Η σύγκρουση των Τουρκοκυπρίων με στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή Πύλας την Παρασκευή 18 Αυγούστου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η δημιουργία δρόμου μέσω της νεκρής ζώνης που να ενώνει το τουρκοκυπριακό χωριό Άρσος που βρίσκεται στην ελεγχόμενη από τον Τουρκικό στρατό περιοχή, με το χωριό Πύλα, που είναι μικτό και βρίσκεται σε περιοχή από όπου υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή, είναι ένα ζήτημα που εκκρεμεί εδώ και πάνω από δύο χρόνια.
Οι κάτοικοι της περιοχής, στο οποίο περιλαμβάνονται τα χωριά Άρσος και Πέργαμος, εξυπηρετούνται τόσο από το οδόφραγμα της Πύλας όσο και από αυτό του Περγάμους, που βρίσκεται εντός των Βρετανικών Βάσεων. Οι Τουρκοκύπριοι όμως που προσπαθούν να περάσουν από το οδόφραγμα του Περγάμους ταλαιπωρούνται από τις αρχές των Βάσεων γιατί τους αντιμετωπίζουν σαν πολίτες τρίτων χωρών, σε αντίθεση με τους ελληνοκύπριους που περνούν χωρίς διατυπώσεις σαν πολίτες κράτους μέλους της ΕΕ. Η δημιουργία του νέου δρόμου από το Άρσος στην Πύλα, θα έλυνε αυτό το πρόβλημα για τους Τουρκοκύπριους.
Από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα, τέτοιου είδους ζητήματα υπήρξαν πολλές φορές, και αντιμετωπίστηκαν με τη σύμφωνη γνώμη των αρχών και των δύο πλευρών και σε συνεργασία με τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών (UNFICYP). Όπως γράφει και η εφημερίδα «Πολίτης»: «Εδώ και 20 χρόνια … Εντός της νεκρής ζώνης χαράσσονται δρόμοι, πολίτες πηγαίνουν και έρχονται κατά χιλιάδες κάθε μέρα. Μάλιστα περνούν σε εγγύτητα από στρατιωτικές θέσεις, βλέπουν στρατιωτικές μονάδες και εξοπλισμούς, αλλά οι στρατοί δεν αναμειγνύονται…Το περίεργο αυτό κλίμα δεν εμπόδισε τους Ε/Κ και Τ/Κ να επικοινωνούν χωρίς να αισθάνονται ότι κινδυνεύουν».
Το ίδιο είπε και ο ελληνοκύπριος κοινοτάρχης της Πύλας ό οποίος εξήγησε ότι στη συγκεκριμένη περιοχή Ελληνοκύπριοι διατηρούν χωράφια τα οποία οργώνουν και θερίζουν, ενώ Τουρκοκύπριοι έχουν φάρμες και άλλα κτηνοτροφικά υποστατικά, οι οποίοι συνεργάζονται με την ελληνοκυπριακή πλευρά και τις αρχές της κοινότητας. «Οι Τουρκοκύπριοι της περιοχής» είπε, «διαθέτουν τα προϊόντα που παράγουν νόμιμα στις ελεύθερες περιοχές, ενώ εξασφαλίζουν τις τροφές τους από τους ελληνοκύπριους εμπόρους»
Τι πήγε στραβά και είχαμε αυτά τα επεισόδια;
Σκληρή γραμμή
Το πρώτο είναι ότι η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη αρνήθηκε να παραχωρήσει άδεια για τη χάραξη αυτού του δρόμου. Τα κόμματα που του έδωσαν την πλειοψηφία στις τελευταίες εκλογές, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και το ναζιστικό ΕΛΑΜ είναι αντίθετα σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης και συνεργασίας με την άλλη πλευρά και ακολουθούν μια σκληρή εθνικιστική γραμμή. Είναι οι ίδιοι που ζητούσαν να κλείσει το οδόφραγμα του Αστρομερίτη, στην περιοχή Μόρφου, για να εμποδίσουν τις επισκέψεις του κόσμου στην άλλη πλευρά για να ψωνίζει ή να βάζει καύσιμα στα αυτοκίνητά του (είναι 30% πιο φτηνά). Είναι οι ίδιοι που ζητούν να ελέγχεται η γραμμή αντιπαράταξης, με ειδικά σώματα και drowns για να μην την περνούν οι μετανάστες. Είναι οι ίδιοι που πρωταγωνιστούν για να απωθούνται οι βάρκες των μεταναστών από τα παράλια με αποτέλεσμα να πνίγονται μικρά παιδιά και γυναίκες. Σε αυτούς τους εθνικιστές υποχώρησε ο Χριστοδουλίδης.
Το δεύτερο είναι ότι αιτήματα για διάνοιξη οδοφραγμάτων υπάρχουν και από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών και της τουρκοκυπριακής διοίκησης υπάρχουν αιτήματα για διάνοιξη οδοφραγμάτων και δημιουργία δρόμων διέλευσης όπως στην περιοχή Κοκκίνων όπου η απουσία ενός δρόμου μήκους 5 χιλιομέτρων αναγκάζει τους ελληνοκύπριους να κάνουν μια παράκαμψη 40 χιλιομέτρων μέσα από τα βουνά του Τροόδους με επικίνδυνες στροφές. Το ίδιο και στην περιοχή της Αθηαίνου όπου ένα μέρος του δρόμου προς Λευκωσία περνά μέσα από το χωριό Λουρουτζίνα που βρίσκεται στην ελεγχόμενη από τον τουρκικό στρατό περιοχή και αναγκάζει τους κατοίκους της περιοχής που θέλουν να ταξιδέψουν προς Λευκωσία να κάνουν μια σημαντική παράκαμψη, όπως και όσους θέλουν να ταξιδέψουν από Λευκωσία προς Λάρνακα ή τις τουριστικές περιοχές Αγίας Νάπας και Πρωταρά.
Αυτά μπαίνουν εκβιαστικά ως προϋποθέσεις για να δώσει η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη το οκ για να ανοίξουν σημεία ελέγχου που να ευνοούν τους Τουρκοκύπριους.
Βέβαια αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέματα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας που να επιτρέψει όχι μόνο η ζωή των απλών ανθρώπων και στις δυο πλευρές να γίνει πιο εύκολη αλλά να δημιουργήσει και ένα θετικό κλίμα συμφιλίωσης και επαναπροσέγγισης που να συμβάλει στην επίτευξη μιας συνολικότερης συμφωνίας για μια δημοκρατική διευθέτηση του Κυπριακού. Αυτό είναι που ήθελαν να αποτρέψουν οι εθνικιστές με τις αντιδράσεις τους και σε ένα βαθμό το κατάφεραν.
Από την άλλη όμως είναι σημαντικό ότι αρκετά οργανωμένα σύνολα και κόσμος και στις δυο πλευρές αγκάλιασαν αυτές τις πρωτοβουλίες και καταδίκασαν τις εθνικιστικές αντιδράσεις.