Ιστορία
Χιλή - 50 χρόνια από το πραξικόπημα: Το δίδαγμα της τραγωδίας - Δεν χωρούν συμβιβασμοί με τους δολοφόνους

Ο δικτάτορας Α. Πινοσέτ. Φωτό: AFP

«Η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς», έγραφε το 1917, στη φωτιά της Ρωσικής Επανάστασης, ο Λένιν. «Η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει το αστικό κράτος και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη του». 

Το 1970 ο Σαλβαδόρ Αλιέντε προσπάθησε να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο προειδοποιούσε μισό αιώνα πριν ο Λένιν: να χρησιμοποιήσει το αστικό κράτος, την διακυβέρνηση του οποίου είχε μόλις αναλάβει μέσα από τις  δημοκρατικές, κοινοβουλευτικές διαδικασίες  για να βελτιώσει το επίπεδο και τις συνθήκες ζωής των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της Χιλής. Στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, εκείνη η προσπάθεια έληξε βίαια και απότομα με ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα οργανωμένο από τον Αουγούστο Πινοσέτ – τον στρατηγό που η ίδια η κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» (όπως ονομαζόταν ο συνασπισμός των κομμάτων της αριστεράς του Αλιέντε) είχε διορίσει λίγους μήνες πριν αρχηγό του στρατεύματος.

Ο Αλιέντε σκοτώθηκε μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο το ίδιο το βράδυ του πραξικοπήματος. Η επίσημη ετυμηγορία για την αιτία του θανάτου του είναι αυτοκτονία – «ο Αλίεντε δεν παραδίδεται» ήταν σύμφωνα με τις μαρτυρίες τα τελευταία του λόγια. 

Οι πραξικοπηματίες επέβαλαν ένα καθεστώς τρόμου και αίματος σε ολόκληρη τη χώρα. Το Εθνικό Γήπεδο «Μαρτινέζ Πραντάνος» του Σαντιάγκο, της πρωτεύουσας της Χιλής, μετατράπηκε σε ένα γιγάντιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο χιλιάδες εργάτες, συνδικαλιστές, ακτιβιστές, αριστεροί η ακόμα και απλοί ψηφοφόροι της «Λαϊκής Ενοτητας» φυλακίστηκαν, ανακρίθηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν.  

Λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα ο Πινοσέτ αυτοανακηρύχθηκε «πρόεδρος» της Χιλής. Η χούντα παρέμεινε στην εξουσία σχεδόν δυο δεκαετίες. Μέσα σε αυτά τα χρόνια χιλιάδες αγωνιστές εκτελέστηκαν, δολοφονήθηκαν ή εξαφανίστηκαν. Ο Πινοσέτ ξήλωσε όλες τις «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις» της διακυβέρνησης του Αλιέντε. Μια από τις πρώτες πράξεις της χούντας ήταν να παραδώσει το οικονομικό επιτελείο στα χέρια της διαβόητης ακραία νεοφιλελεύθερης «Σχολής του Σικάγο». Ο ίδιος ο Μίλτον Φρίντμαν, ο «πάπας» του νεοφιλελευθερισμού αποκαλούσε την επιβολή της «ελευθερίας της αγοράς» με τα όπλα, τις διώξεις, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες «θαύμα της Χιλής». Ο Πινοσέτ πέθανε ήσυχα στο κρεβάτι του νοσοκομείου το 2006 σε ηλικία 91 ετών χωρίς να λογοδοτήσει στην πραγματικότητα ποτέ για τα εγκλήματά του. 

