτροπίαζε. Τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο που και διασωληνωμένος είναι αλλά και οι παρενέργειες της θεραπείας έχουν αρχίσει να γίνονται καταστροφικές. Τύπωσαν τρισεκατομμύρια για να αντιμετωπίσουν την κρίση και αυτά έγιναν τώρα φούσκα  που τρέφει τον πληθωρισμό και τώρα τρέχουν να πάρουν μέτρα για να σταματήσουν τον πληθωρισμό, τα οποία μέτρα για να σταματήσουν τον πληθωρισμό απειλούν να δημιουργήσουν πάλι  μια τραπεζική  κρίση σαν αυτή του 2008. Ένας φαύλος κύκλος χωρίς τέλος. 

 

 

Νίκος Θεοχαράκης

Τι είναι η λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα; Στην πραγματικότητα είναι το εξής, υπάρχουν ιδιωτικοί οίκοι αξιολόγησης οι οποίοι εκφράζουν την δική τους άποψη. Αυτοί λοιπόν είχαν ξεκινήσει να κάνουν μια αξιολόγηση στην αρχή εταιρικών ομολόγων και στην συνέχεια μπήκαν στο παιχνίδι να αξιολογούν ομόλογα που εκδίδουν διάφορα κράτη. Η κάθε εταιρεία έχει ένα δικό της σύστημα αξιολόγησης. Όμως, υπάρχει ένα κατώφλι, κάτω από το οποίο ένα ομόλογο δεν θεωρείται ότι είναι άξιο επένδυσης αλλά είναι αυτό που λέμε junk bonds, δηλαδή ομόλογα πολύ μεγάλου ρίσκου. 

Εδώ υπάρχουν δύο θέματα. Το ένα είναι ότι οι απόψεις αυτών των εταιρειών είναι ιδιωτικές. Πριν από την κρίση, προτού σκάσει η Lehman Brothers στην Αμερική και αρχίσουμε να βλέπουμε στην Νέα Υόρκη γραβατωμένους με χαρτόκουτα να κουβαλάνε το περιεχόμενο του γραφείου τους, η αξιολόγηση που της είχαν κάνει κι οι τρεις εταιρείες αξιολογήσεις ήταν ΑΑΑ. Η Lehman Brothers είχε την ίδια αξιολόγηση που είχε και το αμερικανικό δημόσιο! Όταν βέβαια αυτοί που είχαν χαρτιά της τράπεζας φαλίρησαν και πήγαν να ζητήσουν τα ρέστα από τις εταιρείες αυτές, οι εταιρείες είπαν ότι μία από τις βασικές αρχές του Αμερικανικού συντάγματος είναι η ελευθερία του λόγου! 

Έχουμε εδώ ένα παράδοξο. Αυτές τις αξιολογήσεις που γίνονται από ιδιωτικούς οίκους για να ξέρουν οι επενδυτές, θεσμικοί ή μη, τι θα έχουν στα χαρτοφύλακια τους, τις υϊοθετούν κατεξοχήν θεσμικοί παράγοντες. Βλέπουμε δηλαδή τους καπιταλιστές να είναι αυτοί που δίνουν το σήμα σε θεσμούς υποτίθεται μη καπιταλιστικούς, τους δημοκρατικούς θεσμούς που κατά τα άλλα ίστανται πάνω από τα ιδιωτικά συμφέροντα. 

Το δεύτερο είναι πως αξιολογούν οι συγκεκριμένοι. Αυτοί παίρνουν μια σειρά από θέματα, κατά πόσο μια οικονομία είναι αρκετά εύρωστη, αν έχει προοπτικές κλπ. Εδώ έρχονται στο εξής δίλημμα: Από την μια ξέρουν ότι βασικά θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι ουσιαστικά για τα μπάζα, αν κοιτάξεις ποιο είναι το χρέος, ποιες είναι οι προοπτικές μεγέθυνσης και μια σειρά από άλλα κλασικά μεγέθη. Από την άλλη μεριά ξέρουν ότι η ελληνική κυβέρνηση και αυτοί που την στηρίζουν θα κάνουν τα πάντα ώστε οποιοσδήποτε αποφασίσει να  επενδύσει στην Ελλάδα πρόκειται να βγάλει χρήματα από εκεί. 

