Ιστορία
Πασαλιμάνι 1923

Στις 22 Αυγούστου 1923 το απόγευμα ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των απεργών που διαδήλωναν στο Πασαλιμάνι. Ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία: έντεκα εργάτες και εργάτριες έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες, ανάμεσά τους και ένα δωδεκάχρονο προσφυγόπουλο. Την επόμενη μέρα το Α’ Σώμα Στρατού ανακοίνωνε ότι η ταφή των σωρών τους έγινε «την πρωίαν με απόλυτον τάξιν», δηλαδή οι δολοφονημένοι θάφτηκαν βιαστικά και μυστικά. 

Δυο μέρες πριν η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τα σωματεία και οι εισαγγελείς με συνοδεία αστυνομικών και στρατιωτικών «σφράγιζαν» τα γραφεία των συνδικάτων και συνελάμβαναν τα μέλη των διοικήσεών τους. Ο Γ. Παπανδρέου που ήταν υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης είχε πει σε αντιπροσωπεία της ΓΣΕΕ -τότε ήταν συνδεμένη επίσημα με το ΣΕΚΕ (Κ)- λίγες μέρες πριν την απαγόρευση: «Κύριοι, η εβδομάδα αυτή είναι η εβδομάδα των Παθών για σας. Γενική Απεργία ίσον Επανάστασις! Και η Επανάστασις καταστέλλεται διά της βίας!». 

Βέβαια, η κυβέρνηση που εκπροσωπούσε ο Παπανδρέου αποκαλούσε τον εαυτό της «Επανάσταση» (το ίδιο και οι εφημερίδες της εποχής). Η «Επαναστατική Επιτροπή» των στρατιωτικών, με επικεφαλής τον Πλαστήρα και τον Γονατά είχε ανατρέψει το βασιλιά Κωνσταντίνο και την κυβέρνησή του τον Σεπτέμβρη του 1922. Οι φιλοδοξίες της άρχουσας τάξης για την «Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» είχαν χαθεί μέσα στο αίμα και τους καπνούς της πυρπολημένης Σμύρνης. Όμως, είχε καταφέρει να κρατήσει το τιμόνι στα χέρια της, στηριγμένη στις ξιφολόγχες του στρατού. 

Αυτό ήταν το έργο της «Επαναστάσεως»: με τη «Δίκη των Εξ» και την εκτέλεσή τους το φταίξιμο για την ήττα φορτώθηκε βολικά στις πλάτες κάποιων βασιλικών, ο Πάγκαλος κράτησε «αξιόμαχη» τη Στρατιά του Έβρου (με εκτελέσεις «απείθαρχων» φαντάρων), ο Βενιζέλος διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη της Λωζάνης. 

Ο διοικητής στόλου Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος ήταν ένας από τους βασικούς της «Επαναστατικής Επιτροπής» του 1922. Αλλά ένας Χατζηκυριάκος δεν ήταν φαίνεται αρκετός. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας (εκείνη την εποχή κάλυπτε και τις αρμοδιότητες του σημερινού υπουργείου Εργασίας) διορίστηκε o αδελφός του, ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Ήταν ιδιοκτήτης της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ, συνιδρυτής της Τιτάν, πρόεδρος του ΣΕΒ. Επανήλθε στη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας στη δικτατορία του Μεταξά το 1936-37.

Η άρχουσα τάξη είχε περάσει στην επίθεση το 1923. Τα αφεντικά άρχισαν να απαιτούν μειώσεις των μισθών μέχρι και 30% και κατάργηση του νόμου για την καταγγελία των συλλογικών συμβάσεων που καθιέρωνε την αποζημίωση για απολυόμενους εργατοϋπάλληλους. Όπου οι εργάτες αρνιόταν να δεχτούν «εθελοντικά» το πετσόκομμα του μεροκάματου, η απάντηση ήταν λοκ-άουτ και απολύσεις.

Το πρόσχημα για αυτή την επίθεση ήταν η ανατίμηση της δραχμής σε σχέση με την αγγλική λίρα που ήρθε ως αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών παιχνιδιών στο χρηματιστήριο. Υποτίθεται ότι η υπερτιμημένη δραχμή έθιγε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Οι καπιταλιστές είχαν έτοιμη τη λύση: να μειωθεί το εργατικό κόστος.

