Η πρωθυπουργός της Ιταλίας Μελόνι επισκέφτηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον Μητσοτάκη. Δειπνήσανε, τα βρήκανε στο πώς θα πνίγονται περισσότεροι πρόσφυγες στη Μεσόγειο, στο πως θα χωθούν ιταλικές εταιρίες στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, στο να αγοραστούν νέα πολεμικά πλοία τη στιγμή που δεν υπάρχουν αρκετές πυροσβεστικές δυνάμεις για να σβήσουν τις φωτιές που κατακαίνε τη χώρα.
Όπως σημειώνει η Κοριέρε ντε λα Σέρα «μετά το δείπνο που διήρκεσε περίπου δυο ώρες, η Μελόνι επέστρεψε στην Ρώμη, με την πεποίθηση ότι διαθέτει έναν σημαντικό σύμμαχο». Υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια συνάντηση θα διαφημιζόταν με τυμπανοκρουσίες από την κυβέρνηση και τα κοντινά της ΜΜΕ. Όχι η συγκεκριμένη. Ίσως γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι ο «σημαντικός σύμμαχος» του Μητσοτάκη είναι ο απευθείας απόγονος του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι.
Το κόμμα της Μελόνι οι “Αδελφοί της Ιταλίας” (Fratelli d’Italia) αποτελεί εξέλιξη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (Movimento Sociale Italiano, MSI), του επίσημου φασιστικού κόμματος στη μεταπολεμική Ιταλία. To MSI ιδρύθηκε το 1946 από βετεράνους της συνεργαζόμενης με τους ναζί Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (Republicca Sociale Italiana) του Μπενίτο Μουσολίνι, γνωστής και ως Δημοκρατίας του Σαλό. Η Δημοκρατία του Σαλό ιδρύθηκε μετά τη κατάληψη της βόρειας Ιταλίας από τους Ναζί το 1943. Μέχρι το 1945 που κράτησε η Δημοκρατία του Σαλό κι ανατράπηκε από μια ένοπλη εργατική εξέγερση, εξαπέλυσε έναν βάναυσο πόλεμο κατά των αντιφασιστών παρτιζάνων στη βόρεια Ιταλία σε συνεργασία με τα SS και ενεπλάκη στο Ολοκαύτωμα.
Μέχρι το 1987, όλοι οι εθνικοί γραμματείς του MSI ήταν βασικά στελέχη του φασιστικού καθεστώτος και συνένοχοι στα εγκλήματά του. Ο Αουγκούστο ντι Μαρσάνικ, ηγέτης του MSI μεταξύ 1950 και 1954, ήταν μέλος της κυβέρνησης του Σαλό, και ο διάδοχός του, ο Αρτούρο Μισελίνι, ήταν αναπληρωτής γραμματέας του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος του Μουσολίνι στη Ρώμη τη δεκαετία του 1930. Κομβική μορφή του κόμματος ήταν ο Τζόρτζιο Αλμιράντε, ο οποίος ήταν εθνικός γραμματέας του MSI μεταξύ 1947 και 1950 και ξανά από την περίοδο 1969 - 1987. Ήταν υπουργός στο καθεστώς του Σαλό.
Η μεταπολεμική Ιταλική Δημοκρατία έδωσε μια σειρά αμνηστίες και συγχωροχάρτια σε στελέχη του φασιστικού καθεστώτος επιτρέποντας σε πολλά καθάρματα είτε να κυκλοφορούν ελεύθεροι και να πολιτεύονται είτε να μπουν για λίγο στη φυλακή και μετά να στελεχώσουν το MSI. Ένας νόμος του 1952 που υποτίθεται ότι απαγόρευε την επανίδρυση φασιστικού κόμματος δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην περίπτωση του MSI. Ο αντικομμουνισμός παρείχε ένα ισχυρό σημείο σύγκλισης του ΜSI με το κυβερνών κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας.
Η Μελόνι σήμερα παρότι θέλει να εμφανίζεται ως μια “σοβαρή” συντηρητική πολιτικός δεν διστάζει κάθε τόσο να θυμίζει τις ρίζες του κόμματός της. Μιλάει για την «70χρονη παράδοση του κόμματος» (παρότι οι Fratelli ιδρύθηκαν επίσημα το 2012), ενώ στην επέτειο του θανάτου του Αλμιράντε το 2020 τον εξήρε ως "πατριώτη" για την "άνευ όρων αγάπη του για την Ιταλία, την ειλικρίνεια, τη συνοχή και το θάρρος του". Το κόμμα της έχει το ίδιο σύμβολο με το MSI ενώ η εγγονή του Μουσολίνι, Ρακέλε εκλέχτηκε δημοτική σύμβουλος της Ρώμης με τους Fratelli.
Ακόμα και το 1958 ο Αλμιράντε δήλωνε ότι ήταν τιμή του που είχε πολεμήσει στις Μαύρες Ταξιαρχίες και χαρακτήριζε το MSI ως ένα «φασιστικό κόμμα που παλεύει στο δρόμο την τιμή του φασισμού». Το MSI κατάφερε το 1960 να φτάσει στο κατώφλι μιας συγκυβέρνησης, προσφέροντας ψήφο στήριξης στη μειοψηφική κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών του Φερνάντο Ταμπρόνι.
