Το Σαντιάγκο ντε Κούμπα είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Κούβας και το 1953 το φρούριο Μονκάδα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση στο νησί. Τα ξημερώματα της 26 Ιούλη έγινε στόχος επίθεσης. Περίπου 140 άνδρες (και δυο γυναίκες) με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο, με ελαφρύ οπλισμό, προσπάθησαν να το καταλάβουν. Μια άλλη ομάδα 25 ανδρών επιτέθηκε στους στρατώνες της πόλης Μπαγιάμο. Η κατάληψη του φρουρίου θα ήταν το πρώτο βήμα στο ξέσπασμα μιας εξέγερσης με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας του Φουλγκένσιο Μπατίστα.
Ωστόσο, το σχέδιο δεν δοκιμάστηκε ποτέ γιατί η ίδια η επίθεση κατέρρευσε από τις πρώτες της στιγμές. Ήταν τόσο κακά οργανωμένη ώστε το αυτοκίνητο που μετέφερε τον πιο «βαρύ» οπλισμό έχασε το δρόμο του. Ένας επιφανειακός σχολιαστής θα μπορούσε να μιλήσει για φιάσκο. Όμως, μόνο φιάσκο δεν θεωρήθηκε ακόμα και από την άγρυπνη αμερικάνικη πρεσβεία. Η βαρβαρότητα της δικτατορίας έδειξε πόσο φοβόταν. Δεκάδες αιχμάλωτοι που έπεσαν στα χέρια του στρατού μετά την αποτυχία της επίθεσης εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Άλλοι οδηγήθηκαν σε δίκη, και τους επιβλήθηκαν βαριές ποινές. Ο Φιντέλ Κάστρο καταδικάστηκε σε 15 χρόνια. Το κείμενο με τίτλο «Η Ιστορία θα με δικαιώσει» που αργότερα έγινε γνωστό ως το πρώτο μανιφέστο της Κουβανικής Επανάστασης, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην «απολογία» του στο δικαστήριο. Δυο χρόνια μετά, ο Κάστρο πήγε στο Μεξικό και ίδρυσε την οργάνωσή του, το Κίνημα 26 Ιούλη.
Δικτατορία
Όταν στις 10 Μάρτη του 1952 ο Μπατίστα με την συνδρομή του στρατού ανέτρεπε τον εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από όλη την «επιχειρηματική κοινότητα» της Κούβας -και φυσικά από τις πρεσβείες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έλεγχε την οικονομία της Κούβας (η Μαφία είχε τεράστιες επενδύσεις και στο τουρισμό). Μέχρι το 1934 μάλιστα οι ΗΠΑ είχαν το νόμιμο δικαίωμα να επεμβαίνουν μονομερώς σε όλες τις εσωτερικές υποθέσεις του νησιού.
Οι Κουβανοί καπιταλιστές ήθελαν ένα καθεστώς με πυγμή που θα επέβαλε τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις»: με άλλα λόγια θα τσάκιζε τους μισθούς και τα συνδικάτα για να φουσκώσουν τα κέρδη τους. Ένα εμπόδιο γι’ αυτό ήταν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1940 που ανάμεσα σ’ άλλα κοινωνικά δικαιώματα κατοχύρωνε και τον κατώτατο μισθό. Τα συνδικάτα ήταν πολύ ισχυρά, είχαν 1,2 εκατομμύρια μέλη στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Ο Μπατίστα ήταν «παλιός παίχτης» στην πολιτική σκηνή. Το 1933 ήταν ένας απλός λοχίας που συμμετείχε στην εξέγερση που ανέτρεψε μια άλλη δικτατορία. Έγινε αρχηγός του στρατού με την στήριξη των ΗΠΑ. Το 1940 εκλέχτηκε πρόεδρος (με τη στήριξη και του Κομμουνιστικού Κόμματος). Το 1952 είχε ξαναβάλει υποψηφιότητα, αλλά όλα έδειχναν ότι θα ερχόταν τρίτος και καταϊδρωμένος. Τις εκλογές κατά πάσα πιθανότητα θα τις κέρδιζε ο υποψήφιος του κόμματος των Ορτοντόξος, με ένα πρόγραμμα που μιλούσε για αγροτική μεταρρύθμιση, προστασία των εργατικών δικαιωμάτων, «κουβανοποίηση» της οικονομίας.