Το ερώτημα είναι θα πρέπει κι ο ελληνικός λαός να χαίρεται αν κατακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα; Θα πρέπει να χαίρονται τα γουρουνάκια για την κερδοφορία του αλαντοποιείου; Στην προσπάθειά τους να πάρουν την επενδυτική βαθμίδα, έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα «μεταρρυθμίσεων» για να μπορέσει να λειτουργήσει η οικονομία πιο «απρόσκοπτα» -και μετά να ανέβουμε όλοι μαζί φτωχοί και πλούσιοι. Μην ανησυχείτε, λένε, εμείς θα πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα, οι άλλοι θα δουν ότι αυτή η χώρα έχει μπει σε ένα νέο στάδιο της οικονομικής της ζωής, θα έρθουν να επενδύσουν και θα μπορούμε να δανειζόμαστε με καλύτερους όρους.

Όλα αυτά είναι πολύ ωραία στην σφαίρα της φαντασίας αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Μιλάμε για επενδύσεις, αλλά επενδυτής δεν σημαίνει αναγκαστικά  κάποιος που αυξάνει την παραγωγική δυναμικότητα της χώρας, ότι παράγονται πράγματα τα οποία είναι χρήσιμα και ικανοποιούν τις λαϊκές ανάγκες. Αν κάποιος αχρείος με διάφορες διασυνδέσεις κατάφερε να πάρει κάποιο φιλέτο και να το ιδιωτικοποιήσει ή να μπει στα Εξάρχεια να κάνει airbnb, αυτή η φούσκα ακινήτων δεν είναι επένδυση, δεν φέρνει δουλειές στην οικονομία.

Η εμμονή με την επενδυτική βαθμίδα σημαίνει δίνω σινιάλο στους φίλους μου ότι μπάτε σκύλοι αλέστε. Και αυτό το κάνουν σε οποιοδήποτε επίπεδο, Στους μισθούς, όπως λέει και ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, πρέπει οι εργάτες να το σκεφτούν δύο φορές προτού ζητήσουν αυξήσεις διότι κινδυνεύει η οικονομία. Σου λέει για να κατακτήσω την επενδυτική βαθμίδα πρέπει να επαναρρυθμίσω τις εργασιακές σχέσεις προς όφελος του κεφαλαίου, να μην υπάρχουν ΣΣΕ, η τριμερής ρύθμιση του κατώτατου μισθού, το δικαίωμα στην απεργία, να μειωθούν οι αποζημιώσεις. Η επενδυτική βαθμίδα και η καλύτερη οικονομία που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση σημαίνει ότι η παιδεία δεν χρειάζεται να είναι δημόσια και για την υγεία δεν το συζητώ. Έχουν διαλύσει ένα σύστημα που κινδυνεύεις να πεθάνεις γιατί δεν θα έρθει ασθενοφόρο ενώ τρέχουν πίσω από τους κλινικάρχες και τα hedge funds που λυμαίνονται την Υγεία στην Ελλάδα. 

Κρίση

Τώρα στο θέμα των κρίσεων. Ο Μαρξ γράφει το Κεφάλαιο το 1867. Το 1871 ξεκινάει η «οριακή επανάσταση» στην οικονομική θεωρία όπου φεύγουμε από την εργασιακή θεωρία της αξίας και πάμε σε μια άλλη θεωρία της αξίας, η οποία βασίζεται πάνω σε μια έννοια χρησιμότητας, σπανιότητας κλπ. Μιλάμε για μια θεωρία που βγάζει απ’ έξω τον Σμιθ, τον Ρικάρντο και βεβαίως την κριτική της αστικής πολιτικής της οικονομίας του Μαρξ. Φεύγουμε από την παραγωγή και πάμε στην ανταλλαγή. 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της οικονομικής θεωρίας είναι ότι αν οι αγορές λειτουργούν καλά τότε θα γίνει καλύτερη δυνατή κατανομή των πόρων. Στο μισθό δεν υπάρχει η εκμετάλλευση, ο μισθωτός αμοίβεται με βάση την αξία του οριακού του προϊόντος. Αυτό τι σημαίνει ακριβώς; Ότι το κεφάλαιο, η γη, η εργασία είναι παραγωγικοί συντελεστές που παίρνουν ακριβώς αυτό που αξίζουν. Άρα όταν δεν δουλεύει καλά η οικονομία τι την εμποδίζει; τα κακά συνδικάτα, η αντίσταση των εργατών, το κράτος που ίσως θέλει να βοηθήσει με μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Όλα αυτά πρέπει να φύγουν και τότε θα λειτουργήσει η οικονομία, αυτή είναι η θεωρία της οριακής επανάστασης που εξελίχθηκε στην σύγχρονη νεοκλασσική οικονομική  θεωρία. 

