Το καλοκαίρι του 1944 η Θεσσαλία ήταν αντιμέτωπη με μια μεγάλη καταστροφή. Δεν ήταν η «μεγάλη αναποδιά» του Μητσοτάκη, η βιβλική καταστροφή που βιώνει τώρα, προϊόν του συνδυασμού της κλιματικής κρίσης με την πολιτική των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων. Σήμερα ανοίγει ξανά μια «μάχη της σοδειάς» κόντρα στις μεγάλες επιχειρήσεις agribusiness που κερδοσκοπούν πάνω στον ρημαγμένο θεσσαλικό κάμπο. Τότε, η επαπειλούμενη καταστροφή έπαιρνε τη μορφή των φασιστικών δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών τους που βάλανε στόχο να πάρουν το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς από τους αγρότες.
Όποιος έπαιρνε το σιτάρι έπαιρνε και τον κάμπο. Ο στρατός κατοχής έλεγχε τις πρωτεύουσες των νομών, τις μεγάλες κωμοπόλεις και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ήθελε το στάρι για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Για τους ίδιους λόγους το ήθελε και η κυβέρνηση των δωσιλόγων του Ι. Ράλλη στην Αθήνα.
Η κυβέρνηση του Ράλλη είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Αντίσταση και με τις ευλογίες και την ενίσχυση των Γερμανών ναζί είχε αρχίσει να εξοπλίζει τα Τάγματα Ασφαλείας και κάθε είδους δεξιά, φασιστική συμμορία –στην περίπτωση της Θεσσαλίας ξεχωρίζει η περίπτωση του ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως). Επικεφαλής του ένας σαδιστής χωροφύλακας ο Τάκης Μακεδών και στελέχη του όλα τα μπουμπούκια των προπολεμικών φασιστών της ΕΕΕ, κάποιοι παπάδες, δικηγόροι, γόνοι «καλών οικογενειών», τα υπολείμματα του ΕΔΕΣ, και απλοί τραμπούκοι, κλέφτες και βιαστές.
Η συγκέντρωση στα χέρια του κράτους του σιταριού που θέριζαν και αλώνιζαν οι αγρότες θα ήταν η απτή απόδειξη ότι η εξουσία του έφτανε πολύ πιο μακριά από τους σταθμούς χωροφυλακής (όσους είχαν απομείνει) τα γραφεία των νομαρχών και τους γερμανικούς στρατώνες. Επίσης, θα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για τον στραγγαλισμό της Ελεύθερης Ελλάδας και του ΕΛΑΣ. Ο αντάρτικος στρατός εξαρτιόταν από την στήριξη των ορεινών και ημιορεινών πληθυσμών για τροφοδοσία και στρατολογία. Χωρίς το σιτάρι του κάμπου αυτοί οι πληθυσμοί θα λιμοκτονούσαν.
«Την 1η Ιουνίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 1469/44 (ΦΕΚ Α’ 118) που προβλέπει ότι ο κάθε αγρότης ανάλογα με την ποσότητα της συγκομιδής του θα υποχρεούται να παραδίδει ένα μέρος αυτής. Επιπλέον αυτού του ποσοστού ορίστηκε, με απόφαση του ‘υπουργού’ Οικονομικών Εκτορα Τσιρονίκου (ΦΕΚ Β’ 78/1.6.1944), να δίνουν οι αγρότες της Θεσσαλίας το 9% της παραγωγής ως αλωνιστικά δικαιώματα. Δηλαδή, για τους περισσότερους αγρότες το ποσοστό της παραγωγής που θα έχαναν κυμαινόταν από 30% έως 40%!». (Στ. Μαλαγκονιάρης, «Το κατόρθωμα του λαού και των ανταρτών του ΕΛΑΣ», ΕφΣυν, 19/08/2018).
Ρήξη
Οι σχέσεις των αγροτών με την «κυβέρνηση της Αθήνας» είχαν διαρραγεί ήδη από τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής. Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή τη ρήξη ήταν πολλοί, αλλά η κατάληξη ήταν ότι οι αγρότες δεν έδιναν τη σοδειά τους –για να πάρουν τι; Άχρηστα χαρτονομίσματα; Ήδη πριν τον πόλεμο ήταν στο έλεος της τράπεζας, των διαφόρων κρατικών οργανισμών και του χωροφύλακα. Με την κατοχή προστέθηκε η λεηλασία των φασιστών.
Το 1944 η Θεσσαλία είχε γίνει προπύργιο της Αντίστασης. Εκεί το ΚΚΕ διέθετε τη μεγαλύτερη Οργάνωση Περιοχής και εκεί υπήρχε η μεγαλύτερη αναλογία ανταρτών στον ντόπιο πληθυσμό πανελλαδικά. Ένας από τους λόγους που ο ΕΛΑΣ μπόρεσε να ριζώσει και να απλωθεί ήταν ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με τις διεκδικήσεις και το ριζοσπαστισμό των αγροτών και των εργατών, όχι γιατί τραγουδούσε πιο δυνατά από άλλες οργανώσεις τον εθνικό ύμνο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Αριστερά είχε ρίζες προπολεμικά στη Θεσσαλία από τη δεκαετία του ’20 και πιο παλιά. Τόσο ανάμεσα στους αγρότες που πάλευαν για να μοιραστούν τα τσιφλίκια, όσο και στο εργατικό κίνημα όπως στα Τρίκαλα και τον Βόλο.