Μεταρρυθμίσεις

Στις προεδρικές εκλογές που έγιναν στις 4 Σεπτέμβρη του 1970 στη Χιλή ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο υποψήφιος της «Λαϊκής Ενότητας» ήρθε με ένα 37% πρώτος. Η διαφορά από τους αντιπάλους του ήταν μικρή: ο δεξιός «ανεξάρτητος» Αλεσάντρι ήρθε δεύτερος με 35% ενώ ο Τόμικ, ο υποψήφιος του δεξιού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος με 28% τρίτος. Ο Αλιέντε εκλέχτηκε στην προεδρία από την γερουσία με την στήριξη των χριστιανοδημοκρατών, αφού υπέγραψε πρώτα μια «Διακήρυξη Εγγυήσεων» με την οποία δεσμευόταν  όχι μόνο ότι θα «σεβαστεί» το πολίτευμα αλλά και ότι δεν θα αγγίξει ούτε τη δικαιοσύνη, ούτε τον στρατό, ούτε την εκκλησία, ούτε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ούτε το εκπαιδευτικό σύστημα. 

Παρά τους συμβιβασμούς αυτούς οι εργάτες και οι φτωχοί υποδέχτηκαν τη νίκη του Αλιέντε σαν δική τους νίκη. Και αυτό με τη σειρά του γέννησε ένα κύμα απέχθειας και μίσους από τις άρχουσες τάξεις, μέσα και έξω από τη Χιλή. «Η Χιλή ψήφισε σήμερα με ηρεμία να μετατραπεί σε ένα Μαρξιστικό-Λενινιστικό κράτος» έγραφε ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Χιλή σε ένα τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών. «Είναι το πρώτο έθνος που παίρνει μια τέτοια απόφαση ελεύθερα και με επίγνωση… Είναι ένα λυπηρό γεγονός ότι η Χιλή πήρε το δρόμο του Κομμουνισμού… Θα έχει πρωτοφανή αποτελέσματα και στη Λατινική Αμερική και πέρα από αυτήν. Έχουμε υποστεί μια φοβερή ήττα.»

Ο Αλιέντε, όμως, δεν είχε καμιά πρόθεση ούτε να μετατρέψει τη Χιλή σε ένα «Μαρξιστικό-Λενινιστικό κράτος» ούτε να την οδηγήσει «στον δρόμο του Κομμουνισμού». Πίστευε ειλικρινά στον «τρίτο δρόμο». Πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα από ένα πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων να στηρίξει ταυτόχρονα και την ανάπτυξη της οικονομίας και το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων – που ζούσαν βυθισμένα σε μια ανείπωτη  φτώχεια. 

Μια από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν η αύξηση των μισθών – 38% πάνω για τους χειρώνακτες και 120% για τους υπαλλήλους.  Εκατό περίπου μεγάλες επιχειρήσεις -ανάμεσά τους και τα ορυχεία χαλκού που ήταν η καρδιά της οικονομίας της Χιλής- εθνικοποιήθηκαν. Πάνω από 1000 μεγάλα αγροκτήματα διαλύθηκαν και η γη μοιράστηκε σε άκληρους και φτωχούς αγρότες. 

Ταξική σύγκρουση

Οι εργάτες πήραν θάρρος από αυτές τις εξελίξεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν στα μάτια τους μια νίκη σε βάρος των πλούσιων και των ισχυρών. Όπου η κυβέρνηση δεν προχωρούσε αρκετά γρήγορα οι εργάτες έπαιρναν οι ίδιοι τα «πράγματα στα χέρια τους». Το 1970 ξέσπασαν πάνω από 5000 απεργίες. Στην ύπαιθρο εργάτες γης «απαλλοτρίωναν» μόνοι τους τα τσιφλίκια. Και η εργατική τάξη άρχισε να οργανώνεται: σε όλη τη χώρα άρχισαν να ξεπηδάνε Cordones Industriales, εργατικές επιτροπές για τον συντονισμό της δράσης.