Ο Κάστρο και η συντριπτική πλειοψηφία των συντρόφων του στην επίθεση της Μονκάδα ήταν μέλη και στελέχη της νεολαίας των Ορτοντόξος. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δικτατορία δεν θα έφευγε με παρασκηνιακούς χειρισμούς αλλά με μια ένοπλη εξέγερση. Και αυτή την εξέγερση θα την πυροδοτούσε η δράση μια αποφασισμένης ομάδας. Από το Μεξικό ο Φιντέλ Κάστρο, ο αδελφός του Ραούλ και άλλοι σύντροφοί τους -στις γραμμές τους είχε προστεθεί και ένας Αργεντίνος απόφοιτος της ιατρικής, ο «Τσε» Γκεβάρα- οργάνωσαν μια δεύτερη απόπειρα.
Αντάρτικο
Στις 2 του Δεκέμβρη του 1956, οι 82 επιβαίνοντες στο πλοιάριο Γκράνμα φτάνουν με καθυστέρηση δύο ημερών σε λάθος σημείο, ενώ στις 30 του Νοέμβρη η εξέγερση που είχε οργανωθεί από τους υποστηρικτές του Κινήματος είχε κατασταλεί. Οι ακτές ήταν γεμάτες με στρατιώτες του Μπατίστα που τους περίμεναν. Από τους 82 μετά την επίθεση που δέχτηκαν, επιβίωσαν μόνο 19. Οι επαναστάτες μετά από πολλές περιπέτειες οχυρώθηκαν στην οροσειρά της Σιέρα Μαέστρα στα νοτιοανατολικά της Κούβας.
Αυτό το σημείο θα αποτελούσε την «εστία», το foco, από όπου η ένοπλη πάλη θα απλωνόταν και σε άλλα μέτωπα με τελικό στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Το καθεστώς του Μπατίστα γινόταν ολοένα και πιο μισητό, δεν υπήρχε σοβαρή αντιπολίτευση αφού τα κόμματα των Αουθέντικος και των Ορτοντόξος δεν είχαν κανένα κύρος και ο κόσμος τα θεωρούσε διεφθαρμένα.
Μέσα στο 1957, οι αντάρτες αρχίζουν να έχουν περισσότερη υποστήριξη από τους αγρότες, ενώ το Κίνημα της 26 Ιούλη αποκτά την ηγεσία στην ένοπλη αντίσταση καθώς το Επαναστατικό Διευθυντήριο -μια οργάνωση με βάση τα πανεπιστήμια- αποδυναμώνεται σε προσπάθειά του να δολοφονήσει τον Μπατίστα χάνοντας και τον ηγέτη του, Ετσεβαρία που πέφτει νεκρός.
Οι επαφές με το ΚΚ γίνονται πιο πυκνές, αλλά οι σχέσεις τους παραμένουν επιφυλακτικές έως ανταγωνιστικές. Το 1958 το Κίνημα κάλεσε από το βουνό σε Γενική Απεργία ενάντια στον Μπατίστα, αλλά οι αδύναμες ρίζες του στα συνδικάτα και η αδιαφορία του ΚΚ οδήγησαν σε παταγώδη αποτυχία την πρωτοβουλία.
Αντίθετα, το κάλεσμα για μποϊκοτάζ στις χουντικές εκλογές του Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ήταν πετυχημένο αφού συμμετείχε μόνο το 30%. Το καθεστώς του Μπατίστα όχι μόνο δεν είχε καμιά λαϊκή στήριξη, αλλά άρχισε να χάνει και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Οι αντάρτες άντεξαν και την απέλπιδα προσπάθεια καταστολής τους από το καθεστώς όταν τους περικύκλωσαν 10 χιλιάδες κυβερνητικοί στρατιώτες.
Το κύκνειο άσμα του κυβερνητικού στρατού που συνεχώς είχε λιποταξίες ήταν η μάχη της Σάντα Κλάρα, τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της Κούβας και σιδηροδρομικός κόμβος. Κράτησε 3 μέρες, αλλά την τελευταία μέρα του 1958 οι δυνάμεις των ανταρτών με ηγέτες τον Τσε και τον Καμίλο Σιενφουέγος επικράτησαν.