Το καλύτερο χρονικό για τη μάχη της σοδειάς στο κάμπο το έχει αφήσει ο Κώστας Βιδάλης, δημοσιογράφος τότε της Ελεύθερης Ελλάδας, της εφημερίδας της Κ.Ε του ΕΑΜ και μετά του Ριζοσπάστη (με αυτή την ιδιότητα θα δολοφονηθεί από την παρακρατική συμμορία του Σούρλα το 1946 έξω από τη Λάρισα). Έγραφε:
«Εκατοντάδες επιτροπές συγκροτούνται και κατεβαίνουν κάθε μέρα προς τα επαρχιακά, υπόδουλα κέντρα… Από την περιφέρεια της Λάρισας κατεβαίνουν στη θεσσαλική πρωτεύουσα επιτροπές από άνδρες και γυναίκες απ’ όλα τα κεφαλοχώρια και επιδίδουν στις αρχές του Κουίσλιγκ Ράλλη και τις γερμανικές, στο Δεσπότη έγγραφες διαμαρτυρίες και υπομνήματα. Είμαστε, λένε, καταστραμμένοι. Επ’ ουδενί λόγω είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε στάρι στη συγκέντρωση».
Οι οργανώσεις του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της ΕΠΟΝ, οι «υπεύθυνοί» τους σε κάθε χωριό, γίνονται το κέντρο της οργάνωσης της μάχης. Με προκηρύξεις, ομιλίες σε συγκεντρώσεις από στόμα σε στόμα δίνουν το γενικό μήνυμα. Αλλά εκτός από την προπαγάνδα υπάρχουν και άμεσα ζητήματα που πρέπει να λυθούν: πώς θα θεριστεί το στάρι, τι θα γίνει με τις αλωνιστικές μηχανές και το κυριότερο πώς θα αποθηκευτεί και θα κρυφτεί το στάρι.
Υπάρχουν και πιο λεπτά αλλά εξίσου καυτά ζητήματα: χιλιάδες εργάτες γης απασχολούνται κάθε χρόνο στο θερισμό. Πώς θα πληρωθούν; Οι επιτροπές λαϊκής αυτοδιοίκησης αποφασίζουν να ορίσουν κατώτερα μεροκάματα (σε στάρι). Ίσως είναι η πρώτη και τελευταία φορά μέχρι σήμερα που οι εργάτες γης καλύπτονται από «συλλογική σύμβαση».
Συλλογικές συμβάσεις
Ο ιστορικός Γ. Σκαλιδάκης δίνει ένα παράδειγμα στο βιβλίο του για την Ελεύθερη Ελλάδα: «Στα Φάρσαλα, στις 4 Ιουνίου 1944 έγινε κοινή σύσκεψη για το ζήτημα της σοδειάς, στην οποία πήραν μέρος αντιπρόσωποι εργατικών σωματείων, το διοικητικό συμβούλιο του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Φαρσάλων, αντιπρόσωποι γεωργικών συνεταιρισμών, το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Συνεταιρισμών Φαρσάλων, αντιπρόσωποι του συλλόγου ιδιοκτητών αλωνιστικών μηχανών, αντιπρόσωπος του Εργατικού ΕΑΜ Μαγνησίας κ.ά. Υπογράφτηκαν συλλογικές συμβάσεις με ισχύ για όλη την επαρχία, οι οποίες επικυρώθηκαν από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο».
Οι μονάδες του ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας οργάνωσαν ένα ολόκληρο σχέδιο μάχης για να προστατέψουν τον κόσμο που έδινε τη μάχη της σοδειάς. Μονάδες του τακτικού ΕΛΑΣ κατέβηκαν από τα γύρω βουνά στις άκρες του κάμπου και ειδικά αποσπάσματα μπήκαν πιο μέσα με αιχμή το αντάρτικο ιππικό. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ στα χωριά κινητοποιήθηκε επίσης. Δεκάδες μικρο-επιθέσεις, σαμποτάζ, ενέδρες, ουσιαστικά ανάγκασαν τους Γερμανούς να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην προστασία των σιδηροδρομικών κόμβων και σε άλλα σημεία κλειδιά.
Τελικά οι γερμανικές μονάδες δεν τόλμησαν να επιβάλλουν τα μέτρα που είχαν ανακοινώσει οι διοικητές τους και οι ειδικοί γεωπόνοι που είχαν φέρει. Δεν ξεμύτισαν για να φρουρούν τις αλωνιστικές μηχανές, ούτε κατάφεραν να κατασχέσουν το σιτάρι. Για τους συμμορίτες του ΕΑΣΑΔ τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, με πρωτοβουλία αρχικά κάποιων τμημάτων της ταξιαρχίας ιππικού, άρχισαν να συμμετέχουν ενεργητικά στο θερισμό και το αλώνισμα.
Η Μάχη της Σοδειάς ήταν μια πελώρια νίκη για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία. Η σοδειά υπολογιζόταν από 140 εκατ. οκάδες έως 175 εκατ. οκάδες. Το 95% έμεινε στους αγρότες, 2,5% κάηκε από τον ΕΛΑΣ ή τους Γερμανούς και μόλις το 2,5% περιήλθε στις «Αρχές». Ήταν μια ακόμα απόδειξη πως οι «απλοί», «ανώνυμοι» άνθρωποι μπορούν να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, να επιδεικνύουν θαύματα πρωτοβουλίας, συλλογικότητας και οργάνωσης για το καλό της κοινωνίας κι όχι μιας μειοψηφίας.
Η ολοκλήρωση αυτής της μάχης δεν θα κρινόταν τελικά στη Θεσσαλία, αλλά στην Αθήνα, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Αυτή η ολοκλήρωση δεν επιτεύχθηκε γιατί σκάλωσε στη στρατηγική της ηγεσίας της Αριστεράς που έβαζε την «εθνική ενότητα» με την κυρίαρχη τάξη πάνω από τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών. Αντί το νικηφόρο κίνημα της Αντίστασης να πάρει την εξουσία, οδηγήθηκε στους συμβιβασμούς και στην ήττα.