Άρα οι κρίσεις είναι απλά ένα περιέργο φαινόμενο. Οι καινούργιες θεωρίες των κρίσεων, οι λεγόμενες θεωρίες των πραγματικών επιχειρηματικών κύκλων τι λενε; Ότι υπάρχει η οικονομία που λειτουργεί και μεγεθύνεται με τρόπο απρόσκοπτο και όταν ξαφνικά έρχονται διάφορα τεχνολογικά σοκ, η οικονομία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο βρίσκει αυτή την δυναμική οδό που θα την επαναφέρει στην τέλεια αρμονία. Άρα οι κρίσεις είναι η αντίδραση που έχει το σώμα της οικονομίας για να μπορεί να λειτουργήσει, όπως ένας υγιής οργανισμός αν κολλήσει ένα μικρόβιο παθαίνει πυρετό και μετά γίνεται καλά. 

Το γεγονός ότι το 1929 συνέβη ένα παγκόσμιο Κραχ που κατέληξε στην άνοδο του φασισμού και σε ένα Β'ΠΠ – τα ξεχνάμε όλα αυτά, αφού μετά τον πόλεμο, η οικονομία πέρασε στην χρυσή εποχή του καπιταλισμού. Μέχρι το 1970 βέβαια, που ήρθε ο στασιμοπληθωρισμός και εκεί ηττήθηκε ο κενσυανισμός που είχε δημιουργηθεί για να εξηγήσει την κρίση του 1929 και ήρθε ένα νέο σύστημα ο νεοφιλελευθερισμός ακριβώς για να πάρει η αστική τάξη αυτά που η εργατική τάξη είχε κερδίσει μετά απο 50 εκατομμύρια νεκρούς στον Β'ΠΠ. 

Από το 1980 και μετά, την περίοδο της εξάπλωσης του νεοφιλελευθερισμού, βγήκαν και είπαν μην κοιτάτε τις ανισότητες, το θέμα είναι η ανάπτυξη - παρά το γεγονός ότι μετά τον νεοφιλελευθερισμό ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν πολύ μικρότερος απ’ ότι πριν. Παρόλο που μιλούσαν για την «μεγάλη μετριοπάθεια» ότι δεν υπάρχουν δηλαδή μεγάλες διακυμάνσεις, ήρθε το 2008 και διαλύθηκε κι’ αυτό. 

Ζούμε σε ένα σύστημα που γεννά κρίσεις. Η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, το γεγονός ότι η σχέση των κλάδων με βάση αναλογίας δεν μπορεί πάντα να διατηρηθεί, ότι το σύστημα έχει ζητήματα υποκατανάλωσης και κυρίως η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους (διότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαιών οδηγεί σε μια αύξηση της λεγόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου) αυτά δημιουργούν κρίσεις που προσπαθούν να τα ξεπεράσουν με διάφορα κόλπα. Η χρηματιστικοποίηση είναι ένα από αυτά. Αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε μια κρίση υπερπαραγωγής με το ποσοστό κέρδους να πέφτει στη βιομηχανία και από την άλλη αυτό να προσπαθούν να το μαζέψουν δημιουργώντας διάφορες φούσκες, ένα εποικοδόμημα με πάρα πολλά στρώματα, το οποίο ήταν και ένα από τα κομμάτια που δημιούργησε την κρίση.