H Έφη Αχτσιόγλου αποδέχθηκε την ήττα της από τον Κασσελάκη με σηκωμένη τη γροθιά μπροστά σε συντρόφους-ισσες της που φώναζαν «μέχρι τις Βρυξέλλες να ακουστεί καλά, δεν θα ξεμπερδέψετε με την ΑριΑλλά η αλήθεια είναι ότι σε όλη την προεκλογική εβδομάδα (μια εβδομάδα που περιλάμβανε την πανεργατική απεργία, την επέτειο από την δολοφονία του Ζακ, την ψήφιση του αντεργατικού νομοσχέδιου Γεωργιάδη, επιθέσεις της αστυνομίας στους πληγέντες στη Λάρισα) που προηγήθηκε του β’ γύρου, η αντιπαράθεση περιορίστηκε σε ένα διαγωνισμό «πατριωτισμού» για το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα λεγόμενα «εθνικά θέματα».
Η αρχή έγινε από την Ε. Αχτσιόγλου που σε μια απόπειρα να ξεσκεπάσει την ανυπαρξία θέσεων εκ μέρους του Κασσελάκη τον κάλεσε να τοποθετηθεί «ποια είναι η θέση του για τον ελληνικοτουρκικό διάλογο και για την άμυνα της χώρας». Ο Κασσελάκης απάντησε ότι «είναι απαράδεκτο να μην απαντά ο Μητσοτάκης στον Ερντογάν για το κρατίδιο τους στην Κύπρο». Η Έφη Αχτσιόγλου απάντησε: «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα διατύπωνε την καινοφανή άποψη ότι η κατεχόμενη Κύπρος είναι “κρατίδιο τους”. Σφάλμα που αποκαλύπτει άγνοια για ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής». Ο Κασσελάκης με τη σειρά του της απάντησε ότι είναι περήφανος που δεν έχει στο πλευρό του «κανένα βουλευτή που να θεωρεί τη μουσουλμανική μειονότητα τουρκική» ή που «να πιστεύει ότι δεν υπήρξε γενοκτονία Ποντίων».
Όλα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα στον Πλεύρη και στον Γεωργιάδη στην Βουλή, στα κανάλια και σε όλο τον «εθνικό κορμό» να αρπάξουν την ευκαιρία για να επαναφέρουν στην τάξη όποιον δεν χαρακτηρίζει την Βόρεια Κύπρο, «ψευδοκράτος».
Η εργατική τάξη δεν χρειάζεται μια Αριστερά που να κάνει ασκήσεις πατριωτικής πλειοδοσίας. Χρειάζεται μια Αριστερά που να προετοιμάζεται για ειρήνη και όχι για πόλεμο, που να λέει όχι στους εξοπλισμούς και στην όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στα αφεντικά εκατέρωθεν του Αιγαίου. Μια Αριστερά που να βοηθάει να πέσουν τα τείχη που έστησαν ανάμεσα στους ελληνοκύπριους και τους τουρκοκύπριους, τα φιλόδοξα αρπακτικά σχέδια της ελληνικής, ελληνοκυπριακής και τουρκικής αστικής τάξης.