Αντιφασιστική εξέγερση
Ήταν μια αντιφασιστική εξέγερση που φρέναρε την πορεία του MSI. Τον Ιούνιο του 1960 η κυβέρνηση επέτρεψε στο ΜSI να πραγματοποιήσει το συνέδριό του στη Γένοβα. Πρόεδρος του συνεδρίου θα ήταν ο διαβόητος Κάρλο Εμανουέλε Μπασίλε, άλλοτε επικεφαλής της δοσιλογικής τοπικής κυβέρνησης τον καιρό της ναζιστικής κατοχής. Η πρόκληση ήταν τεράστια. Η Γένοβα ήταν πόλη – σύμβολο της αντιφασιστικής Αντίστασης. Δύο μέρες πριν το συνέδριο κηρύσσονται γενικές απεργίες στο Μιλάνο, το Λιβόρνο, τη Φεράρα και άλλες πόλεις. Στη Γένοβα κατεβαίνουν οι Λιμενεργάτες, οι εργάτες των συγκοινωνιών, οι φοιτητές, οι καθηγητές πανεπιστημίου, οι βετεράνοι αντάρτες. «Η διαδήλωση εξελισσόταν ήρεμα, αλλά μπροστά σε μια προσπάθεια της αστυνομίας να διαλύσει την πορεία και στην απειλή της μαζικής καθόδου των φασιστών προς τη Γένοβα, η λαϊκή οργή εκρήγνυται» γράφει η ιστορικός του συνδικάτου CGIL Ιλάρια Ρομέο.
Όπως περιγράφει ο ιστορικός Τομ Μπίαν: «Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες, με τις αστυνομικές ενισχύσεις να καταφθάνουν το επόμενο πρωί. Εν τω μεταξύ, ντόπιοι παρτιζάνοι είχαν συστήσει τη λεγόμενη Επιτροπή Απελευθέρωσης, η οποία απειλούσε "να αναλάβει τον έλεγχο της πόλης". Ανακοινώθηκε νέα γενική απεργία, με τους απεργούς να καλούνται να βγουν στους δρόμους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας χτίστηκαν δεκάδες οδοφράγματα και ετοιμάστηκαν εκατοντάδες βόμβες μολότοφ, προφανώς για να χρησιμοποιηθούν το επόμενο πρωί. Εν τω μεταξύ, ο νομάρχης μίλησε με τον πρωθυπουργό Ταμπρόνι και αποφάσισε να ακυρώσει το συνέδριο του MSI. Εκείνο το βράδυ, όλη η πόλη γιόρτασε και το μνημείο της Αντίστασης καλύφθηκε με λουλούδια». Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν σε όλη τη χώρα στις οποίες 11 αντιφασίστες σκοτώθηκαν από την αστυνομία. Λίγες μέρες μετά η κυβέρνηση κατέρρευσε. Οι επόμενες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις στράφηκαν προς το σοσιαλδημοκρατικό PSI ως κυβερνητικό εταίρο.
Το MSI έπεσε σε κρίση κι έγινε ακόμα πιο βίαιο και δολοφονικό. Πτέρυγες και ομάδες που συνδέονταν μαζί του είτε ενεπλάκησαν σε συνωμοσίες με τμήματα του στρατού για στρατιωτικά πραξικοπήματα, είτε στράφηκαν στην τρομοκρατία. Το «Θερμό Φθινόπωρο» του 1969, η ιταλική έκφραση του Μάη ’68, ταρακούνησε ξανά την ιταλική άρχουσα τάξη. Ο Αλμιράντε επέστρεψε ως ηγέτης του MSI το 1969. Το MSI, υποστήριξε, πρέπει να ακολουθήσει «το ρόπαλο και το κοστούμι».
Η αναφορά στα «ρόπαλα» δεν ήταν μια απλή μεταφορά. Σήμαινε βίαιες δολοφονικές επιθέσεις απέναντι στην Αριστερά στις οποίες ήταν συνηθισμένες τα μέλη του MSI. Τον Μάιο του 1966, ένα τάγμα εφόδου 300 φασιστών με επικεφαλής δύο βουλευτές του MSI εισέβαλαν σε μια αντιφασιστική κατάληψη του Πανεπιστημίου της Ρώμης. Τον Μάρτιο του 1968, ο ίδιος ο Αλμιράντε ήταν επικεφαλής ενός τάγματος εφόδου 200 φασιστών, που επιχείρησε να εισβάλει στο τμήμα Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Ρώμης κι αποκρούστηκε από αντιφασίστες φοιτητές.