Από τις αρχές του 1971 η δεξιά πέρασε στην αντεπίθεση. Οι ιδιοκτήτες των φορτηγών κήρυξαν «λοκ άουτ» με στόχο να παραλύσουν την οικονομία, να αφήσουν τις πόλεις χωρίς τρόφιμα και να οδηγήσουν τη χώρα στο χάος. «Νοικοκυραίοι» άρχισαν να κατεβαίνουν στους δρόμους με κατσαρόλες στα χέρια για να διαμαρτυρηθούν για τις «ελλείψεις».  Οι δικαστές (που δεν θα τους άγγιζε ο Αλιέντε) άρχισαν να βγάζουν την αναδιανομή της γης (που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση) παράνομη. Στην επαρχία Μαϊπού οι αγρότες ξεσηκώθηκαν ενάντια σε  μια τέτοια απόφαση του τοπικού δικαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν, να καταδικαστούν και να κλειστούν στις φυλακές. Και οι στρατιωτικοί άρχισαν να οργανώνουν την «απάντησή» τους. Τον Ιούνη του 1973 ο συνταγματάρχης Ρομπέρτο Σούπερ κατέβασε τα τανκς στους δρόμους με στόχο να ρίξει την «κομμουνιστική κυβέρνηση»

Εκείνη η πρώτη απόπειρα για πραξικόπημα, όμως, απέτυχε. Και ο λόγος της αποτυχίας του ήταν η μαζική κινητοποίηση του κόσμου. Οι εργάτες είχαν καταφέρει να σπάσουν στην πράξη το λοκάουτ των «φορτηγατζήδων». Τον Ιούνη του 1973 έσπασαν το πραξικόπημα με μια γενική απεργία. Η εργατική τάξη έδειχνε τη δύναμή της.

Η κυβέρνηση, όμως, αντί να κηρύξει τον πόλεμο στα αφεντικά και να στηριχτεί στη δύναμη των εργατών για να τον κερδίσει, προσπάθησε να τα «κατευνάσει» με απανωτές παραχωρήσεις. Η απάντηση του Αλιέντε  στο λοκάουτ των αφεντικών ήταν να διορίσει τον στρατηγό Κάρλος Πρατς, τον αρχηγό του στρατού, υπουργό Εσωτερικών. Ακόμα χειρότερα, τον Αύγουστο του 1973, αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο «μετριοπαθής» Πράτς αντικαταστάθηκε από τον Αουγκούστο Πινοσέτ. Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης γέμισε το υπουργικό συμβούλιο με στρατηγούς και ναυάρχους.

Τα ξημερώματα της Πέμπτης 11 Σεπτέμβρη πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδισαν το προεδρικό μέγαρο. Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» ανατράπηκε από τον στρατηγό στον οποία η ίδια είχε αναθέσει να προστατεύει τη χώρα. Πάνω από 30 χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τη χούντα μέσα στα 17 χρόνια που ο Πινοσέτ έμεινε στην εξουσία. Οι συλληφθέντες, οι φυλακισμένοι ξεπέρασαν, σε μια χώρα με δέκα εκατομμύρια κατοίκους, τις 130 χιλιάδες Τα εγκλήματα αυτά έμειναν ουσιαστικά ατιμώρητα. 

Το πραγματικό δίλημμα, έγραφε πολλά χρόνια πριν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν είναι ανάμεσα σε έναν αργό «μεταρρυθμιστικό» δρόμο και έναν «γρήγορο» επαναστατικό. Οι δυο δρόμοι δεν οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Η πραγματική επιλογή, έλεγε, είναι ανάμεσα στον Σοσιαλισμό και τη Βαρβαρότητα. 

Στη Χιλή ο Αλιέντε διάλεξε τον «αργό» δρόμο. Όχι γιατί ήταν προδότης ή διεφθαρμένος. Δεν ήταν τίποτα από τα δυο. Απλά γιατί ήταν «ρεαλιστής» και δεν πίστευε στις «ουτοπίες» για τη δύναμη της εργατικής τάξης και την επανάσταση. Το λάθος του το πλήρωσαν πολύ άγρια οι φτωχοί στη Χιλή. Και το πλήρωσε και ο ίδιος με τη ζωή του.  


 

Διαβάστε επίσης