Όμως, το εργατικό κίνημα δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Το 1919-1921 οι απεργίες είχαν δεθεί με την αντιπολεμική οργή. Το 1922 ήταν μια χρονιά κάμψης του κινήματος. Το 1923, η πρόκληση της εργοδοτικής επίθεσης ξαναζωντάνευε τα συνδικάτα. 

Αυτή η διαδικασία δεν έπεσε από τον ουρανό. Καθοριστική ήταν η παρέμβαση των επαναστατών/τριών, μελών του ΣΕΚΕ (Κ). Από την άνοιξη του 1923 μια νέα ηγεσία προσπάθησε να το ανασυγκροτήσει και να το θέσει επικεφαλής της εργατικής αντίστασης. Η «γενιά του μετώπου», επαναστάτες όπως ο Π. Πουλιόπουλος, ο Γ. Νίκολης, ο Γ. Μοναστηριώτης, ήταν η ραχοκοκαλιά της, μαζί με άλλους αγωνιστές, όπως ο Σεραφείμ Μάξιμος που δεν είχε μόνο μεγάλη μαρξιστική κατάρτιση αλλά και πείρα από τα συνδικάτα. Οδηγός για αυτή την προσπάθεια ήταν η στρατηγική του «ενιαίου μετώπου» της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Επιτροπή

Αυτή η προσπάθεια είχε δυο σκέλη. Το πρώτο, η συσπείρωση όλων των δυνάμεων που ήταν ενάντια στην περικοπή μισθών και τις απολύσεις. Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ οργανώθηκε στις αρχές του Ιούνη μια πλατιά «Εργατική Συνδιάσκεψη» στην οποία συμμετείχαν όλες σχεδόν οι Ομοσπονδίες και τα σωματεία, και αυτά που είχαν «βενιζελικές» ή «βασιλόφρονες» διοικήσεις. Συγκροτήθηκε μια «Επιτροπή Αμύνης» –που σύντομα βρήκε μιμητές σε τοπικό επίπεδο σε πολλές πόλεις.

Οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να τους δώσουν μαζικό και μαχητικό χαρακτήρα –για παράδειγμα στην Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά κερδίζουν τις Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών (ένα άλλο μέτωπο που πρωταγωνιστούσαν) στην συμμετοχή στις συγκεντρώσεις. Το δεύτερο σκέλος ήταν η προσπάθεια να δυναμώσει η επαναστατική πτέρυγα στο κίνημα. Ένα πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη ενός κομμουνιστή, του Γ. Κουρτίδη, στη θέση του γενικού γραμματέα του ΕΚΠ. 

Στα μέσα Ιούλη ένας βρετανός διπλωμάτης υπέβαλε μια αναφορά στην οποία επεσήμαινε με ανησυχία: 

«…Οι εργάτες υπό κομμουνιστική επιρροή είναι πιο αποφασισμένοι από ποτέ να αρνηθούν κάθε μείωση των μισθών. Οι ηγέτες, φοβούμενοι ότι θα ανατραπούν, έχουν αποφασίσει να κάνουν ό,τι θέλουν οι εργάτες. Καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να μπουν σε όλα τα εξαιρετικά μικρά σωματεία και να προετοιμάσουν την γενική απεργία… Το σημαντικό είναι ότι οι Κομμουνιστές έχουν κάνει αναμφισβήτητη πρόοδο… περαιτέρω, που είναι και σοβαρότερο, ο Πειραιάς που μέχρι σήμερα ήταν το κέντρο των μετριοπαθών αντικομμουνιστών εργατών, έχει γίνει τώρα το κέντρο της αντίστασης και οι μετριοπαθείς συνδικαλιστές έχουν συνταυτιστεί με τους εξτρεμιστές…» (Το αναφέρει ο Θ. Καμπαγιάννης στο βιβλίο του Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Ελλάδα 1918-1926, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007). 

Στις 9 Αυγούστου το συνδικάτο των μυλεργατών του Πειραιά έστειλε τελεσίγραφο 24 ωρών για σταμάτημα των απολύσεων και των περικοπών στους μισθούς. Η απεργία τους παρέλυσε τους μύλους –ουσιαστικά τη διακίνηση του αλευριού. Το ΕΚΠ και η ΓΣΕΕ κάλεσαν σε υλική στήριξη των απεργών. Η συνέχεια ήταν η εξάπλωση της απεργίας στο λιμάνι που παραλύει.