Η Πρωτοχρονιά του 1959 βρήκε την Κούβα χωρίς τον δικτάτορα Μπατίστα που κατέφυγε αεροπορικά στην Δομινικανή Δημοκρατία. Στις 2 Γενάρη ο αντάρτικος στρατός των «μπαρμπούδος» (γενειοφόρων) μπήκε στην Αβάνα κάτω από χειροκροτήματα. Μία βδομάδα μετά έφτασε και ο Φιντέλ και οι σκηνές επαναλήφθηκαν με τον κόσμο να επευφημεί.
Στρατηγική
Ενας αντάρτικος στρατός –με μια ηγεσία που δεν είχε οργανικούς δεσμούς με καμιά κοινωνική τάξη- ανέτρεψε μια δικτατορία και η ηγεσία του ανέλαβε να πλάσει την κουβανέζικη κοινωνία με βάση τις ελπίδες και τα οράματά της. Σε αντίθεση με άλλες μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, ο Κάστρο, ο Τσε, ο Καμίλο Σιενφουέγος, ήταν αποφασισμένοι να μην υποκύψουν στους εκβιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, να εξαγοραστούν από αυτόν ή να τα κάνουν πλακάκια με την φιλελεύθερη αντιπολίτευση στον Μπατίστα που ήθελε να διώξει τον δικτάτορα και να συνεχίσει όπως πριν.
Όμως, παρόλο τον ενθουσιασμό και τη μαζική υποστήριξη που απολάμβανε το καθεστώς, η εργατική τάξη δεν ήταν το υποκείμενο της επανάστασης. Ο Κάστρο και οι συνεργάτες αποφάσιζαν και ο κόσμος επευφημούσε στις πλατείες. Οι προτεραιότητες του καθεστώτος ήταν το χτίσιμο μιας ισχυρής ανεξάρτητης κουβανέζικης οικονομίας, απαλλαγμένης από την εξάρτηση από την τιμή του ζαχαροκάλαμου στη διεθνή αγορά (κυρίως των ΗΠΑ), με βαριά βιομηχανία. «Σοσιαλισμός» σήμαινε ότι αυτό το έργο θα το αναλάμβανε το κράτος –σε συμμαχία με την Ρωσία. Στη Κούβα χτίστηκε μια εκδοχή του κρατικού καπιταλισμού που υπήρχε στη Ρωσία. Σήμερα το καθεστώς κάνει βήματα για να ακολουθήσει το παράδειγμα του «σοσιαλισμού της αγοράς» της κινέζικης άρχουσας τάξης.
Στη δεκαετία που ακολούθησε τη νίκη της επανάστασης, χιλιάδες νέοι αγωνιστές στη Λατινική Αμερική και σε όλο τον κόσμο πίστεψαν ότι ο δρόμος του Κάστρο και του Τσε ήταν ο δρόμος για την επανάσταση, απέναντι στα συμβιβασμένα και απαξιωμένα «επίσημα» Κομμουνιστικά Κόμματα. Από αυτή την άποψη –και παρά τις επιθυμίες των περισσότερων ηγετών της- η Κουβανέζικη Επανάσταση τροφοδότησε το μεγάλο επαναστατικό κύμα του «παγκόσμιου 1968».
Η στρατηγική της «αντάρτικης εστίας» που θα πυροδοτούσε την επανάσταση μέσω της θέλησης, της πειθαρχίας και του ηρωικού παραδείγματος των ανταρτών, απέτυχε παντού με εκατόμβες θυμάτων. Ο ίδιος ο Τσε χάθηκε τον Οκτώβρη του 1967 στη Βολιβία προσπαθώντας να υλοποιήσει αυτή την στρατηγική. Πουθενά δεν υπήρχαν οι ειδικές συνθήκες που επέτρεψαν στο Κάστρο και τους αντάρτες του να περπατήσουν σε ένα κενό εξουσίας το 1959.
Η Κουβανέζικη Επανάσταση απέδειξε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ανίκητος. Όμως, δεν έφερε την εξουσία των εργατών και το σοσιαλισμό. Στη Λατινική Αμερική και σε όλο τον κόσμο η «απελευθέρωση της εργατικής τάξης» παραμένει «έργο της ίδιας της τάξης». Θα έρθει από τους αγώνες της, όχι από σωτήρες-απελευθερωτές είτε έχουν γενειάδες και κρατάνε πολυβόλα, είτε φοράνε κουστούμια και στρογγυλοκάθονται σε βουλευτικά έδρανα.