Το «κοστούμι» για τον Αλμιράντε ήταν η επανεκκίνηση μιας εκλογικής στρατηγικής, προσπαθώντας να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο τμήμα της συντηρητικής δεξιάς που είχε θορυβηθεί από τον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Οι πλάτες του κράτους στην τρομοκρατία των φασιστών ήταν παροιμιώδης. Έμεινε στην ιστορία ως «Στρατηγική της Έντασης». Την ίδια χρονιά που επέστρεψε στο MSI, η ομάδα Νέα Τάξη ήταν υπεύθυνη για τη βομβιστική επίθεση στην Piazza Fontana του Μιλάνου που στοίχισε τη ζωή σε 17 άτομα. Στόχος ήταν να επιρρίψει την ευθύνη στην Αριστερά και να δικαιολογήσει έτσι την καταστολή. Τον Αύγουστο του ’72 μέλη του MSI δολοφονούν στην Πάρμα τον Μάριο Λούπο, έναν 19χρονο εργάτη μέλος της επαναστατικής Αριστεράς.
Ταυτόχρονα το MSI υπερασπίστηκε ανοιχτά τις δικτατορίες που υπήρχαν τη δεκαετία 1970 στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Ο Αλμιράντε δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι το δολοφονικό στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή, θα έπρεπε επίσης να αποτελεί επιλογή για την Ιταλία.
Ιστορικός συμβιβασμός
Η άρχουσα τάξη προτίμησε αντί μιας χούντας τον «ιστορικό συμβιβασμό». Την προοπτική δηλαδή μιας συγκυβέρνησης του πρόθυμου Κομμουνιστικού Κόμματος (είχε φτάσει να είναι το μεγαλύτερο ΚΚ στο δυτικό κόσμο παίρνοντας 34.4% στις εκλογές του 1976) με τους χριστιανοδημοκράτες προκειμένου να περιοριστεί η μαχητικότητα και η ριζοσπαστικοποίηση που απλωνόταν στα αριστερά του ΚΚΙ. Στη δεκαετία του 1980, το MSI επέστρεψε στην κρίση και την απομόνωση. Πρώην (; ) μέλη του ηγήθηκαν φασιστικών συμμοριών όπως αυτή που τοποθέτησε βόμβα στο σταθμό της Μπολόνια με 85 νεκρούς.
Η κρίση σκανδάλων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οδήγησε όλα τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα στην απαξίωση και έδωσε νέες ευκαιρίες στους φασίστες. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1994, οι Σοσιαλιστές εξαφανίστηκαν, ενώ το Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα, ο κληρονόμος των Χριστιανοδημοκρατών, έλαβε μόλις το 11,1% των ψήφων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αυτοδιαλύθηκε και μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς το 1991. Σε αυτό το πολιτικό κενό μπήκε ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Ο Μπερλουσκόνι ζητώντας συμμάχους στα δεξιά δεν είχε κανένα πρόβλημα να αγκαλιάσει το MSI. Όταν ο διάδοχος του Αλμιράντε, ο Τζιανφράνκο Φίνι κατέβηκε ως υποψήφιος του MSI στις εκλογές για τη δημαρχία της Ρώμης το 1993, ο Μπερλουσκόνι δήλωσε τη στήριξή του. Ο Μπερλουσκόνι έφερε το MSI στον εκλογικό του συνασπισμό μαζί με το δικό του νέο κόμμα Forza Italia και τη ρατσιστική Λέγκα του Βορρά (Lega Nord). Αυτός ο συνασπισμός κέρδισε τις εκλογές του 1994 και το MSI μπήκε στην κυβέρνηση, με τον Φίνι να παίρνει το υπουργείο Εξωτερικών.
Εκείνα τα χρόνια, το 1992 η Μελόνι εντάχθηκε στο Μέτωπο Νεολαίας του ΜSI. Το MSI άλλαξε όνομα σε Εθνική Συμμαχία (Alleanza Nazionale, ΑΝ) το 1994. Η Μελόνι αναδείχτηκε στην ηγεσία της “Σπουδαστικής Δράσης”, της φοιτητικής παράταξης της AN.
Σύμφωνα με τους ίδιους τους συμμετέχοντες στο ιδρυτικό συνέδριο της ΑΝ, τα μέλη της διατηρούσαν μια «βαθιά ριζωμένη αφοσίωση στο φασισμό» με «τη συντριπτική πλειοψηφία» να ταυτίζεται με τον Μουσολίνι.
Η Μελόνι ήταν υπουργός Νεολαίας στην τελευταία κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι. Μαζί με άλλα πρώην στελέχη του MSI/AN, ίδρυσαν τους Αδερφούς της Ιταλίας το 2012, καταγγέλοντας μάλιστα τον Φίνι ότι είχε ρευστοποιήσει και ξεπουλήσει τη φασιστική παράδοση. Το 2019 όταν όλα τα μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε μια νέα κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" υπό τον Τζουζέπε Κόντε, οι Φρατέλι έμειναν εκτός συνασπισμού, κερδίζοντας από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια, φτάνοντας να αναδειχθούν σε πρώτο κόμμα το 2022.
Η Μελόνι κουβαλάει την αιματοβαμμένη φασιστική κληρονομιά στην πλάτη της κι ο Μητσοτάκης τη νομιμοποιεί.