Στις 20 Αυγούστου, μετά την κήρυξη της Γενικής Απεργίας (απεργία διαρκείας) από την ΓΣΕΕ «ο Πειραιεύς παρουσιάζει από πρωίας ασυνήθη όψιν», όπως έγραφε μια εφημερίδα της εποχής. Η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού ακολουθεί το απεργιακό κάλεσμα της ΓΣΕΕ και το τραμ παραλύει. Η σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας - Πειραιά διακόπτεται και γίνεται προσπάθεια για αποκατάστασή της από το ανώτερο προσωπικό. Η ηλεκτροδότηση της πρωτεύουσας εξασφαλίζεται την τελευταία στιγμή με την κατάληψη του εργοστασίου του Φαλήρου από στρατιωτικό τμήμα.

Τα πληρώματα των πλοίων που καταπλέουν στον Πειραιά δηλώνουν την υποστήριξή τους στην απεργία και στρατιωτικές φρουρές τους εμποδίζουν να βγουν στη στεριά. Οι εργάτες του τελωνείου Πειραιά ακολουθούν. Εν τω μεταξύ, η Καπνεργατική Ομοσπονδία κηρύσσει από τις 20 Αυγούστου πανελλαδική απεργία. Το πρωί της 21ης, οι πρωινές εφημερίδες δεν κυκλοφορούν λόγω συμμετοχής στην απεργία των τυπογράφων και της Ομοσπονδίας Τύπου.

Απεργιακή χιονοστιβάδα

Η απεργία αναπτύσσεται με τη μορφή χιονοστιβάδας και αρχίζει να απλώνεται σε άλλες πόλεις. Μοιάζει με τη «μαζική απεργία» που περιέγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεκαεπτά χρόνια πριν στη μπροσούρα της «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα». 

Πολλές αναλύσεις για το εργατικό κίνημα στη δεκαετία του ’20 συχνά αποδίδουν την αδυναμία του στη πλημμύρα φτηνών «εργατικών χεριών» που πρόσφεραν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες στρατολόγησαν και το 1923 πρόσφυγες σαν απεργοσπάστες για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως, δεν ήταν οι «ξένοι» (έτσι αντιμετωπίζονταν τότε οι πρόσφυγες) ο παράγοντας που έκρινε την έκβαση της μάχης. Ούτε η χρησιμοποίησή τους έλυνε το πρόβλημα των εργοδοτών, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να αντικαταστήσουν έμπειρους ή ειδικευμένους εργάτες, όπως οι θερμαστές, οι τυπογράφοι, οι οδηγοί των τραμ.

Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η απουσία των σιδηροδρομικών από την μάχη. Αν συμμετείχε αυτό το συνδικάτο τα πάντα θα παρέλυαν, όπως είχε γίνει στη μεγάλη απεργία του 1921. Όμως, η ηγεσία της ΠΟΣ πίστευε ότι μπορούσε να κρατήσει τα μέλη της μακριά από την εργοδοτική επίθεση, λόγω των καλών της σχέσεων με την κυβέρνηση. Διαψεύστηκε σκληρά: το 1924 και το 1925 οι απεργίες της ΠΟΣ θα κατέληγαν σε ήττες, απομονωμένες.

Η ηγεσία της ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να κηρύξει και τυπικά τη λήξη της Γενικής Απεργίας στις 25 Αυγούστου. Το εργατικό κίνημα μπήκε σε μια φάση υποχώρησης και κρίσης. Το ίδιο και το ΣΕΚΕ (Κ). Η ηγεσία του προσπάθησε να βγάλει τα συμπεράσματα από αυτή τη μάχη και να ανασυγκροτήσει το κόμμα έτσι ώστε να μπορέσει να οδηγήσει τις επόμενες αναμετρήσεις σε νικηφόρα έκβαση. Αυτό σήμαινε για τα μέλη της η «μπολσεβικοποίηση» (που είχε κηρύξει η Κομμουνιστική Διεθνής). Κομβικός σταθμός ήταν το συνέδριο που υιοθέτησε την ονομασία ΚΚΕ για το κόμμα και εξέλεξε τον Π. Πουλιόπουλου γραμματέα του. 

Αυτή η προσπάθεια ανακόπηκε από την επικράτηση του σταλινισμού στη Ρωσία. Το εργατικό κίνημα θα περάσει στην αντεπίθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Όμως, πλέον το ΚΚΕ δεν ήταν το επαναστατικό κόμμα του Πουλιόπουλου και του Μάξιμου. Το αποτέλεσμα ήταν νέες ήττες πολύ πιο τραγικές από εκείνη του 1923.